» Πρέπει να παραμερίζεις τις φιλοδοξίες σου όταν συνθέτεις «





Αναμφίβολα η μεγάλη έκπληξη στα περυσινά βραβεία Οσκαρ ήταν η ανάδειξη μέσω του θεσμού του Νικόλα Πιοβάνι, για την ταινία του Ρομπέρτο Μπενίνι «Η ζωή είναι ωραία». Εκπληξη όχι γιατί αμφισβητήσαμε έστω και για μία στιγμή το ταλέντο του αλλά γιατί έπρεπε να περάσουν 30 χρόνια διαρκούς παρουσίας του στην ηχητική μπάντα του σελιλόιντ ώστε η αμερικανική Ακαδημία του κινηματογράφου να αναγνωρίσει το ταλέντο του. Η καριέρα του ξεκίνησε το 1969, λίγο μετά το τέλος των σπουδών του, με τις ταινίες του Κάρλο Μπελόκιο κυρίως. Η γνωριμία του με τον Μάνο Χατζιδάκι ήταν καθοριστική στην πορεία του και τα χρόνια που μαθήτευσε κοντά του όρισαν τη φόρμα βάσει της οποίας κινήθηκε σε ολόκληρη την καριέρα του. Συνεργάστηκε με τους αδελφούς Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι στις πιο πολλές και σημαντικές ταινίες τους, όπως το «Χάος» και το «Φιορίλε», καθώς επίσης με τον Νάνι Μορέτι και τον Ισπανό Μπίγκας Λούνα. Σίγουρα όμως η σημαντικότερη περίοδος στη ζωή του ήταν η συμμετοχή του στις τρεις τελευταίες ταινίες του Φεντερίκο Φελίνι, «Τζίντζερ και Φρεντ», L’Intervista» και «Η φωνή του φεγγαριού».


Μπορεί o Νικόλα Πιοβάνι να είναι γνωστός για την κινηματογραφική μουσική του, σημαντικά όμως είναι και τα υπόλοιπα έργα του, με πιο γνωστά τα «La cantata del Buffo», «La cantata del fiore», «Quattro canti senza parole» και φυσικά το τρίο «Il demone meschino» και το «Il voro di mare» για 10 όργανα. Εχει γράψει μουσική για μπαλέτο και για μιούζικαλ, και έχει τιμηθεί κατά καιρούς με τα μεγαλύτερα βραβεία. Σε ένα διάλειμμα των αδιάκοπων ηχογραφήσεών του ο Νικόλα Πιοβάνι μπόρεσε να μας μιλήσει για τον καινούργιο δίσκο του «35 mm», ο οποίος περιέχει σημαντικές στιγμές από την επιτυχημένη καριέρα του.


­ Γιατί αποφασίσατε να κυκλοφορήσετε μια συλλογή με τη μουσική σας σε αυτό το στάδιο της καριέρας σας;


«Δεν ήταν δική μου απόφαση αλλά της εταιρείας. Δεν ήταν κακή ιδέα πάντως, όσο το ακούω μου αρέσει περισσότερο. Με κολακεύει ένας δίσκος με τα καλύτερά μου».


­ Πώς και πότε αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την κινηματογραφική μουσική;


«Δύο ήταν οι λόγοι: ο πρώτος ήταν η ταινία του Σιλβάνο Αγκόστι «Το μυστικό». Λίγο μετά, όταν ήμουν 20 χρόνων και έγραφα τη μουσική για κάποια ντοκυμαντέρ, με άκουσε και με κάλεσε στην ταινία του «Εις στο όνομα του πατρός» ο Κάρλο Μπελόκιο και έτσι μπήκα για τα καλά στον χώρο. Ο δεύτερος και σημαντικότερος λόγος όμως ήταν ότι εκείνη την περίοδο στην Ευρώπη μεσουρανούσαν δύο είδη μουσικής, η ποπ, με πολύ μεγάλη επιτυχία, και η αβάντ γκαρντ, και δεν μου άρεσε κανένα από τα δύο. Λάτρευα όμως το σινεμά και βρήκα διέξοδο σε αυτό για να κάνω διαφορετικά πράγματα».


