«Στην τέχνη οι αξίες δεν αμείβονται»




«Ο ουρανός ίσως δεν είναι πια τόσο μπλε όσο τότε…». Στην παραπάνω φράση εντοπίζει ο ζωγράφος και σκηνογράφος Νίκος Γεωργιάδης τη μοναδική διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα που άφηνε πίσω του στα 1953 και σε αυτήν που ξαναβρίσκει σήμερα, 46 χρόνια αργότερα. Μετά την ολοκλήρωση ενός πρώτου κύκλου σπουδών στη χώρα μας, μία υποτροφία αλλά και οι «καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές που προσφέρουν τα μεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα της Ευρώπης» οδήγησαν τα βήματά του στο Λονδίνο κάνοντας έκτοτε την αγγλική πρωτεύουσα «ορμητήριο» μιας διεθνούς καριέρας. Μιας καριέρας που, χωρίς ποτέ να έχει αποκοπεί ολοκληρωτικά από την Ελλάδα, σημαδεύτηκε από συνεργασίες με περίφημες όπερες, διάσημα μπαλέτα και γνωστές θεατρικές σκηνές του εξωτερικού, ενώ παράλληλα συνοδεύτηκε από ανάλογες ανά τον κόσμο τιμητικές διακρίσεις. Εχοντας ωστόσο «δαμάσει» την «αρχική δυσπιστία» που συνάντησε στα πρώτα εκτός των συνόρων μας βήματά του και υπακούοντας σε μια «εσωτερική ανάγκη επιστροφής στις ρίζες», ο Νίκος Γεωργιάδης βρίσκεται αυτό το διάστημα για μία ακόμη φορά στη χώρα μας. Ο λόγος; Ο διάσημος έλληνας καλλιτέχνης υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια της όπερας του Μίκη Θεοδωράκη «Αντιγόνη», η παγκόσμια πρεμιέρα της οποίας θα δοθεί την προσεχή Πέμπτη στην Αίθουσα των Φίλων της Μουσικής του Μεγάρου.


«Συγκρίνοντάς τη με τη ζωγραφική θα έλεγα ότι η σκηνογραφία διαθέτει ένα σημαντικό πλεονέκτημα και ένα εξίσου μεγάλο μειονέκτημα» λέει ο ίδιος μιλώντας για τις δύο μεγάλες αγάπες του. «Το πρώτο έγκειται στο ότι σου παρέχει τη δυνατότητα μιας σύνθεσης σε πολύ μεγάλη κλίμακα. Από την άλλη, όμως, το σκηνικό ή τα κοστούμια είναι το τμήμα μόνο μιας δουλειάς συλλογικής. Επομένως, πρέπει κάθε φορά να επιβάλλεις τις απόψεις σου σε διάφορους ανθρώπους οι οποίοι είναι φυγοκεντρικοί. Στη ζωγραφική, αντίθετα, έχεις μια άλλη ελευθερία. Εκεί πρέπει να επιβληθείς μόνο στον εαυτό σου…». Θεωρεί λοιπόν τη μοναξιά προϋπόθεση μιας «υψηλότερης» καλλιτεχνικής δημιουργίας; «Ξέρω ότι πολλοί θεωρούν τη ζωγραφική μια τέχνη αυστηρά ατομική, μοναχική, ωστόσο προσωπικά δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη» απαντά ο Νίκος Γεωργιάδης. «Ζωγραφίζοντας έχεις όλες εκείνες τις εσωτερικές συνδιαλέξεις με τους μεγάλους δασκάλους του παρελθόντος που σε ενδιαφέρουν και νιώθεις πως το έργο τους σε αφορά. Είναι κατά κάποιον τρόπο οδηγοί και σύντροφοί σου. Αρα έχεις μια παρέα εξαιρετικά σημαντική…».


Εχοντας υπογράψει ως σήμερα τα σκηνικά και τα κοστούμια τόσο σε όπερες και μπαλέτα όσο και σε θέατρα πρόζας, ο Νίκος Γεωργιάδης περιγράφει παρακάτω τους ιδιαίτερους κώδικες που απαιτεί το κάθε είδος. «Σε ό,τι αφορά το μπαλέτο, ο κώδικας ενδυμασίας είναι πολύ περιοριστικός. Το κοστούμι πρέπει να υπογραμμίζει τη γραμμή του χορευτή, επομένως και ένα εκατοστό να ξεφύγει σε κάποιο μήκος μπορεί να αποβεί καταστροφικό. Στην όπερα πάλι το στοίχημα είναι να «τιθασεύσει» κανείς τις πελώριες διαστάσεις έτσι ώστε να γίνουν παρουσιάσιμες, ενώ στο θέατρο αυτό που μετρά είναι ο χαρακτήρας. Το κοστούμι πρέπει να βοηθά τον ηθοποιό να «βρει» τον χαρακτήρα που υποδύεται. Αυτό βέβαια πρέπει να γίνεται και στα άλλα είδη, αλλά εκεί έχεις πρώτα να λύσεις τα προβλήματα που προανέφερα, οπότε ο χαρακτήρας είναι ζήτημα δευτερεύον. Εκεί ή τον βρίσκεις εξαρχής ή τον χάνεις…».


