Εκατό χρόνια μετά την κήρυξη εκείνου του πολέμου στη Νότια Αφρική, μαύροι και λευκοί, Νοτιοαφρικανοί, Βρετανοί και ιθαγενείς βιώνουν τις συνέπειές του. Ο πόλεμος των «λευκών ανδρών», όπως ονομάστηκε από τους Αφρικανούς, που κήρυξε η βρετανική κυβέρνηση στη Δημοκρατία του Τρανσβάαλ το 1899 με αφορμή τον έλεγχο των χρυσωρυχείων και αιτία την αναδυόμενη νοτιοαφρικανική ενότητα, συνέχισε να επηρεάζει τις νοτιοαφρικανικές πολιτικές εξελίξεις ως τα μέσα του 20ού αιώνα




Πλούσια υπεδάφη σε ευγενή και πολύτιμα μέταλλα, γόνιμα εδάφη, ατέλειωτες φυτείες, έγχρωμοι κάτοικοι… Ο παράδεισος της Αφρικανικής ηπείρου έγινε μήλο της έριδος για τους ευρωπαίους αποικιοκράτες από τον 16ο κιόλας αιώνα. Οι αυτόχθονες αφρικανικοί λαοί των Βουσμάνων, των Ουτεντότων και των Μπαντού, υποδέχθηκαν τους πρώτους λευκούς εποίκους από την Ολλανδία, στο τέλος του 16ου αιώνα, δημιουργώντας γενιά με τη γενιά τους Νοτιοαφρικανούς, μια ισχυρή εθνική οντότητα, με δική τους γλώσσα ­ νοτιοαφρικανική ­ δικό τους πολιτισμό, δική τους κλειστή για τους γηγενείς μαύρους κοινωνία.


Η επέλαση των αποικιοκρατών συνεχίστηκε καθώς οι ευρωπαϊκές μητροπόλεις επιδίδονταν σε μια διαρκή όσο και αιματηρή επίδειξη δύναμης και κυριαρχίας, με αποτέλεσμα οι αφρικανικές φυλές να διώκονται από τη γη τους, να ταπεινώνονται, να συρρικνώνονται, να εξουσιάζονται από τους πολιτισμένους χριστιανούς κατακτητές… Μαζί τους και οι Νοτιοαφρικανοί που έβλεπαν τους νέους εποίκους να διασφαλίζουν εδάφη, υπεδάφη, λιμάνια, περιοχές, συχνά ανήμποροι να αντιδράσουν. Στα τέλη του 19ου αιώνα άρχισε να αμφισβητείται έντονα η ισχυρή βρετανική κυριαρχία και να αναπτύσσεται η διαμάχη ανάμεσα σε αγγλόφωνους πληθυσμούς, που μεγάλωνε όσο νέα κοιτάσματα χρυσού και διαμαντιών ανακαλύπτονταν στη Νότια ιδίως Αφρική.


Το «τοπίο» των ανθρώπων


Οπου οι Νοτιοαφρικανοί διαπραγματεύονταν ή διεκδικούσαν προνόμια έναντι των βρετανών κυρίως αποικιοκρατών, τα… απολάμβαναν και έπαυαν να ενδιαφέρονται για τον αφρικανικό πληθυσμό, εκτός από την… εξασφάλιση της εργασίας τους. Με άλλα λόγια, οι Αφρικανοί συνέχιζαν να ζουν στη γη τους, που όριζαν πλέον οι λευκοί, σαν «σκουότερς», τους καλούσαν δηλαδή μόνο για δουλειά και τους περιόριζαν σε χωριστούς οικισμούς, από όπου δεν τους επέτρεπαν να μετακινούνται χωρίς άδεια και λόγο προς τις πόλεις των λευκών.


