Ο πρίγκιπας πεθαίνει





«Nunc et in hora mortis nostrae. Amen» («Τώρα και την ώρα του θανάτου μας. Αμήν»). Η φράση που ανοίγει το μυθιστόρημα Ο Γατόπαρδος είναι ενδεικτική του περιεχομένου του. Γιατί το θέμα του μοναδικού μυθιστορήματος του Τζιουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα είναι μια ιστορία παρακμής με σημαντικές ιστορικές παραπομπές και έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία. Η πτώση της σικελικής αριστοκρατίας περί τα μέσα του προηγούμενου αιώνα παρουσιάζεται με ικανές δόσεις ειρωνείας και αυτοσαρκασμού από τον κεντρικό της ήρωα, τον πρίγκιπα Φαμπρίτσιο ντι Σαλίνα. Παράλληλα ο τίτλος παραπέμπει στη μεταφορά του μυθιστορήματος στη μεγάλη οθόνη, στην ομώνυμη ταινία του Λουκίνο Βισκόντι. Ποιος είναι όμως αυτός ο περίφημος Γατόπαρδος; Ηδη από τον τίτλο διαφαίνεται η ιδιαίτερη σχέση του συγγραφέα με το δημιούργημά του. Γιατί μπορεί στον κόσμο του μυθιστορήματος η λέξη να αναφέρεται στον πρίγκιπα Ντι Σαλίνα, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για το οικόσημο της οικογενείας του ίδιου του συγγραφέα, που απεικόνιζε μια λεοπάρδαλη ανορθωμένη στα πίσω πόδια της, έναν «μυστακοφόρο Γατόπαρδο που χόρευε στην πρόσοψη της επαύλης, πάνω στο αέτωμα των εκκλησιών, πάνω από τις κρήνες, στα σμαλτωμένα πλακάκια των σπιτιών».



Ο πρίγκιπας Τζιουζέπε Μαρία Φαμπρίτσιο Σαλβατόρε Στέφανο Βιτόριο Τομάζι γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1896 στο Παλέρμο. Η πλούσια ακολουθία των ονομάτων του φανερώνει την αριστοκρατική καταγωγή του. Πράγματι πρόκειται για τον γόνο ενός παλαιού αριστοκρατικού οίκου της Σικελίας. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μοιράστηκε ανάμεσα σε πνευματικές και σε πολεμικές ασχολίες. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ρώμης και στο Πανεπιστήμιο της Γένοβας και υπηρέτησε στον πόλεμο του 1914-1918. Το διάστημα 1926-1928 ανέπτυξε λογοτεχνική δραστηριότητα δημοσιεύοντας τρία κριτικά δοκίμια και μια βιβλιοκρισία και μία πενταετία αργότερα παντρεύτηκε κρυφά την εκλεκτή της καρδιάς του Αλεξάνδρα Βολφ-Στόμερσι.


Ο θάνατος του πατέρα του το 1934 του χάρισε τον τίτλο ευγενείας του πρίγκιπα Ντι Λαμπεντούζα, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος όμως κατέστρεψε ολοκληρωτικά την οικογενειακή έπαυλη. Μετά το τέλος του πολέμου ο τελευταίος πρίγκιπας της δυναστείας άσκησε τις λογοτεχνικές δραστηριότητές του σε σαλόνια επιφανών καλλιτεχνών και κατά το διάστημα 1955-1956 συνέθεσε τον «Γατόπαρδο», το μυθιστόρημα που του χάρισε την υστεροφημία. Ο ίδιος όμως δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο. Εναν χρόνο μετά την ολοκλήρωση του έργου πέθανε στη Ρώμη από ανίατη ασθένεια.


