Στην εκπνοή του 20ού αιώνα και ενώ στο διάστημα της τελευταίας 15ετίας εμφανίστηκαν στην ελληνική οικονομική ζωή πλήθος νέες και δυναμικές εν πολλοίς επιχειρήσεις, τα λεγόμενα νέα επιχειρηματικά «τζάκια», υπάρχουν αρκετές βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις που είτε έχουν κλείσει ή σύντομα πρόκειται να γιορτάσουν την πρώτη εκατονταετία της ζωής τους. Είναι κάποιες γνωστές και άγνωστες επιχειρήσεις που συνεχίζουν την οικονομική δραστηριότητά τους, οι περισσότερες μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ στα ίδια αυτά χρόνια κάποιες άλλες περισσότερο γνωστές έπαψαν να υπάρχουν. Στην καταγραφή της ιστορίας τους, η οποία επί της ουσίας αποτελεί ιστορία της ελληνικής οικονομίας, αποβλέπει η έρευνα του «Βήματος της Κυριακής».



Δεν είναι πολλές οι οικογένειες που έλκουν τις επιχειρηματικές ρίζες τους από τον εξωελλαδικό Ελληνισμό, είτε της Μικράς Ασίας είτε της Αιγύπτου ή της Μαύρης Θάλασσας, και διατήρησαν τη συνέχεια ως και τις ημέρες μας· εκεί όπου από τα τέλη ακόμη του περασμένου αιώνα πρωτίστως αναπτύχθηκε η ελληνική επιχειρηματική δραστηριότητα και είναι αλήθεια ότι γνώρισε χρήμα και δόξα.


Η οικογένεια Συμεώνογλου, ανήκει στη χορεία των «ολίγων» η δραστηριότητα των οποίων εκτεινόταν ­ δεκαετίες προτού εμφανισθούν στον ελλαδικό χώρο ­ από τα Αδανα της Μικράς Ασίας ως την Αμβέρσα. Και φυσικά δεν έλειψαν οι «υψηλές γνωριμίες» της εποχής…


* Τα πρώτα βήματα


Ο Ελ. Βενιζέλος ήταν «προνομιακός» φίλος των Συμεώνογλου και η επένδυση στον ερημικό όρμο του Αγίου Γεωργίου, στο Κερατσίνι, σε παρότρυνση αυτού οφείλεται, ενώ έχουν καταγραφεί στην οικογενειακή ιστορία τους οι αγώνες μπριτζ του τότε πολιτικού ηγέτη με τον Αρ. Συμεώνογλου στη Μασσαλία.


Η οικογένεια Συμεώνογλου ήταν από τις σπουδαιότερες επιχειρηματικές οικογένειες της Μικράς Ασίας. Διέθεταν στην Καισάρεια μύλο με την επωνυμία Συμεώνογλου Υιοί & Ποδούρογλου ΟΕ και κλωστοϋφαντουργείο στα Αδανα. Επίσης, σε συνεργασία με τους χιώτες αδελφούς Δάρα, είχαν κοινή εταιρεία με υποκατάστημα στη Μασσαλία και γραφείο στην Αμβέρσα με αντικείμενο την επεξεργασία και εμπορία δημητριακών και οσπρίων, ενώ διέθεταν και ριζόμυλο. Ο «ηγέτης» της οικογένειας, της δεύτερης γενιάς, ο Αριστείδης, είχε προβλέψει τη μικρασιατική καταστροφή και «είχε βγάλει αρκετά λεφτά έξω από την τότε Τουρκία».


Η γνωριμία των Αριστείδη και Αλέξανδρου Συμεώνογλου με τον Ελευθέριο Βενιζέλο δεν είναι εξακριβωμένο πώς έγινε. Ο κ. Ι. Οικονόμου, σύμβουλος μάρκετινγκ της εταιρείας, σε σχετική ανέκδοτη μελέτη για την ιστορική διαδρομή της αναφέρει σχετικά ότι «κατά μία πληροφορία η πρώτη συνάντηση – γνωριμία του Αριστείδη Συμεώνογλου με τον Ελευθέριο Βενιζέλο πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο, στο σπίτι του μεγαλεμπόρου Σκυλίτση ­ χιώτικης καταγωγής ­, με τη μεσολάβηση των συμπατριωτών του Αφών Δάρα. Ο Ε. Βενιζέλος είχε παντρευτεί την Ελενα, κόρη Σκυλίτση. Ετέρα πληροφορία αναφέρει ως μεσολαβητή τον μεγαλεπιχειρηματία Ροδοκανάκη, στη Μασσαλία, φίλο του έτερου αδελφού Συμεώνογλου, Κωνσταντίνου, 1875-1908».


