«Δεν κάνω πολιτικές ταινίες»


Τρία πράγματα θα μείνουν από αυτή την (κινηματογραφική) Μόστρα, την τελευταία της χιλιετίας (ολοκληρώθηκε χθες βράδυ με την απονομή του Χρυσού Λέοντος διά χειρός Εμίρ Κουστουρίτσα). Πολλές γυναίκες, πολλά παιδιά και η… Κίνα. Εν ολίγοις γυναικόπαιδα και ο Ζανγκ Γιμού. Ισως είναι προφητικό. Το μέλλον του πλανήτη μας να είναι γένους θηλυκού. Και το μέλλον των εικόνων να είναι κινεζικό. Και φυσικά το μέλλον του ποπ κορν θα είναι αμερικανικό!


Ο (49χρονος) Ζανγκ Γιμού από τη δεκαετία του ’80 φορτώνει την Κίνα με πλήθος διεθνείς διακρίσεις. Και τι διακρίσεις. Το 1982 κερδίζει τη Χρυσή Αρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Δύο χρόνια μετά κερδίζει υποψηφιότητα για Οσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας. Το 1991 φεύγει από τη Βενετία με Ασημένιο Λιοντάρι και ένα χρόνο αργότερα κερδίζει το Χρυσό Λιοντάρι, πάλι στη Βενετία. Επιδόσεις επιπέδου… Εμίρ Κουστουρίτσα. Κάθε κατεβασιά και… γκολ!


Αυτός ο θρυλικός γκολτζής των (κινηματογραφικών) διχτυών δεν αστειεύεται. Πριν από μερικούς μήνες (τέλη Απριλίου) κοντράρεται ­ δημοσίως ­ με το αφεντικό των Καννών. Επιχείρηση αυτοκτονίας. Οποιος «πιάνεται στα χέρια» με τον μεσιέ Ζακόμπ βάζει το κεφάλι του στον ντορβά. Τι συνέβη; Απλούστατα, οι Κάννες αρνήθηκαν να εντάξουν στο επίσημο, διαγωνιστικό, πρόγραμμα την τελευταία ταινία του Κινέζου «Ούτε ένας λιγότερος». Ο Γιμού κατηγόρησε ευθέως τις αρχές των Καννών ότι τα κριτήριά τους είναι (κυρίως) πολιτικά και στη συνέχεια έστειλε την ταινία του στη Βενετία. Οι Ιταλοί έτριβαν τα χέρια τους από το κελεπούρι που τους προέκυψε εξαιτίας αυτής της καραμπόλας. Με το δίκιο τους. Διότι χωρίς την ταινία του Κινέζου και χωρίς τη συμμετοχή του Ιρανού Αμπάς Κιαροστάμι το φεστιβάλ θα ήταν αόρατο.



Ο Τρίτος Κόσμος έδωσε κάποιο ανάστημα στη Μόστρα. Συμβαίνει ακόμη και επί των ημερών μας. Η μεγάλη τέχνη προκύπτει από νηστικές… αρκούδες. Και οι νηστικές αρκούδες ούτε Χόλιγουντ, ούτε σταρ, ούτε γκλαμουριά, ούτε δημοσιότητα διαθέτουν. Εχουν όμως «κάτι» που δεν αγοράζεται ­ ακόμη και το ταμείο της Γουόλ Στριτ να αδειάσει: πίστη, ποίηση, αφοσίωση. Απόδειξη η ταινία του Ζανγκ Γιμού «Ούτε ένας λιγότερος». Με λίγα λόγια η Κίνα τού σήμερα. Και το «σήμερα» προκαλεί μεγάλη ανατριχίλα. Πού ‘σαι, Μάο, να τους δεις!


