» Θα ήθελα κάποια στιγμή να σκηνοθετήσω «




Για την εφετεινή περίοδο έχει δημιουργήσει τα σκηνικά και τα κοστούμια 10 παραστάσεων: «Η Ηρα και το παγόνι», θέατρο Βρετάνια, «Τι είδε το χρυσόψαρο», θέατρο Αθηνών, «Εξ επαφής», θέατρο Δημήτρης Χορν, «Σεσουάρ για δολοφόνους», θέατρο Αποθήκη, «Ψυχολογία Συριανού συζύγου», θέατρο Χυτήριο, «Ξανθιά φράουλα», θέατρο Κάππα, «Φον Δημητράκης», θέατρο Βεάκη, «Μπαμπάδες με ρούμι», θίασος Χαλκιά – Παρτσαλάκη σε περιοδεία, «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», θέατρο Βέμπο, ενώ ετοιμάζει και τα σκηνικά για την παράσταση όπου θα πρωταγωνιστήσουν η Ζωή Λάσκαρη και ο Απόστολος Γκλέτσος. Ο σκηνογράφος Γιώργος Ασημακόπουλος μίλησε προς «Το Βήμα» για τη δουλειά του στο θέατρο, την κριτική αλλά και τις εκπλήξεις που επιφυλάσσει για το μέλλον…


­ Αναλαμβάνετε υπερβολικά πολλές παραστάσεις. Πώς προλαβαίνετε κάθε χρόνο;


«Εκανα πολύ λιγότερα. Η αλήθεια είναι ότι όταν έκανα το «Βίρα τις άγκυρες» ήταν «ένας αλλά λέων». Αυτό ήταν σαν να έκανα 20 περίπου. Τα σκηνικά που έχω κάνει εφέτος, με τις αλλαγές τους, άντε να είναι 40.


Τα κοστούμια όλα μαζί που έχω κάνει δεν φτάνουν ούτε τα 300. Εκείνο ήταν 85 σκηνικά και 890 κοστούμια. Βλέποντας ότι άντεξα εκείνο, όταν μου έγιναν προτάσεις ­ και επειδή δεν μπορώ να πω όχι σε κάτι που μου αρέσει ή σε κάποιον φίλο που κάνει τη δουλειά ­, δέχθηκα λόγω της τρομερής εμπειρίας που απέκτησα από το «Βίρα τις άγκυρες»».


­ Ποια είναι τα κριτήρια για να δεχθείτε να σκηνογραφήσετε μια παράσταση;


«Με ενδιαφέρει πάρα πολύ να μου δίνει το έναυσμα να κάνω κάτι καινούργιο. Το να κάνω πράγματα που έχουν ειπωθεί ή που έχω ξανακάνει δεν μου λέει κάτι».


­ Πώς δουλεύετε από τη στιγμή που έρχεστε σε επαφή με το θεατρικό έργο;


«Είναι ένας τρόπος παράξενος. Το κάθε έργο το διαβάζω ανάλογα με το τι θέλω να δω. Μία φορά για το σκηνικό, μία για τα κοστούμια, μία για τον κάθε ήρωα και βγάζω στην επιφάνεια αυτά που θέλω.


Οταν διαβάζεις το έργο κανονικά δεν προσέχεις κάποιες σημαντικές λεπτομέρειες, ενώ όταν στρέφεις την προσοχή σου σε συγκεκριμένα πράγματα καταλαβαίνεις πολύ καλύτερα τι πρέπει να κάνεις. Διαφορετικά πελαγοδρομείς».


­ Η σχέση σας με τους παραγωγούς;


«Οι παραγωγοί μού λένε ότι έχω έναν τρόπο να τους «τα παίρνω» ­ για την παραγωγή βέβαια ­ χωρίς να το καταλαβαίνουν».


­ Βλέπετε τις δουλειές που έχουν κάνει οι σκηνογράφοι πριν από εσάς;


«Οχι ποτέ. Δεν μ’ αρέσει να κοιτώ τις δουλειές των άλλων. Δεν θα ψάξω ποτέ να βρω τι έκανε ο τάδε συνάδελφος ανεβάζοντας κάποιο έργο. Οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες βέβαια».


