Ιδρυμένο από τη μουσικολόγο Μέλπω Μερλιέ, το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών ήλθε το 1930 να στεγάσει τις δραστηριότητες που ήδη η Μ. Μερλιέ και οι συνεργάτες της είχαν ενωρίτερα αναπτύξει, προκειμένου να καταγράψουν τον πλούτο της μουσικής και ιστορικής μνήμης που οι χιλιάδες των μικρασιατών προσφύγων έφερναν ερχόμενοι στην Ελλάδα.


Στη διάρκεια των δεκαετιών της λειτουργίας του το Κέντρο επετέλεσε ένα τεράστιο έργο, που συνεχίστηκε σταθερά και μετά τον θάνατο της Μ. Μερλιέ, το 1979. Το πολυεπίπεδο και διεθνώς αναγνωρισμένο αυτό έργο καταγράφει και προβάλλει η πανηγυρική έκδοση που το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών εξέδωσε για τα εξήντα πέντε χρόνια της λειτουργίας του με τίτλο: «Εξήντα πέντε χρόνια επιστημονικής προσφοράς αποτίμηση και προοπτική», Αθήνα 1996, σελ. 138.


Κατά την τελευταία τριετία (1997-1998) το Κέντρο προσέθεσε ακόμη τρεις εκδόσεις: πρόκειται για το έργο του Οδυσσέα Λαμψίδη το σχετικό με την Ενορία Υπαπαντής της Τραπεζούντος, για τον 12ο τόμο του «Δελτίου του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών» και για το ευρετήριο των πρώτων δέκα τόμων του ίδιου Δελτίου.


Στο έργο του Οδυσσέα Αχ. Λαμψίδη ο συγγραφέας επιμελείται την παρουσίαση τριών αρχειακών κειμένων από τα κατάλοιπα του τελευταίου μουχτάρη της Ενορίας της Υπαπαντής Τραπεζούντος Αχιλλέα Ιω. Λαμτζίδη, που πέθανε στην Αθήνα το 1952 σε ηλικία 78 ετών. Πρόκειται για τα πρακτικά της Κοινοτικής Εκτιμητικής Επιτροπής της Ενορίας Υπαπαντής Τραπεζούντος, για τον κατάλογο των ελληνικών οικογενειών της ίδιας ενορίας και για τον κατάλογο των προσκληθέντων υπό τα όπλα στρατιωτών από την τουρκική διοίκηση κατά τα έτη 1920-1921.


Τα «Πρακτικά της Κοινοτικής Εκτιμητικής Επιτροπής της Ενορίας Υπαπαντής Τραπεζούντος» αφορούν την περιουσία 205 οικογενειών και ατόμων της συγκεκριμένης ενορίας. Η περιουσία αυτή καταγράφηκε από την Επιτροπή στην Αθήνα το 1925 προκειμένου τα άτομα αυτά να διεκδικήσουν, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης, αποζημίωση από το τουρκικό κράτος.


Αντίθετα από τα Πρακτικά της Κοινοτικής Εκτιμητικής Επιτροπής που συντάχθηκαν μετά την Καταστροφή, ο «Κατάλογος των ελληνικών οικογενειών της Ενορίας Υπαπαντής Τραπεζούντος» συντάχθηκε πριν από την Καταστροφή. Πρόκειται για μια ενοριακή καταγραφή του 1918, η οποία παρέχει πολύτιμες πληροφορίες όχι μόνο για τη φύση των οικογενειών του Πόντου αλλά και για τις μεταναστευτικές πραγματικότητες των Ελλήνων της περιοχής, οι οποίοι, για πολλούς λόγους, έτειναν από τον 18ο αι., κυρίως, να μεταναστεύουν προς τη Ρωσία, την Αρμενία, τη Γεωργία και, αργότερα, προς την Ευρώπη και την Αμερική.


