Είναι γνωστή η περίπτωση ποιητή που είχε ονομάσει την πρώτη του ποιητική συλλογή Ταίναρο, με αποτέλεσμα να βλέπει το βιβλίο του να έχει διαρκή ζήτηση από αναγνώστες που νόμιζαν ότι αφορούσε τον τόπο καταγωγής τους. Οι τοπικές ιστορίες είναι τα άγνωστα μπεστ σέλερ του καιρού μας. Αν τώρα συνδυάζουν τη συναισθηματική ορμή με επιστημονική αρτιότητα, προκύπτει ένα αποτέλεσμα που μπορεί να κινηθεί στα πλαίσια εθνικών και κοινοτικών επιδιώξεων, όπως σημειώνει ο επικεφαλής της ολλανδικής ερευνητικής ομάδας καθηγητής Peter Κ. Doorn στην εισαγωγή της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου του Μάρκου Γκιόλια Ιστορία των αρχαίων Ευρυτάνων. Φαίνεται ότι η απομονωμένη Ευρυτανία έχει προκαλέσει ζωηρό ερευνητικό ενδιαφέρον ως terra incognita, αφού όχι μόνο ο Ευρυτάνας Μάρκος Γκιόλιας, γνωστός για τις ιστορικές – κοινωνιολογικές μελέτες του, αλλά και ερευνητική ομάδα των πανεπιστημίων της Utrecht και του Leiden προχώρησαν τα τελευταία χρόνια σε ιστορικοαρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή.


Τα δύο βιβλία του Μάρκου Γκιόλια καλύπτουν την ιστορία των βουνών της Στερεάς Ελλάδας και των ανθρώπων που τα κατοίκησαν από τους προϊστορικούς οικισμούς και τις ομηρικές παραδόσεις ως τους νεότερους χρόνους. Στο πρώτο βιβλίο ο συγγραφέας μελετάει τους Ευρυτάνες σε συσχετισμό και με τα άλλα αιτωλικά φύλα, τους Οφιονείς, τους Αποδωτούς, τους Αγραίους και τους Απεραντούς, στο πλαίσιο των φυλών της Κεντρικής Ελλάδας και της «ανθρωπογνωσίας» που επιχειρεί. Ξεκινώντας από την παραδοχή ότι «η προσπάθεια για τη γνώση του ιστορικού παρελθόντος ενός λαού ή μιας κοινωνικής ομάδας, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση των αρχαίων Ευρυτάνων, στο βάθος σηματοδοτεί το αίτημα για τη σύγχρονη, πλατύτερη γνώση του ίδιου λαού», ο συγγραφέας ασχολείται με τις επιβιώσεις των αρχαιοελληνικών θεσμών, τις τοπικές ιδιομορφίες, την παράδοση της οπλοφορίας και της ληστείας στους Ευρυτάνες και στους άλλους Αιτωλούς, τα ρωμαϊκά praesidia armata και τον έλεγχο της περιοχής από τοπικούς πολέμαρχους. Στο δεύτερο βιβλίο η σκόπευση καλύπτει τη νεότερη ιστορία της Ευρυτανίας, από το 1393 ως το 1821. Σε αυτό φαίνεται πώς, σύμφωνα με τους στόχους της ιστορικής έρευνας που θεωρεί βασικούς στον πρόλογο ο Σπύρος Ασδραχάς, «μια τοπική ιστορία σε επίπεδο περιοχής χρειάζεται να δείξει σε ποιο βαθμό η τελευταία μπορεί να αρθρωθεί σε ενότητα πέρα από εκείνη που υποδεικνύουν τα δεδομένα της φυσικής γεωγραφίας». Ο Μάρκος Γκιόλιας αναζητεί τη συνοχή σε διάφορα πεδία και στη διαπλοκή τους, στις ανθρώπινες συμπεριφορές και δραστηριότητες. Τσέλιγκες, τοκογλύφοι, τοπικοί φρουροί, αγωγιάτες, έμποροι, γραμματικοί, νεομάρτυρες συνθέτουν τη φυσιογνωμία του κέντρου του ελλαδικού χώρου και τελικά την έννοια της τοπικότητας.