«Το τίμημα της αγάπης είναι η λύπη»


Εισιτήρια, δημοσιεύματα, κριτικές, όλα είναι προσωρινά. Αλάνθαστος, μοναδικός, αδιάψευστος κριτής, ο χρόνος. Το «Star Wars» του Τζορτζ Λούκας αποταμιεύει τόνους δολαρίων. Το Χόλιγουντ τρέχει, καλπάζει, κερδίζει. Πέρα από κάθε αμφιβολία, είναι ο λαγός του (κινηματογραφικού) χρηματιστηρίου. Ο Ιρανός Αμπάς Κιαροστάμι «κυκλοφορεί» με ρυθμό… χελώνας. Οι δύο άκρες του κινηματογραφικού σύμπαντος: ο Λούκας είναι το maximum, ο Κιαροστάμι το minimum. Απόλυτη τεχνική από τη μία, απόλυτη ποίηση από την άλλη. Ανάμεσά τους μεσολαβεί χάσμα. Δύο κινηματογράφοι, δύο σχολές, δύο απόψεις, δύο επιλογές. Ο Λούκας μονομαχεί με όλα τα μέσα: ορατά και αόρατα. Διαφημιστικές ρουκέτες, βομβαρδισμός δημοσιευμάτων, πύραυλοι τεχνικών εφέ. Ο Κιαροστάμι «κατεβαίνει» με άδεια χέρια. Ούτε καν με το ξίφος του Ντ’ Αρντανιάν. Αοπλος και ανυπεράσπιστος. Ο έσχατος. Χωρίς… γραβάτα! Τον θυμάμαι σαν τώρα.


Οταν, τον Μάιο του 1997, διέσχισε τον διάδρομο του Palais du Festival των Καννών για να παρευρεθεί στην πρώτη προβολή της ταινίας του «Γεύση από κεράσι», φορούσε άσπρο πουκαμισάκι της… Αιόλου χωρίς την απαραίτητη γραβάτα. Σαν απλός, «αόρατος» επαρχιώτης που ανηφορίζει την Αγίου Κωνσταντίνου με κατεύθυνση την Ομόνοια. Δύο 24ωρα μετά κέρδιζε τον Χρυσό Φοίνικα στην ίδια αίθουσα που έσφυζε από τουαλέτες, πολύτιμους λίθους και σμόκιν. Η μισή αφρόκρεμα της κινηματογραφικής υφηλίου υποκλινόταν στη σκόνη, στα νταμάρια και στο χώμα του Ιράν! Δύο χρόνια και τέσσερις μήνες μετά από αυτό τον θρίαμβο στις Κάννες, τον συνάντησα στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Το πρώτο μου ραντεβού με τη… Χελώνα. Από το στόμα του έσταζαν μικρές σοφίες ζωής: «Ο σημερινός «ασθενής» πρέπει να διαλέξει. Αν δεν διαλέξει ζωή, τότε μπορεί να ανοίξει την έξοδο και να φύγει. Κάθε στιγμή διαλέγουμε ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο».


Το απίστευτο με αυτή την παλιομοδίτικη στην όψη «χελώνα» είναι το βάθος των ιστοριών που περιγράφει. Οι εικόνες είναι απλές. Μερικές φορές επαναλαμβανόμενες. Θα έλεγα… κουραστικές. Αν δεν τις σκαλίσεις… πλήττεις. Να, π.χ., η διαρκής επανάληψη της ίδιας σκηνής στην τελευταία ταινία του «The wind will carry us» (σε ελεύθερη απόδοση, «Ο άνεμος θα μας πάρει»). Τριαντάρης τεχνοκράτης από την πόλη επισκέπτεται μακρινό, ορεινό χωριό Κούρδων. Οι κάτοικοι ζουν σε κάποιον περασμένο αιώνα. Ανθρωποι των… σπηλαίων, συμφιλιωμένοι όμως με το περιβάλλον, με το χώμα, με τον τόπο και με τον εαυτό τους. Ο ρυθμός της Χελώνας στο μεγαλείο του. Διατηρούν την ισορροπία τους χωρίς κανένα «δεκανίκι». Ο τεχνοκράτης, όμως, ο «λαγός» από την πόλη, διαρκώς τρέχει. Με το κινητό στο χέρι, εποχούμενος σε τζιπ τεραστίων διαστάσεων, ανεβοκατεβαίνει έναν λόφο για να πιάσει γραμμή με την πόλη. Τι θέλει, τι επιδιώκει, πού σκοπεύει, κανείς δεν καταλαβαίνει. Εχει σημασία; Καμία. Σημασία έχει ότι ο εργασιομανής της πόλης, με πλήρη τεχνολογική εξάρτυση, με όλα τα καλά του «πολιτισμού» και με άφθονο φορτίο πληροφόρησης και επικοινωνίας, «αργοπεθαίνει». Την ίδια στιγμή μια γυναίκα του ξεχασμένου αυτού χωριού διάγει το 152ο έτος της ηλικίας της. Απίστευτο και όμως αληθινό.