­ Υπήρχε κάποια συγκεκριμένη ταινία που σας ενέπνευσε;


«Το «8 1/2″ του Φελίνι που πήγαινα και το έβλεπα ξανά και ξανά. Είχε γίνει ένα με το σώμα μου αυτή η ταινία».


­ Τι είναι σημαντικότερο για εσάς: να ακολουθείτε απλώς την πλοκή ή να δίνετε το προσωπικό σας στίγμα στην εκάστοτε ταινία;


«Δεν έχει νόημα να γράψεις μουσική όσο καλή κι αν είναι αν δεν ακολουθεί το νόημα της ταινίας. Η άποψή μου είναι ότι ένας καλός συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής πρέπει να βρει την καρδιά της ταινίας και από τους παλμούς της να δημιουργήσει το έργο του. Αν ακούγεται το ίδιο καλά και ξέχωρα τόσο το καλύτερο, είναι ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία. Οταν όμως ακούω τη μουσική του Ρότα δεν μπορώ να μη σκέπτομαι ταυτόχρονα τις ταινίες του Φελίνι. Στην κινηματογραφική μουσική δεν έχεις πολλά περιθώρια. Αυτό που προσπαθώ να κάνω κάθε φορά είναι η μουσική μου να κινείται στα ίδια συγκινησιακά επίπεδα που κινείται η εικόνα. Μου αρέσει να αφήνω το στίγμα μου, χωρίς όμως να κινούμαι σε διαφορετικό επίπεδο από τον σκηνοθέτη».





­ Δεν καλύπτετε όμως το εγώ σας σε κάθε ταινία;


«Η κάθε ταινία έχει τη δική της προσωπικότητα. Πρέπει να παραμερίζεις τις φιλοδοξίες σου όταν συνθέτεις ένα σάουντρακ και να ταυτίζεσαι με την ταινία».


­ Με ποιον τρόπο γράφετε τη μουσική;


«Γράφω τη μουσική με τον ίδιο τρόπο που δουλεύει και ο σκηνοθέτης. Παρακολουθώ τα διάφορα στάδια μοντάζ του οπτικού υλικού και κάθε φορά προσθέτω τη μουσική μου».


­ Ποιο είναι εκείνο το στοιχείο βάσει του οποίου επιλέγετε κάθε φορά να συμμετάσχετε σε μια ταινία;


«Πολλές φορές ο κύριος λόγος είναι η ίδια η ταινία αλλά τις πιο πολλές είναι ο σκηνοθέτης και η χημεία που δημιουργείται μεταξύ μας, οι εμπειρίες που απορρέουν από τη σχέση μας».


­ Αυτή την αίσθηση για τη μελωδία πώς την αποκτήσατε;


«Από τον δάσκαλό μου Μάνο Χατζιδάκι. Ηταν αυτός που μου είπε για πρώτη φορά ότι κατέχω ενστικτωδώς τη μελωδία αλλά μου επέστησε την προσοχή έτσι ώστε να μη μου γίνει αυτοσκοπός αλλά ένας ακόμη παράγοντας στις συνθέσεις μου».


­ Με τον Μάνο Χατζιδάκι πώς συναντηθήκατε;


«Συναντηθήκαμε το 1970 στην Ιταλία. Εκείνη την εποχή ο Μάνος ζητούσε έναν νέο διευθυντή ορχήστρας για να διευθύνει τα έργα του και στο πρόσωπό μου βρήκε αυτόν που έψαχνε, κάτι που με κολάκεψε πολύ βεβαίως. Εκείνος ήταν ήδη πολύ γνωστός. Εκείνη την περίοδο είχε πάρει το Οσκαρ, είχε συνεργασθεί με τον Ντασσέν και τον Καζάν, και η μουσική του ακουγόταν παντού».