Οι Νοτιοαφρικανοί ή Μπόερς, όπως ονομάστηκαν στη δική τους γλώσσα, τα «ντάτσικα», παραγκωνίστηκαν ως κτηνοτρόφοι και μεγαλοκτηματίες. Εκμεταλλευόμενοι τις ρίζες που είχαν πλέον αποκτήσει, μετά από γενιές δύο αιώνων, στη Νότιο Αφρική, είχαν τους έγχρωμους γηγενείς ως απασχολούμενους στις φάρμες που διατηρούσαν. Το ίδιο επιδίωξαν και οι Βρετανοί. Το 1899 οι Αφρικανοί που εργάζονταν στα ορυχεία ανέρχονταν σε 97.000 ενώ οι Νοτιοαφρικανοί άρχισαν να τους θεωρούν ως υπολογίσιμο μέγεθος, απειλούμενοι από αυτούς στη σκληρή και ανταγωνιστική αγορά εργασίας.


Με αφορμή το ανεξάρτητο και πλούσιο Τρανσβάαλ, οι Βρετανοί το 1899 κηρύσσουν πόλεμο κατά αυτής της Δημοκρατίας, κίνηση που σύντομα συσπείρωσε όλο τον νοτιοφρικανικό πληθυσμό αλλά και τους γηγενείς κατά της βρετανικής κυριαρχίας. Οι Βρετανοί ωστόσο δεν ήταν απροετοίμαστοι. Οι πληροφορίες τους, από καιρό, μιλούσαν για σκαμμένα χαντάκια, χρήση ασύρματου τηλεφώνου, χακί στολές και αγκαθωτά σύρματα σε αποψιλωμένες περιοχές, κατοπινά πεδία μάχης. Οι υψηλές προδιαγραφές ενός νέου ταχύτατου φλογοβόλου όπλου των Νοτιοφρικανών επιβεβαιώθηκαν σύντομα με τον πιο κυνικό τρόπο ενώ οι Βρετανοί προσπαθούσαν να αντιτάξουν στον οπλισμό των Μπόερς το ιππικό, τις καραμπίνες τους και την… ανωτερότητα λόγω καταγωγής.


Ηταν τα δύο τελευταία χρόνια του πολέμου όταν οι Μπόερς πολεμούσαν χωρίς μεγάλες ελπίδες αλλά με πολύ κουράγιο όταν οι Βρετανοί επινόησαν τη θεωρούμενη ως καινοτομία του αιώνα, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Προκειμένου να προλάβουν τους νοτιοφρικανούς κομάντος από το να επιστρέψουν στις φάρμες τους για τροφή και προστασία, τους περικύκλωσαν μαζί με τις οικογένειές τους και τους συγκέντρωσαν σε στρατόπεδα. Είκοσι πέντε χιλιάδες γυναικόπεδα των Μπόερς πέθαναν μέσα στα ασφυκτικά γεμάτα κόσμο και ασθένειες στρατόπεδα ενώ οι άνδρες των οικογενειών οδηγούνταν κάτω από ταπεινωτικές συνθήκες σε συμβιβασμό. Το τραύμα τους δεν επουλώθηκε εύκολα.


Οι αφρικανικές δημοκρατίες, ρημαγμένες τελικά από τη βρετανική τακτική της ερήμωσης της υπαίθρου και του εγκλεισμού του αστικού πληθυσμού, υπέγραψαν τους όρους της παράδοσης, το 1902, όπου μεταξύ άλλων δέχονταν ότι οι μη λευκοί θα έμεναν χωρίς πολιτικά δικαιώματα ωσότου αποκατασταθεί η αυτοκυβέρνηση. Εφόσον η πολιτική χειραφέτηση των μη λευκών εξαρτιόταν από ένα εκλογικό σώμα λευκών, η συνθηκολόγηση καθιέρωνε για πάντα τον συνεχή αποκλεισμό τους από την πολιτική εξουσία.