­ Η ιστορία είναι πραγματική;


«Φυσικά είναι. Η γυναίκα ήταν 152 ετών. Λέω ήταν γιατί στη συνέχεια πέθανε».


­ Ολα τα πρόσωπα είναι αυθεντικά;


«Τα περισσότερα. Σημασία πάντα έχει να εντάσσεις μια ιστορία μυθοπλασίας σε ένα πραγματικό περιβάλλον με αυθεντικά πρόσωπα. Πάντα αυτό κάνω».


­ Ενα είδος μείγματος ντοκυμαντέρ-μύθου;


«Αποφεύγω τους χαρακτηρισμούς, είναι δουλειά άλλων».


­ Είναι δύσκολο να αποσπάς ερμηνείες ηθοποιών από ερασιτέχνες και μάλιστα από ανθρώπους που σπανίως βλέπουν σινεμά;


«Οσο λιγότερο βλέπουν τόσο περισσότερο γνήσιοι είναι. Δεν είναι όμως δύσκολο. Τα εμπόδια προέρχονταν από άλλους παράγοντες. Λ.χ., ο πατέρας του παιδιού που πρωταγωνιστεί φώναζε γιατί αποσπούσα τον γιο του από τις δουλειές στο χωράφι. Τέτοια πράγματα. Αυτοί οι άνθρωποι παλεύουν για απλή επιβίωση».


­ Αυτό όμως δεν τους κάνει σκληρότερους, περισσότερο βίαιους;


«Από επιβίωση σε επιβίωση υπάρχει μεγάλη διαφορά. Τα έχουν βρει με τον εαυτό τους, με τη φύση και με μερικά κρίσιμα ερωτήματα που ταλαιπωρούν και βασανίζουν εμάς, τους ανθρώπους των πόλεων».


­ Οπως για παράδειγμα;


«Η σχέση ζωής-θανάτου. Ας πούμε, η αυτοκτονία δεν υφίσταται στο λεξιλόγιό τους. Από τη φύση τους είναι αποφασισμένοι να κάνουν τον κύκλο τους. Αυτή είναι η φιλοσοφική ανωτερότητά τους. Οπως ακριβώς συμβαίνει με τον κύκλο όλων των στοιχείων της φύσης. Ολοι δουλεύουν σκληρά, όλοι έχουν τις οικογένειές τους, όλοι είναι συμφιλιωμένοι με τον θάνατο».


­ Διαπίστωσα ότι αυτή ακριβώς η… φυσική «κίνηση» αναπαράγεται και στον ρυθμό της ταινίας.


«Προσπάθησα αλλά δεν ξέρω αν τα κατάφερα. Μερικές φορές ο ρυθμός σταματάει, άλλες φορές επαναλαμβάνεται. Είναι κομμάτι από το «σώμα» του χώρου. Η έννοια του χρόνου είναι μεγάλος πονοκέφαλος στον κινηματογράφο».


­ Τι θα λέγατε για τον ρυθμό της δράσης;


«Ποιας δράσης; Υπάρχει «δράση» και στην ανάπτυξη ενός λουλουδιού. Η δράση των ταινιών του Χόλιγουντ είναι «μηχανική». Αλλά πάντα ο θεατής συνηθίζει. Οσο περισσότερες ταινίες δράσης βλέπεις τόσο περισσότερο εθίζεται ο οργανισμός σου. Τέλος πάντων, ο καθένας με την κουλτούρα του».


­ Κάποιοι συνάδελφοι «είδαν» στοιχεία από έργο του Μπέκετ, εγώ είδα μύθο του Αισώπου.