Ο ίδιος πάντως αναγνωρίζει καλύτερα τον εαυτό του στην όπερα και στο μπαλέτο, είδη που άλλωστε έχουν απορροφήσει και το μεγαλύτερο μέρος της δημιουργίας του. Θέμα τύχης ή επιλογής; «Ευτυχώς θέμα επιλογής» απαντά ο Νίκος Γεωργιάδης. «Οταν καλείσαι να σκηνογραφήσεις ένα ανάλαφρο μπουλβάρ που διαδραματίζεται, ας πούμε, σε ένα λίβινγκ ρουμ, οι δυνατότητές σου αυτόματα περιορίζονται. Οταν όμως έχεις να «παλέψεις» με μια όπερα ή ένα μπαλέτο, τότε η φαντασία σου απελευθερώνεται σε όλο της το εύρος. Μπορείς για παράδειγμα να πειραματιστείς με τις ανακαλύψεις που έχεις κάνει πάνω στις σχέσεις ή στις χρήσεις των σχεδίων και των χρωμάτων. Κάτι τέτοιο πώς μπορείς να το κάνεις στο μπουλβάρ που προανέφερα; Εκτός πια κι αν καταργήσεις το λίβινγκ ρουμ και οδηγηθείς σε εντελώς άλλους δρόμους…».


Ποιο είναι ωστόσο το αρχικό ερέθισμά του προκειμένου να σχεδιάσει ένα σκηνικό ή ένα κοστούμι; «Ξεκινώ πάντα από την ιστορία του έργου, από την εποχή δηλαδή που συνελήφθη η ιδέα. Δεν νομίζω ότι έχει τόσο νόημα να αναπλάσω την εποχή που διαδραματίζεται το έργο όσο εκείνη όπου το «γέννησε» το μυαλό του δημιουργού του. Οταν όμως καλούμαι να συμμετάσχω σε κάποια νέα παραγωγή ενός έργου με το οποίο έχω ασχοληθεί στο παρελθόν, συχνά πιστεύω ότι η αντιμετώπισή μου πρέπει να είναι διαφορετική. Τον προσεχή χειμώνα, για παράδειγμα, η Λυρική Σκηνή θα ανεβάσει την «Αννα Μπολένα». Τα σκηνικά και τα κοστούμια θα είναι ακριβώς τα ίδια με αυτά που έφτιαξα το 1976. Δεν ξέρω όμως αν είναι αυτό που έπρεπε να γίνει. Ο ίδιος έχω αλλάξει πολύ από τότε, τα δεδομένα έχουν αλλάξει και είμαι σίγουρος ότι, αν καταπιανόμουν τώρα για πρώτη φορά με το έργο, η δουλειά μου θα ήταν πολύ διαφορετική».


Σε συνάρτηση με το «νευραλγικό» κίνητρο της συνεργασίας του με τον Μίκη Θεοδωράκη, οι δραματικές καταστάσεις ήταν αυτές που «καθοδήγησαν» τον Νίκο Γεωργιάδη στην περίπτωση της «Αντιγόνης». «Δεν είχα εξαρχής στον νου μου να φτιάξω ένα σκηνικό αφαιρετικό, σουρεαλιστικό ή οτιδήποτε άλλο. Το σημείο εκκίνησης ήταν το ίδιο το δράμα και από εκεί και πέρα όλα τα υπόλοιπα είναι επένδυση του δράματος και όχι των όποιων αισθητικών ιδεών. Πολύ δε περισσότερο που οι χαρακτήρες εδώ είναι πραγματικά εμβλήματα…».


Πέρα από όλα τα άλλα, ωστόσο, από την εφετεινή χρονιά ο Νίκος Γεωργιάδης είναι μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Πώς σχολιάζει ο ίδιος την αναγνώρισή του από το κορυφαίο πνευματικό ίδρυμα της χώρας; «Ηταν μια ευχάριστη έκπληξη για μένα» λέει και συνεχίζει: «Πραγματικά θεωρώ πολύ πιο δύσκολο να διακριθεί κανείς μέσω της τέχνης παρά μέσω της όποιας επιστήμης. Τα βήματα στη δεύτερη είναι πάντα θετικά, αναγνωρίσιμα. Στην πρώτη, αντίθετα, είναι αμφισβητήσιμα γιατί οι απόψεις των ανθρώπων είναι εφήμερες. Γι’ αυτό και είναι μάλλον αφελής σκέψη να νομίζουμε ότι οι πραγματικές αξίες στην τέχνη αναγνωρίζονται…».


ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ Η όπερα «Αντιγόνη» του Μίκη Θεοδωράκη, τα σκηνικά και τα κοστούμια της οποίας υπογράφει ο Νίκος Γεωργιάδης, θα παρουσιαστεί στις 7, 9, 10 και 11 Οκτωβρίου στην Αίθουσα των Φίλων της Μουσικής του Μεγάρου. Οι παραστάσεις πραγματοποιούνται με την ευγενική χορηγία της Ιντρακόμ.