Δεν είναι όμως μόνο ποσοτικά τα δεδομένα που αντλούνται από τον κατάλογο αυτόν. Το πλήθος και η ποικιλία των βαπτιστικών ονομάτων των κατοίκων του Πόντου αναδεικνύονται ανάγλυφα εδώ, θυμίζοντάς μας έναν πλούτο ονοματολογικό που έχει χαθεί από το σύγχρονο ελληνικό ονοματολόγιο: Ερμοφίλη, Ανατολή, Συμοίρα, Παλάσα, Σαλώνα, Διασώνα, Σεμίραμις, Παρέσα, Αρκαδία, Ανάστα, Γαλήνη, Σελήνη, Κλειτώ, Μητρώρα, Ωραιοζήλη, Σωσάννα, Εύχαρις, Φιλοκλής, Αρκάδιος, Ησαύ, Φιλαγόρας, Μωυσής. Ονόματα που προσφέρονται στον μελετητή προς κωδικοποίηση και ιστορική ερμηνεία.



Προς τις ίδιες κατευθύνσεις είναι πολύτιμος και ο «Κατάλογος των εν τη Ενορία της Υπαπαντής προσκληθέντων υπό τα όπλα στρατιωτών κατά το 1920-21». Ο Γενικός Αλφαβητικός Κατάλογος ονοματεπωνύμων που αναφέρονται στις παραπάνω τρεις καταγραφές και οι φωτογραφημένες σελίδες των χειρογράφων, με τις οποίες κλείνει το βιβλίο του Αχ. Λαμψίδη, ολοκληρώνουν αισθητικά και λειτουργικά την παρουσίαση στοχεύοντας στη διευκόλυνση του μελετητή κατά την αναζήτηση των πεδίων των ενδιαφερόντων του.


Την ίδια ανάγκη του ερευνητή εξυπηρετεί και το «Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Ευρετήριο Τόμων 1 (1977) – 10 (1993-1994)» που εκδόθηκε με επιμέλεια των Στ. Θ. Ανεστίδη και Γιωργ. Α. Γιαννακόπουλου και πρόλογο του Πασχάλη Κιτρομηλίδη. Εδώ λημματογραφούνται τα επιστημονικά άρθρα των περίπου 4.000 σελίδων των δέκα πρώτων τόμων του Δελτίου, οι βιβλιογραφικές συναγωγές, οι εικόνες, οι χάρτες, οι φωτογραφίες, τα σχέδια, τα κριτικά κείμενα, τα χρονικά, οι βιβλιοκρισίες καθώς και το ειδικό αφιέρωμα του Δ’ τόμου με θέμα τη Μικρασιατική Καταστροφή και το αντίστοιχο του Θ’ τόμου με θέμα: «Μικρασιατική Καταστροφή και ελληνική κοινωνία».


Το περιεχόμενο του 12ου τόμου του Δελτίου του Κέντρου (Αθήνα 1997, 1998) καλύπτει θέματα που αφορούν πτυχές της ιστορίας, της θρησκείας, της φιλολογίας, της πολιτικής επιστήμης και της διπλωματικής ιστορίας σε ένα φάσμα που κινείται από την αρχαιότητα ως και τη σύγχρονη εποχή και περιλαμβάνει από απλά θέματα καταγραφής, όπως το άρθρο του Μητροπολίτη Ηλιουπόλεως και Θείρων Αθ. Παπά: «Από την Ιστορία των Ιερών εικόνων της Πόλης, οι κλοπές των εικόνων μετά το 1950», σσ. 257-280, έως θέματα σύνθεσης και ευρύτερης θεωρητικής προσέγγισης, όπως το δοκίμιο του Πασχ. Κιτρομηλίδη το σχετικό με την Ορθοδοξία και την Ταυτότητα στα Οθωμανικά Βαλκάνια (σσ. 81-95).