«Καλά που μου το είπατε. Οταν γύριζα την ταινία δεν είχα υπόψη μου ούτε τον Μπέκετ ούτε τον Αίσωπο».


­ Ναι αλλά στο βάθος διαπραγματεύεστε ζητήματα ζωής και θανάτου, ρυθμών και πολιτισμών.


«Πάντα θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο θάνατος θα χτυπήσει την πόρτα του γείτονα. Αν αγαπάς τη ζωή, τότε μερικές φορές μελαγχολείς. Το ίδιο συμβαίνει και με τα αισθήματα. Το τίμημα της αγάπης είναι η λύπη».


­ Πάντα χρησιμοποιείτε τα αντίθετα;


«Μα έτσι δεν συμβαίνει στη ζωή; Ζωή-θάνατος. Ο σημερινός «ασθενής» πρέπει να διαλέξει. Αν δεν διαλέξει τη ζωή, τότε μπορεί να ανοίξει την exit (έξοδο)».


­ Εξαιτίας των αργών ρυθμών και των επαναλήψεων αρκετοί δεν αντέχουν τις ταινίες σας.


«Ο καθένας έχει τη γνώμη του και τη σέβομαι. Γι’ αυτό κάνω ταινίες. Γι’ αυτό υπάρχουν ταινίες. Πολλές ταινίες, πολλές γνώμες».


­ Με τους κριτικούς πώς τα πάτε;


«Εδώ που τα λέμε, υπάρχουν δουλειές που εισβάλλουν, παραβιάζουν, θα ‘λεγα, το μυαλό σου. Μία από αυτές είναι και του κριτικού. Δεν έχω τίποτε εναντίον τους. Αλλωστε δεν έχω κανένα παράπονο, με υποστηρίζουν».


­ Πηγαίνετε στον τόπο γυρίσματος χωρίς σενάριο;


«Χωρίς; Ούτε που το σκέφτηκα ποτέ μου. Ο αυτοσχεδιασμός προϋποθέτει οργάνωση, πειθαρχία, αυτοσυγκέντρωση και στόχο. Προτού αναχωρήσω για το γύρισμα, έχω γράψει τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια».


­ Και όμως οι ταινίες μοιάζουν τόσο φυσικές σαν ντοκυμαντέρ…


«Αυτό για μένα είναι το καλύτερο κομπλιμέντο».


­ Εχω παρατηρήσει στις ταινίες σας ότι πάντα κάποιος «ξένος» εισβάλλει σε μακρινό τόπο.


«Προσπαθώ να περιγράψω δύο παράλληλες πορείες. Ας πούμε πως υπάρχουν δύο ειδών «ζωές». Τις τοποθετώ δίπλα δίπλα και βλέπω τις διαφορές τους. Η δουλειά μου δεν είναι να κριτικάρω αλλά να δείχνω».


­ Ναι, αλλά τελικά η ταινία «παίρνει» θέση.


«Οτιδήποτε και αν κάνεις έχει θέση. Πίνεις επειδή διψάς. Είναι απλό».


­ Δεν είναι «παράλογο» να φιλοσοφείς με… σκόνη και χώμα;


«Μα είναι η αφετηρία μας. Η σχέση ζωής-θανάτου υπήρξε από την πρώτη στιγμή του Σύμπαντος. Οσο απομακρυνόμαστε από αυτή τη στιγμή τόσο χάνουμε τον στόχο μας».


­ Δηλαδή, η σοφία της… σκόνης τι λέει;


«Θα το πω εντελώς απλοϊκά. Παρά το γεγονός ότι ο θάνατος έχει εισβάλει, η ζωή υπάρχει».


Τρεις ημέρες μετά από αυτή την κουβέντα δύο κινηματογραφικές «χελώνες» κερδίζουν τα δύο μεγάλα βραβεία του Φεστιβάλ της Βενετίας. Ο Κινέζος Ζανγκ Γιμού θριαμβεύει με Χρυσό Λιοντάρι και ο Ιρανός Αμπάς Κιαροστάμι βραβεύεται με το δεύτερο τρόπαιο της Κριτικής Επιτροπής. Ο αργός αλλά σταθερός βηματισμός της αιωνόβιας χελώνας είναι αποτελεσματικός. Οι βιαστικοί σκοντάφτουν!