Το 1926 ιδρύεται η εταιρεία Μύλοι Αγίου Γεωργίου ΑΕ με βασικούς μετόχους τον Αριστείδη και τον Αλέξανδρο Συμεώνογλου και μετοχικό κεφάλαιο 100.000 λίρες Αγγλίας και 20.000 μετοχές.


Για να αντιληφθεί κανείς την προνομιακή μεταχείριση της οικογένειας αξίζει να αναφερθεί η πικρία του άλλου Μικρασιάτη, του Πρόδρομου Μποδοσάκη – Αθανασιάδη, όπως καταγράφεται στην αυτοβιογραφία του, που είναι γραμμένη σε τρίτο πρόσωπο: «Κατόπιν πρότεινε (σ.σ.: ο Μποδοσάκης) στον Διομήδη να βάλει τα μισά κεφάλαια η Εθνική Τράπεζα για να ανοίξουν έναν μεγάλο αλευρόμυλο στον Πειραιά. Συμφώνησε κατ’ αρχήν ο Διομήδης. Αλλά τελικά δεν έδωσε την απαιτούμενη άδεια η κυβέρνηση για μη θιγούν οι άλλοι αλευροβιομήχανοι. Αργότερα όμως η κυβέρνηση έδωσε άδεια στους Συμεώνογλου και έφτιαξαν τους Μύλους Αγίου Γεωργίου» («Μποδοσάκης», εκδόσεις Ερμειάς, χ.χ.έ.).



Δημιουργούν εταιρεία ριζόμυλου στη Μασσαλία, η οποία στη δεκαετία του 1970 πωλήθηκε και σήμερα ονομάζεται Unipol ­ πρόκειται για τη μεγαλύτερη σήμερα ελαιουργία της Γαλλίας ­, και επιχείρηση αγροτικής εκμετάλλευσης στην Αυστρία, η οποία όμως χάθηκε το 1939 με την επικράτηση του ναζισμού. Η δημιουργία των τριών επιχειρήσεων υπακούει σε μια συγκεκριμένη οικογενειακή λογική. Ο Αριστείδης Συμεώνογλου διέθετε τρεις γιους!


* Ο Σπράος στο τιμόνι


Η ανέγερση του εργοστασίου και η λειτουργία του ολοκληρώθηκαν τον Μάιο του 1929. Διευθύνων σύμβουλος και γενικός διευθυντής ανέλαβε ο Μεν. Σπράος (πατέρας του κ. Ι. Σπράου, οικονομικού συμβούλου του σημερινού πρωθυπουργού κ. Κ. Σημίτη) και σύντομα τα προϊόντα των νέων μύλων κερδίζουν σημαντικό έδαφος στην αγορά της Αττικής και των Κυκλάδων. Η οικονομική κρίση που σημάδεψε την περίοδο του Μεσοπολέμου όμως είναι προ των πυλών…


Ο κ. Ι. Οικονόμου στην προαναφερθείσα μελέτη του καταγράφει ότι «οι συναλλαγματικές δυσχέρειες και η οικονομική κρίση οδηγούν την κυβέρνηση στη λήψη μέτρων για περιορισμό της κατανάλωσης ψωμιού. Μελετήθηκε η πρόταση να καταναλίσκεται το ψωμί την επομένη της παρασκευής του ­ μπαγιάτικο. Αυξάνονται οι πιστώσεις των Μύλων στους πελάτες τους, παρά τον κίνδυνο της υποτίμησης. Οι αρτοποιοί πωλούν το 50% της ημερησίας παραγωγής τους και αυτοί επί πιστώσει».


Το 1933 αίρεται η διατίμηση του ψωμιού και η τιμή του αυξάνεται, εμφανίζεται κερδοσκοπία, γεγονός που δημιουργεί πολιτικό πρόβλημα στην τότε κυβέρνηση, και το 1934 έκανε επισήμως την εμφάνισή του το «καρτέλ» στον κλάδο της αλευροβιομηχανίας. Οι αλευροβιομηχανίες προκειμένου να περιορίσουν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό τιμών συνέστησαν διάφορες εταιρείες, με αρχικώς ιδρυθείσα την Ανώνυμη Εταιρεία Διαθέσεως Προϊόντων Αλευρομύλων. Το γεγονός αυτό ανάγκασε την κυβέρνηση να θεσπίσει νόμο με τον οποίο απαγορεύθηκε η δημιουργία των «καρτέλ».


* Επιθετική εξαγορά


Το 1936 είναι μια από τις πιο σημαντικές χρονιές στην ιστορική διαδρομή των Μύλων. Ο πόλεμος κάνει την εμφάνισή του στη διεθνή σκηνή. Τότε οι Μύλοι Αγίου Γεωργίου αποκτούν σε δημόσιο πλειστηριασμό τον κυλινδρόμυλο Α. Γ. Τριάντη στην Πάτρα. Η απόκτηση της νέας βιομηχανικής μονάδας δίνει τη δυνατότητα στην οικογένεια Συμεώνογλου να διευρύνει την παρουσία της στην αγορά.