Η αρχαία και η βυζαντινή περίοδος αντιμετωπίζονται στα άρθρα των G. Huxley «Α Lydo – Median Treaty in Herodotos» σσ. 9-11, Αγγ. Χανιώτη «Το χρονικό της ανακάλυψης μιας ελληνιστικής πόλης στην Καρία (Bucakkoy, Σύνετα)», σσ. 13-40, και Jean Michel Thierry «Α propos d’ un sceau du Couvent des XL Martyrs de Sebastee», σσ. 41-46.


Η πολιτισμική διαπλοκή, είτε ως αφομοίωση είτε ως σύγκρουση, βρίσκεται στην καρδιά των θεμάτων που απασχολούν μια σειρά μελετητών, των οποίων τα άρθρα φιλοξενούνται στον δωδέκατο τόμο του Δελτίου. Η Μαργαρίτα Πουτουρίδου, στο άρθρο της «The Of Valley and the Coming of Islam: The Case of the Greek-Speaking Muslims», σσ. 47-70, μελετά την ελληνική γλώσσα των σύγχρονων μουσουλμάνων κατοίκων 30-40 χωριών ανατολικά της Τραπεζούντας και προσπαθεί αξιοποιώντας ιστορικά στοιχεία, θρύλους, μνήμες και ενδείξεις τόσο να καταδείξει την πορεία του εξισλαμισμού των ελληνοφώνων αυτών κατοίκων, όσο και να καταγράψει την ιδιότυπη ελληνική τους γλώσσα, την τόσο αναμεμειγμένη με τουρκικά στοιχεία. Στην ίδια γραμμή, η Ευαγγελία Μπαλτά, στο άρθρο της «Periodisation et typologie de la production des livres Karamanlis», σσ. 129-153, προσφέρει μιαν ακόμη πολύτιμη συμβολή της στο ζήτημα της τουρκόφωνης ελληνογράμματης έντυπης παραγωγής των Ορθοδόξων καραμανλήδων της Μικράς Ασίας ­ που μέχρι σήμερα μετρά 628 καθαρούς τίτλους από το 1718 ως το 1935 ­ υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι το πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε στην τουρκική γλώσσα ήταν καραμανλίδικο, δηλαδή είχε χαρακτήρες ελληνικούς. Από την άλλη πλευρά ο Γ. Κεχαγιόγλου στο άρθρο του «Η πρώτη έντυπη ελληνική μετάφραση από την τουρκική λογοτεχνία (1800)», σσ. 155-167, ανιχνεύει τις ενδείξεις που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι στη Βενετία του 1800 και από το τυπογραφείο του Πάνου Θεοδοσίου ετοιμαζόταν η έκδοση του έργου «Συμβεβηκότα του Ρηφά και της Μιχρά» στηριγμένη, κατά πάσα πιθανότητα, στη ζωή δύο τούρκων ποιητών, του Ρηφά, που έζησε στο τέλος του 14ου και αρχές του 15ου αι., και της Μιχρά, της «Σαπφούς της οθωμανικής ποίησης», που έζησε στο τέλος του 15ου και αρχές του 16ου αιώνα.