­ Μπορείτε να περιγράψετε με λίγες λέξεις τον Μάνο Χατζιδάκι όπως τον γνωρίσατε εσείς;


«Ενας μεγάλος συνθέτης του οποίου η ελευθερία στην έκφραση πήγαζε από τη μοναδική αίσθηση ελευθερίας που τον συνόδευε και στη ζωή. Οι απόψεις του επηρέασαν βαθιά τη ζωή μου και την πορεία μου στη σύνθεση».


­ Σε ποια ταινία σας επηρεαστήκατε από τη μουσική του;


«Στην ταινία «Flavia, la Monaca Musulmana» (1974) η μουσική μου ήταν έντονα επηρεασμένη από την ελληνική μουσική. Ηταν η εποχή που άκουγα με πάθος όλες τις δουλειές του Χατζιδάκι».


­ Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι είστε διάσημος για την κινηματογραφική μουσική σας και όχι για τα υπόλοιπα έργα σας, που δεν είναι και λίγα;


«Ο κινηματογράφος είναι το όχημα που φέρνει τη μουσική σε πολύ μεγαλύτερα ακροατήρια. Είναι ένα πολύ πιο λαϊκό είδος διασκέδασης, που τα συνδυάζει όλα. Αυτό όμως δεν μειώνει καθόλου την αξία των υπόλοιπων έργων μου».


­ Ποια είναι η διαφορά όταν συνθέτετε για τον κινηματογράφο;


«Οταν συνθέτω για τον κινηματογράφο, υπάρχει μια ιδέα επάνω στην οποία βασίζομαι. Στα άλλα έργα πρέπει να δημιουργήσω εγώ την ιδέα και ίσως γι’ αυτό να είναι πιο δύσκολο».


­ Σε τι σας άλλαξε το Οσκαρ;


«Δεν άλλαξε σε τίποτε τη ζωή μου, ήταν μια επιβράβευση του έργου μου και ως τέτοιο μόνο μπορώ να το δω».


­ Γνωρίσατε για πρώτη φορά τον Ρομπέρτο Μπενίνι στη «Φωνή του φεγγαριού»;


«Οχι, με τον Ρομπέρτο γνωριστήκαμε πριν από αρκετά χρόνια, απλώς είχαμε την ευκαιρία να συνεργαστούμε τώρα».


­ Πώς είναι να δουλεύει κανείς με τον Μπενίνι;


«Είναι πολύ δύσκολο να απαντήσω, γιατί ο Ρομπέρτο Μπενίνι είναι πολυδιάστατη προσωπικότητα. Δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση την κλασική περίπτωση σκηνοθέτη. Είναι πραγματική απόλαυση να δουλεύεις μαζί του».


­ Μπορείτε να θυμηθείτε μία στιγμή από τη συνεργασία σας με τον Φεντερίκο Φελίνι;


«Τα πάντα. Θυμάμαι τα πάντα. Ο Φελίνι για μένα ήταν τα πάντα, πώς θα μπορούσα να απομονώσω κάτι από αυτόν; Ηταν ο απόλυτος ποιητής του κινηματογράφου. Ο κινηματογράφος με το έργο του χωρίστηκε στην πριν και στη μετά Φελίνι εποχή. Με τον Φελίνι πέρασα 11 υπέροχα χρόνια και ας κάναμε μαζί μόνο τρεις ταινίες. Με τους αδελφούς Ταβιάνι, για παράδειγμα, μπορεί να δουλέψαμε σε περισσότερες ταινίες, όμως η σχέση μας παρέμεινε σε επαγγελματικό και μόνο επίπεδο».


­ Εχετε σκεφθεί να ασχοληθείτε με άλλα είδη ταινιών, με τις ταινίες τρόμου για παράδειγμα;


«Αν και το έχω κάνει, δεν είναι οι ταινίες που μου προσφέρουν τα κατάλληλα κίνητρα για να δημιουργήσω. Τους λείπει η ευαισθησία και η αγάπη για τον άνθρωπο».