«Ολο το βιβλίο είναι ειρωνικό, πικρό και όχι χωρίς κάποια κακία. Πρέπει να διαβαστεί με μεγάλη προσοχή γιατί κάθε λέξη είναι ζυγισμένη και κάθε επεισόδιο έχει μια κρυφή σημασία» ανακοινώνει ο συγγραφέας τον Μάιο του 1956, όταν παρουσιάζει το βιβλίο του. «Ολοι περιγράφονται με αρνητικά χρώματα: ο πρίγκιπας και ο τολμηρός ανιψιός του, οι οπαδοί των Βουρβώνων και οι φιλελεύθεροι και κυρίως η Σικελία του 1860».


Το μυθιστόρημα καλύπτει γεγονότα της περιόδου 1860-1910 και διαδραματίζεται στη φανταστική τοποθεσία «Ντοναφουγκάτα». Και αυτή η ονομασία είναι προσεκτικά επιλεγμένη. Γιατί η εικόνα της «γυναίκας που τράπηκε σε φυγή» μπορεί να παραλληλιστεί με τα μεγαλεία και τα προνόμια μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης.


Η υπόθεση ξεκινά τον Μάιο του 1960 με την παρουσίαση της οικογένειας Ντι Σαλίνα, όπου ξεχωρίζει ο φιλόδοξος ανιψιός του πρίγκιπα Τανκρέντι. Ο πλούτος και η αίγλη της οικογενείας αποκαλύπτονται μέσα από τη λεπτομερή περιγραφή εντυπωσιακών εδεσμάτων, ωστόσο τα ειρωνικά σχόλια του πρίγκιπα δείχνουν ότι η υπάρχουσα τάξη τρίζει συθέμελα. Η δεύτερη ενότητα, που διαδραματίζεται τον Αύγουστο του ιδίου έτους, μας φέρνει σε επαφή με τη νέα τάξη. Ο Ντον Καλότζερο δεν έχει ούτε αριστοκρατικό ανάστημα ούτε ανάλογη καταγωγή· έχει όμως αναμφισβήτητα μεγάλη περιουσία, μοναδική κληρονόμος της οποίας είναι η κόρη του Αντζέλικα, η ζουμερή χωριατοπούλα με τις κοντές γάμπες και μυρωδιά κρέμας και φράουλας.


Πέντε μήνες μετά ο Τανκρέντι ζητεί το χέρι της Αντζέλικα, απόφαση που ο πρίγκιπας αντιμετωπίζει με τρυφερότητα, καθώς «θα του εξασφάλιζε σαρκική ικανοποίηση, πράγμα εφήμερο, αλλά και οικονομική γαλήνη, πράγμα παντοτινό». Παράλληλα η ένωση της Σικελίας με την υπόλοιπη Ιταλία από τον Γκαριμπάλντι σημαίνει την πτώση της σικελικής αριστοκρατίας, γεγονός που ο πρίγκιπας αποδέχεται με στωικότητα και ειρωνεία: «Ερχονται να μας διδάξουν καλούς τρόπους, αλλά δεν θα τα καταφέρουν γιατί είμαστε θεοί».


Ο αρραβώνας των δύο νέων αποτελεί αφορμή για μια περιήγηση τόσο στη φανταστική έπαυλη των Σαλίνα όσο και στην πραγματική των Λαμπεντούζα, όπου παλαιά κειμήλια στενάζουν κάτω από τον πόθο των δύο εραστών. Τα δύο τελευταία κεφάλαια αποτελούν μια σύμπτυξη της πτώσης καθώς αφηγούνται αντίστοιχα τον θάνατο του πρίγκιπα τον Ιούλιο του 1883 και τη θλιβερή αξιοπρέπεια των τριών γεροντοκόρων θυγατέρων του 17 χρόνια μετά.


Το βιβλίο διαβάζεται με πολλούς τρόπους: ως ιστορικό μυθιστόρημα, ως μυθιστόρημα με έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, ως συμβολική αναπαράσταση συγκεκριμένων ή και επαναλαμβανόμενων κοινωνικών αλλαγών ή απλά ως ένα μυθιστόρημα που κυλάει απνευστί. Η ελληνική έκδοση με τον άρτιο λόγο της μετάφρασης και τις πλούσιες παραπομπές ενδείκνυται για κάθε επιλογή.