Σε απομονωμένο χωριό της Κίνας, εντός ερειπωμένου σχολείου που θα ανάγκαζε ακόμη κι έναν Αρσένη να υποβάλει τάχιστα την παραίτησή του, μια 13χρονη αναλαμβάνει χρέη δασκάλου δημοτικού σχολείου! Φεύγοντας ο κανονικός δάσκαλος σχεδόν διατάζει το κορίτσι: «Και τον νου σου μη σου φύγει ούτε ένας μαθητής». Γιατί; Μα λόγω φτώχειας. Ετησίως ένα εκατομμύριο Κινεζάκια εγκαταλείπουν τα βιβλία και ρίχνονται στην παραγωγή παίρνοντας πενταροδεκάρες (στην πραγματικότητα το ανατριχιαστικό αυτό νούμερο είναι κατά τρεις φορές υψηλότερο). Ενας μαθητής «δραπετεύει» και εξαφανίζεται στη γειτονική πόλη. Η 13χρονη δεν το βάζει κάτω. Μετά χιλίων κόπων, βασάνων, ευρημάτων (πράγματα που δεν θα διέπραττε ούτε ο έσχατος ρακένδυτος της Αθήνας) φτάνει στην πόλη και ψάχνει ψύλλο στ’ άχυρα. Τελικά, να μην πολυλογώ, καταλήγει στην πόρτα ενός κινεζικού καναλιού. Και κατασκηνώνει επί 36ωρο ρωτώντας όσους μπαινοβγαίνουν στο «Mega»: «Κύριε, μήπως είστε ο διευθυντής του καναλιού;». Απίστευτο. Υστερα από τόσες ώρες το αφτί κάποιου ιθύνοντος ιδρώνει και το αθώο πλάσμα δρασκελίζει την πόρτα του διευθυντή. Ετσι η 13χρονη… δασκάλα βγαίνει σε μια εκπομπή κάποιας Κινέζας… Νικολούλη.


Ο εξαφανισθείς μαθητής βρίσκεται και στη συνέχεια όλοι μαζί επιστρέφουν στο χωριό, παρέα φυσικά με τηλεοπτικό συνεργείο.


«Δεν σχολιάζω, απλώς δείχνω»


Οταν συνάντησα από κοντά τον Ζανγκ Γιμού, δυο πράγματα μου έκαναν εντύπωση: το νευρώδες σώμα του (ενδεδυμένο με απλότητα και λιτότητα) και η αμερικανίδα μεταφράστρια που μιλούσε κινεζικά με γλώσσα πολυβόλου. Ο Γιμού εξωτερικά θυμίζει έγκλειστο σε κάποιο στρατόπεδο (κομμουνιστικής) αναδιαπαιδαγώγησης. Κοντό μαλλί, κουρεμένο με την «ψιλή» (έτσι τα κούρευε πολύ προτού οι Ευρωπαίοι το επιβάλλουν ως μόδα), ελάχιστες κουβέντες, τεντωμένα νεύρα και μινιμαλιστικό ­ εκ του φυσικού ­ ντύσιμο. Οι κουβέντες που έβγαιναν από το στόμα του δεν χωρούσαν αντίρρηση. Αυτό είναι, πάει τελείωσε. Αν δεν σου αρέσει, ιδού η έξοδος. Δεν το έλεγε έτσι, το εννοούσε (και ο μακαρίτης Κισλόφσκι κάπως έτσι ήταν). Σα να μην ήθελε δημοσιότητα. Τι είναι αυτοί; Δημοσιογράφοι; Ο Κιαροστάμι το είχε διατυπώσει ως εξής: «Με τις ερωτήσεις σας παραβιάζετε βιαίως το μυαλό μου, τη σκέψη μου». Προφανώς ο Γιμού αναγκάστηκε να υποβληθεί σε βασανιστήρια δημοσιογράφων εξαιτίας του συμβολαίου του με την πανίσχυρη αμερικανική εταιρεία Κολούμπια. Α, ξέχασα το καλύτερο. Αυτή η «ρακένδυτη» ταινία ­ χωρίς καν κινέζους σταρ, γυρισμένη στο δρόμο, στη σκόνη, στη λάσπη και στη φτώχεια ­ αγοράστηκε από την αμερικανική Κολούμπια για παγκόσμια διανομή. Οχι τι νομίζετε; Χαζοί είναι οι λεβέντες του Χόλιγουντ;


Το πρώτο πράγμα που τον ρώτησα (κι εσείς στη θέση μου το ίδιο θα κάνατε) ήταν για τη σημερινή Κίνα.


­ Ολοι, μα όλοι να μιλούν και να ζητούν χρήματα; Ούτε ένας να μη συγκινείται από το πρόβλημα αυτού του 13χρονου κοριτσιού; Υστερα από τόσα χρόνια κοινωνικής πολιτικής μόνο η τηλεόραση μπορεί να βοηθήσει έναν φτωχό; Απίστευτα πράγματα ­ ούτε στην Ελλάδα δεν συμβαίνουν σε τέτοια έκταση.


«Δεν υπήρξε πρόθεση να κάνω κριτική στην κυβέρνηση. Αυτά που είδατε συμβαίνουν σήμερα στην Κίνα. Αντανακλούν την πραγματικότητα. Δεν κρίνω ούτε σχολιάζω. Απλώς «δείχνω». Σαν να κάνω ντοκυμαντέρ».