Το 1940, με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, αποχωρεί από την εταιρεία, για λόγους υγείας, ο Αρ. Συμεώνογλου και τον διαδέχεται ο Ανδρέας Συμεώνογλου. Σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής το σύνολο σχεδόν των αλευροβιομηχανιών αναστέλλει τη λειτουργία του. Δύο μόνο μύλοι υπολειτουργούν: οι Μύλοι Αγίου Γεωργίου και οι Κυλινδρόμυλοι Αττικής. Η πρώτη τίθεται υπό την αιγίδα του Διεθνούς Κομιτάτου του Ερυθρού Σταυρού. Και το 1943 παραιτείται από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου ο Μεν. Σπράος και τη θέση του καταλαμβάνει ο Κ. Συμεώνογλου.


Μετά την απελευθέρωση οι Μύλοι Αγίου Γεωργίου ανασυγκροτούνται και επανακαταλαμβάνουν την ηγετική θέση τους στον κλάδο και το 1951 η εταιρεία εισάγεται στο Χρηματιστήριο. Στη δεκαετία του 1960 προχωρούν σε μια μεγάλη επένδυση αγοράζοντας αυτόματες συσκευαστικές μηχανές και το 1966 (περίπου) δημιουργούν μια καινούργια αγορά, του επώνυμου σε μικρή συσκευασία πακέτου αλεύρου, του ενός και του μισού κιλού, και το δίκτυο διανομής το αποτελούν τα παντοπωλεία και τα σουπερμάρκετ της εποχής. Το 1967 εξαγοράζουν τον δεύτερο μεγαλύτερο μύλο του λεκανοπεδίου, τους Μύλους Αττικής, τον οποίο και λειτουργούν ως το 1985. Το 1981 πεθαίνει ο Ανδ. Συμεώνογλου και τη διοίκηση της εταιρείας αναλαμβάνει ο Ι. Βουδούρογλου ως το 1985 που αναλαμβάνει ο κ. Αριστείδης Συμεώνογλου, όταν η εταιρεία βρίσκεται ήδη αντιμέτωπη με το φάσμα της χρεοκοπίας, ο οποίος, όπως λέει, «δεν υπήρξε επιχειρηματίας αλλά βιομήχανος».


Στη δεκαετία του 1990, που αποδεικνύεται τελικώς η κρισιμότερη στην ιστορία της, η εταιρεία εκσυγχρονίζεται ριζικά ανανεώνοντας τον μηχανολογικό εξοπλισμό της, με δυναμικότητα 800 τόνων ανά 24ωρο. Το 1997 η εταιρεία επεκτείνεται πέραν των ελληνικών συνόρων αποκτώντας τον έλεγχο του μεγαλύτερου αρτεργοστασίου της Ρουμανίας και συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο του μεγαλύτερου μύλου της Γεωργίας. Επίσης εξαγοράζουν τη βιομηχανία ζυμαρικών Στέλλα ΑΕ.


* Πώς χάθηκαν οι μετοχές


Ωστόσο, ενώ ως το 1990 η οικογένεια Συμεώνογλου (πέντε αδέλφια της δεύτερης γενιάς και οκτώ παιδιά της τρίτης γενιάς) κατείχε το 51% των μετοχών, αρχίζουν έκτοτε σταδιακά να πωλούν στο Χρηματιστήριο, δοθείσης ευκαιρίας. Οταν ανέλαβε ο κ. Α. Συμεώνογλου το 1985, δεν κατείχε ούτε μία μετοχή των Μύλων.


Τον Μάιο του 1999, όταν ο κ. Κ. Λούλης αρχίζει να «μαζεύει» μετοχές από το Χρηματιστήριο, ο κ. Συμεώνογλου διέθετε το 4%. «Τόσες είχα καταφέρει να μαζέψω» λέει ο ίδιος και, ερωτώμενος σχετικά με το ενδιαφέρον που επεδείκνυαν οι άλλοι μέτοχοι, αναφέρει ότι «αδιαφορούσαν για το μέλλον της εταιρείας». Τότε ο κ. Λούλης, ο οποίος προέρχεται από αντίστοιχη «οικογένεια μυλωνάδων» και διέθετε τη δεύτερη σε μέγεθος αλευροβιομηχανία της ελληνικής αγοράς, κατόρθωσε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να αποκτήσει το 52% των Μύλων Αγίου Γεωργίου ΑΕ, και να κυριαρχήσει απολύτως στον κλάδο…