Οι μακροχρόνιες συνέπειες


Οι αντιθέσεις που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου χειροτέρεψαν με την ήττα και επηρέασαν τη νοτιοαφρικανική πολιτική εξέλιξη ως τα μέσα του εικοστού αιώνα. Τα γεγονότα που επαναλαμβάνονταν στο πέρασμα των χρόνων ήταν μια αδιάκοπη προσπάθεια των εθνικιστών πολιτευτών με στόχο την ενοποίηση όλης της επικράτειας των Νοτιοαφρικανών.


Ενενήντα χρόνια μετά, με το Κόμμα του Νέλσον Μαντέλα δυναμωμένο και νόμιμο στην πολιτική ζωή του τόπου ­ μέσα και από μια άλλη ανοιχτή πληγή, τη δοκιμασία του απαρτχάιντ ­, γεννήθηκε έντονη η ανάγκη για διαφάνεια των χρόνων εκείνων. Δεν αφορούσε ωστόσο τους ντόπιους και τις δικές τους συναλλαγές με τους Μπόερς όσο τη σχέση των Βρετανών και με τους δύο. Η πρώτη μεταπολεμική γενιά ήταν αρκούντως τραυματισμένη για να θέλει να μιλήσει σχετικά με αυτό ­ ως το 1934 μόνο οκτώ απομνημονεύματα είχαν δημοσιευθεί στην τοπική γλώσσα.


Οι κατηγορίες για τα στρατόπεδα


Το βιβλίο που σήμανε το τέλος της απαγόρευσης ­ της Σάρα Ράαλ ­ κυκλοφορούσε σε χειρόγραφο για 30 χρόνια. Ηταν ωστόσο αυτό που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Κατηγορήθηκαν οι Βρετανοί για τους εγκλεισμούς σε στρατόπεδα τόσων χιλιάδων αμάχων όπως και για πιο ακραίες πράξεις ­ ως και τριμμένα γυαλιά λεγόταν ότι ανακάτευαν με την τροφή των γυναικόπεδων προκαλώντας τους φρικιαστικό όσο και επώδυνο θάνατο. Το γεγονός βέβαια ότι δεν υπήρχε καμιά απόδειξη για να στηρίξει αυτά τα μυθεύματα(;) δεν απέτρεψε την ευρεία διάδοσή τους. Η επέτειος και ο εορτασμός του σκληρού αγώνα που έκαναν οι Μπόερς κατά των Αγγλων άγγιξε τις καρδιές των Αφρικανών, λειτούργησε σαν ισχυρό τονωτικό στον άλλο αγώνα τους, στα μέσα του εικοστού αιώνα πλέον, για δημοκρατικό καθεστώς.


Οι εκλογές του 1999 ίσως σήμαναν το τέλος του ακραίου εθνικισμού στη Νότια Αφρική με τη συντριβή του κόμματος του Viljoen, που υποσχόταν στους αφρικανούς ψηφοφόρους του ένα ξεχωριστό volkstaat, μια καινούργια δημοκρατία των Μπόερς στο εσωτερικό της χώρας. Το επίσημο τέλος του απαρτχάιντ απελευθέρωσε όμως τόσο τους Αφρικανούς όσο και τους Νοτιοαφρικανούς. Αφησαν πίσω τους τον εφιάλτη του ρατσισμού, που τους έκανε άλλωστε τόσο κακό για την εικόνα τους στον δυτικό κόσμο. Θρηνούν για τις απώλειες που προκάλεσε όλα αυτά τα χρόνια. Πολλοί έχουν αρχίσει να θεωρούν τον Βέρβερντ τον Χίτλερ της Αφρικής, με το κύμα εθνικισμού που επέφεραν οι απόψεις του και η τακτική του τη δεκαετία του ’60.


Το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο του Νέλσον Μαντέλα δέχθηκε πρόσφατα ­ αν και κάπως αδέξια ­ την επέτειο του πολέμου αλλά μοιάζει περισσότερο με κίνηση τακτικής. Οι πιο κυνικοί άλλωστε είπαν ότι έτσι μπορεί να τρέφει ελπίδες ότι θα προσελκύσει και κάποιους τουρίστες…