Ποιος μπορεί να τον πιστέψει ότι απλώς «δείχνει» αλλά δεν σχολιάζει; Πρέπει να είσαι αφελής. Η πρώτη σκέψη που σου ‘ρχεται στο μυαλό είναι ότι ο άνθρωπος «δεν μπορεί να μιλήσει δημοσίως». Σχεδόν το παραδέχεται. Πλαγίως, όχι ευθέως.


­ Πώς συνυπάρχετε με τη λογοκρισία;


«Η λογοκρισία υφίσταται προτού ακόμη εγώ γεννηθώ».


­ Σήμερα είναι πιο ευέλικτη;


«Δεν θα το ‘λεγα. Για να υπάρξεις πρέπει να ακολουθήσεις ορισμένους κανόνες. Διαφορετικά δεν υπάρχεις».


­ Δεν υπάρχει άλλος δρόμος;


«Υπάρχει. Να κάνεις ταινίες «αντεργκράουντ». Οπως κάνει μια Κινέζα που ζει στην Αμερική. Ερχεται στη χώρα, γυρίζει και μετά φεύγει. Εγώ δεν θέλω να φύγω. Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό. Ούτε θέλω να χάσω το διαβατήριό μου».


­ Στην ταινία όμως φαίνεται ότι έχετε εξασφαλίσει την ανοχή των αρχών.


«Οσο πιο γνωστός και διάσημος γίνεσαι στο εξωτερικό τόσο μεγαλύτερη ανοχή και ελευθερίες έχεις. Πάντα και παντού συμβαίνει το ίδιο πράγμα».


­ Μερικοί συνάδελφοί σας από την Κίνα σάς κατηγορούν ότι είστε σκηνοθέτης του καθεστώτος.


«Σας είπα ότι δεν κάνω πολιτικές ταινίες».


­ Μα αν αυτή δεν είναι ταινία καταγγελίας, τότε ποια είναι;


«Καταγράφω την πραγματικότητα· αν αυτή η πραγματικότητα είναι δυσάρεστη, τότε η ταινία στο βάθος περιέχει και πολιτικά σχόλια. Οχι από πρόθεση πάντως».


(Στην ίδια σουίτα του πολυτελούς ξενοδοχείου «Εξέλσιορ», που είχε φυσικά νοικιάσει η Κολούμπια για λογαριασμό του Γιμού, κάποιο συνεργείο της κινεζικής τηλεόρασης γύριζε ακατάπαυστα όλη τη συζήτηση. «Αυτοί ποιοι είναι;» ρώτησα την αμερικανίδα μεταφράστρια, αισθανόμενος το μάτι του Μεγάλου Αδελφού να μας παρακολουθεί. «Μπα, μην ανησυχείτε, είναι συνεργείο από το Χονγκ Κονγκ που γυρίζει ντοκυμαντέρ για τον Γιμού». Δεν άντεξα και αυθόρμητα τη ρώτησα: «Είστε σίγουρη;». Τι να πει, σάμπως ήταν;)


­ Ούτε το νούμερο που αποκαλύπτεται στην ταινία είναι σχόλιο; Το ότι ετησίως ένα εκατομμύριο παιδάκια εγκαταλείπουν το Δημοτικό για να βρουν δουλειά;


«Οχι, δεν είναι μήνυμα. Στην πραγματικότητα το νούμερο αυτό είναι τριπλάσιο, ίσως και τετραπλάσιο».


­ Τότε θα έλεγε κανείς ότι γυρίσατε την ταινία για να ζητήσετε την οικονομική συνδρομή των πλούσιων λαών. Κάτι σαν φιλανθρωπική πράξη, σαν ταινία της Unicef.


(χαμογελάει) «Ούτε που μου πέρασε από το μυαλό, αλλά τώρα που το λέτε ίσως και να λειτουργήσει έτσι. Είναι μια πληροφορία». (Το καταπληκτικό είναι ότι ενώ ξέρει αγγλικά πάντα χρησιμοποιεί μεταφραστή, προφανώς για να διατηρήσει την αυτονομία του.)


­ Τελικώς πότε, κατά τη γνώμη σας, ήταν καλύτερα: τότε επί Μάο ή τώρα;


«Τότε οι φτωχοί ήταν τα τιμώμενα πρόσωπα. Οσο πιο φτωχός τόσο το καλύτερο. Σήμερα τα πράγματα άλλαξαν. Επειτα από 16 χρόνια αλλαγών, υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες, καλύτερο επίπεδο ζωής, αλλά και μεγάλη φτώχεια. Ο καθένας διαλέγει ανάλογα με τις πεποιθήσεις του».