­ Προτιμάτε τον χώρο του θεάτρου ή της τηλεόρασης;


«Το θέατρο. Και αυτό γιατί δεν επιθυμώ να έχω μια στάση αυτόνομη με το έργο μου, αγαπώ τη συνεργασία. Στην τηλεόραση μπορεί να κοπιάσεις πολύ και να μη φανεί. Μπαίνει ένα τρίτο στοιχείο, η κάμερα, και επιλέγει. Εχω στενοχωρηθεί πάρα πολύ γιατί έχω κάνει πράγματα πολύ ωραία που δεν φάνηκαν ποτέ. Δεν δουλεύω πλέον στην τηλεόραση τόσο πολύ, παρ’ όλο που το θέατρο δεν συμφέρει οικονομικά, αλλά το οικονομικό δεν με συγκινεί ιδιαίτερα».


­ Τι δεν έχετε κάνει ως σήμερα και επιθυμείτε να κάνετε στο μέλλον;


«Είναι πολλά τα πράγματα που δεν έχω κάνει και θα ήθελα να κάνω στο μέλλον. Μάλιστα δεν αποκλείω στο μέλλον να κάνω κι εγώ μια παράσταση».


­ Δηλαδή, θα σκηνοθετήσετε;


«Δεν θέλω να το ονομάσω έτσι γιατί δεν νομίζω ότι θα ψάξω να βρω ένα έργο το οποίο θα θέλει σκηνοθεσία. Θα μ’ άρεσε να κάνω μια παράσταση η οποία θα είναι σε μεγάλο βαθμό βασισμένη στο εικαστικό μέρος της με έναν ηθοποιό μόνο. Ναι, να τη σκηνοθετήσω, αλλά όχι με την έννοια που έχει ο όρος της σκηνοθεσίας σήμερα. Ακόμη είναι συγκεχυμένο στο μυαλό μου».


­ Πώς είναι η σχέση σας με την κριτική;


«Η κριτική από την αρχή που ξεκίνησα αυτή τη δουλειά μου έχει συμπεριφερθεί πολύ καλά. Εχουν γράψει και κακά πράγματα. Δεν μ’ έχουν βρίσει ποτέ πολύ. Οταν με πείσει ο κριτικός ότι η κριτική είναι καλοπροαίρετη, αντικειμενική, όχι υποκειμενική και επισημαίνει πράγματα τα οποία σε όλους μπορεί να έχουν ξεφύγει, τότε θεωρώ ότι είναι εποικοδομητική και κάνει καλό. Οταν όμως είναι κακοπροαίρετη για χίλιους δυο λόγους, δεν μ’ αφορά καθόλου.


Πιστεύω όμως ότι ο κριτικός πρέπει να λέει γιατί δεν του άρεσε κάτι. Και όχι να λέει «δεν μου άρεσε αυτή η φωτογραφία γιατί ήταν χάλια φωτισμένη». Μα μπορείς εσύ να μπεις στο μυαλό του άλλου; Δεν μπορεί να είναι τόσο ηλίθιος ο άλλος, είναι η άποψή του αυτή. Οι κριτικοί κάθονται στον θώκο τους και λένε: «Αυτό δεν μου αρέσει». Πώς; Γιατί δεν σου αρέσει; Οι περισσότεροι στέκονται στο έργο. Αν μετρήσεις λέξεις σε σελίδα κριτικής, θα δεις ότι τη μερίδα του λέοντος την παίρνει το έργο γιατί οι περισσότεροι είναι φιλόλογοι. Εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει να μου κάνεις ανάλυση του έργου, εμένα μ’ ενδιαφέρει να μου γράψεις για την παράσταση. Και η κριτική στην Ελλάδα γίνεται για να γεμίσει κάποιες στήλες, δεν παίζει κανέναν ρόλο».