Ενώ ο Ρ. Seaward στο άρθρο του «The Ottoman Court in 1682», σσ. 71-80, παρουσιάζει την κατάσταση του οθωμανικού κράτους τις παραμονές της μεγάλης επίθεσης των Οθωμανών κατά της Βιέννης, στη βάση επιστολής του τότε άγγλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη John Finch, μια σειρά άλλων άρθρων αντιμετωπίζει τις επιπτώσεις, πολιτισμικές και ιδεολογικές, των εθνικισμών και των θρησκευτικοπολιτικών κινήσεων που αναπτύχθηκαν στα οθωμανικά εδάφη περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα. Η Κων. Π. Κισκηρά στο άρθρο της «Προτεστάντες ιεραπόστολοι στην καθ’ ημάς Ανατολή, 1819-1914. Η δράση της American Board», σσ. 97-128, προσεγγίζει συστηματικά το φαινόμενο της προτεσταντικής προπαγάνδας και δράσης, που, με τη μορφή υψηλής ανθρώπινης στελέχωσης και οργάνωσης ιεραποστολών, έπαιξε κομβικό ρόλο στην παιδεία των ελληνοφώνων, τουρκοφώνων, αρμενοφώνων και εβραϊκών κοινοτήτων της Μ. Ασίας και της Βαλκανικής του 19ου αιώνα, χωρίς ωστόσο να κερδίσει παρά πενιχρές νίκες στην προσπάθεια προσέλκυσης των εντοπίων στον προτεσταντισμό. Από την πλευρά της η Ιωάννα Πετροπούλου στο άρθρο της «Μετονομασίες, εξαρχαϊσμός, εθνική ένταξη: Μικρά Ασία (19ος αιώνας)», σσ. 169-188, εστιάζει την προσοχή της στο φαινόμενο της αλλαγής των ονομάτων των ορθοδόξων κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του β’ μισού του 19ου αι. επί το αρχαιοελληνικότερον καθώς και το αντίστοιχο φαινόμενο στο θέμα των τοπωνυμίων και αναζητεί τις αιτίες του στην αυξανόμενη διείσδυση του ελληνικού εθνικισμού, στη μείωση της επιρροής του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και στην αυξανόμενη επιρροή των πολυάριθμων φιλολογικών και αρχαιολατρικών συλλόγων και ιδρυμάτων, που ανθούν στους ελληνόφωνους πληθυσμούς.


Τις πολιτικές επιπτώσεις της ανάπτυξης ακριβώς αυτού του εθνικισμού του 19ου αι. στις οθωμανικές περιοχές μελετούν τόσο το άρθρο του Στ. Ανεστίδη «Οθωμανικός Πολιτικός Σύνδεσμος και Αρμενικό Φιλοσυνταγματικό και Φιλοδημοκρατικό Κόμμα: Εθνοκεντρικά αιτήματα και πολιτικός φιλελευθερισμός», σσ. 189-201, όσο και το άρθρο του Θ. Βερέμη «The Hellenic Kingdom and the Ottoman Greeks: the Experiment of the «Society of Constantinople»», σσ. 203-212, και εκείνο του Harry J. Psomiades «Thrace and the Armistice of Mudanya, October 3-11, 1922», σσ. 213-255. Ο Harry Psomiades εξετάζει την κατάληξη της Μικρασιατικής Καταστροφής, που σε διπλωματικό επίπεδο γράφτηκε στα Μουδανιά τον Οκτώβριο του 1922, και εξηγεί τους λόγους που η ευκαιρία να διασωθεί ο ελληνικός πληθυσμός της Ανατ. Θράκης και να αναστραφεί η αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών χάθηκε από την ελληνική κυβέρνηση.


Κομβικό κείμενο ωστόσο για την κατανόηση των εξελίξεων του 19ου αι., αποτελεί το άρθρο του Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη «Orthodox Culture and Collective Identity in the Ottoman Balkans During the Eighteenth Century» σσ. 81-95. Στο κείμενό του αυτό ο διευθυντής του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών επιχειρεί μια συστηματική προσέγγιση της κινητικότητας των πληθυσμών και των γλωσσών στη Βαλκανική, αλλά των σταθερών που έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών εκείνων που, με τον ερχομό του εθνικισμού, διεκδικήθηκαν από κάθε εθνική βαλκανική ομάδα για την κατοχύρωση της ταυτότητάς της. Κεντρικό σημείο θεωρεί ο συγγραφέας την ορθόδοξη πίστη και την ελληνική γλώσσα που έπαιξαν ρόλο κοινής αναφοράς για έναν μεγάλο κύκλο βαλκανικών πληθυσμών.


Η κυρία Μαρία Ευθυμίου είναι επίκουρος καθηγήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.