Το ενδεχόμενο κατασκευής ενός πυρηνικού αντιδραστήρα στο Ακούγιου δημιουργεί δύο ομάδες κινδύνων για την περιοχή: η πρώτη αφορά την κατακόρυφη αύξηση των περιβαλλοντικών κινδύνων, καθώς η περιοχή που έχει επιλεγεί για την εγκατάσταση του εργοστασίου έχει ιστορικό μεγάλων σεισμών και συνακόλουθων καταστροφών. Η δεύτερη ομάδα κινδύνων προκύπτει από τη δημιουργία μιας τεχνικής – τεχνολογικής υποδομής για την απόκτηση πυρηνικών όπλων από την Τουρκία και τη μετατροπή της σε πυρηνική δύναμη.


Την προηγούμενη διετία η Ελλάδα προέβη σε σειρά διαβημάτων τόσο προς τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και προς τη Γερμανία σε μια προσπάθεια να περιοριστούν οι πυρηνικές φιλοδοξίες της Τουρκίας. Η ελληνική κινητικότητα προέκυψε κυρίως λόγω της έντονης εντύπωσης που προκάλεσε η είσοδος του Πακιστάν στην Πυρηνική Λέσχη. Τόσο η Ουάσιγκτον όσο και η Βόννη κράτησαν σημείωση των ελληνικών ανησυχιών, φάνηκε όμως ότι δεν τις συμμερίζονταν. Τα ελληνικά διαβήματα βέβαια εστιάστηκαν κυρίως στην πτυχή των πυρηνικών όπλων και λιγότερο στους κινδύνους που απορρέουν από τη σεισμικότητα της περιοχής του Ακούγιου και από το ενδεχόμενο να προκληθεί μείζων περιβαλλοντολογική καταστροφή στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Αμερικανοί φάνηκαν πεπεισμένοι ότι μπορούν να ελέγξουν την κατάσταση και να εντοπίσουν την όποια απόπειρα κατασκευής πυρηνικών όπλων από την Τουρκία.


Το επιχείρημα της Αθήνας ότι οι αμερικανικές ειδικές υπηρεσίες δεν μπόρεσαν εγκαίρως να εντοπίσουν τις κινήσεις ούτε του Πακιστάν ούτε της Ινδίας ή παλαιότερα του Ιράκ ελάχιστη εντύπωση προκάλεσε. Επιπλέον, στον διαγωνισμό για τον πυρηνικό σταθμό του Ακούγιου συμμετέχουν η γερμανική Siemens (επικεφαλής ενός κονσόρτσιουμ στο οποίο συμμετέχει και η γαλλική Framatom) και η Westinghouse ­ η οποία είναι θυγατρική στις Ηνωμένες Πολιτείες μιας από τις μεγαλύτερες βρετανικές εταιρείες στον χώρο των πυρηνικών. Η Siemens έχει κάνει την πιο φθηνή προσφορά και ασφαλώς το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών δεν έχει καμία ιδιαίτερη επιθυμία να αποδυναμώσει την προσπάθειά της. Οι Αμερικανοί επίσης καταβάλλουν σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο έντονη προσπάθεια να βελτιώσουν τη θέση τους και να αυξήσουν τις ελπίδες τους για να κερδίσουν τον διαγωνισμό.


Ούτως ή άλλως, αν κατασκευαστεί τελικά ο πυρηνικός σταθμός του Ακούγιου, το μείζον και άμεσο πρόβλημα θα είναι οι σεισμοί. Ολα τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα: υπάρχουν τεράστιοι κίνδυνοι και ουδείς θα μπορεί να ελέγξει την κατάσταση αν προκληθεί κάποια σοβαρή βλάβη στον αντιδραστήρα. Η επιλογή του Ακούγιου έγινε πριν από πολλά χρόνια και με αδιευκρίνιστα κριτήρια, γι’ αυτό άλλωστε υποβλήθηκε σε κριτική ακόμη και από επιστήμονες που συμφωνούσαν με την κατασκευή του αλλά προτιμούσαν άλλες, ασφαλέστερες τοποθεσίες. Οι πρόσφατοι σεισμοί και οι καταστροφές που προκλήθηκαν υπαγορεύουν μια πιο νηφάλια προσέγγιση.


* Οι σεισμοί


Το πρώτο μεγάλο σεισμικό πρόβλημα για την περιοχή του Ακούγιου ανακύπτει από το ρήγμα του Ετσέμις, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση μόλις 25 χιλιομέτρων από το σημείο που έχει επιλεγεί για την ανέγερση του εργοστασίου. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του καθηγητή Καρλ Μπάκθοουτ, προέδρου του Ινστιτούτου Πρόγνωσης Σεισμών, έχει μήκος αρκετό ώστε να δώσει σεισμούς μέχρι και 8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Το ίδιο ρήγμα εκτείνεται αρκετά μέσα στη Μεσόγειο και η παρουσία του θα ήταν κανονικά επαρκής για να απορριφθεί το Ακούγιου ως τόπος κατασκευής πυρηνικού σταθμού. Τα τοπικά προβλήματα συμπληρώνονται και από τη δραστηριότητα του γειτονικού ρήγματος στη γραμμή Μίσις – Τσεϊχάν, με μήκος αρκετό για να προκαλέσει σεισμούς της τάξεως των 6,5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Αλλωστε μόλις προ έτους, τον Ιούνιο του 1998, έδωσε έναν σεισμό 6,2 βαθμών που προκάλεσε μεγάλες ζημιές στα Αδανα, στο Τσεϊχάν και σε άλλες πόλεις.


Η έκθεση του καθηγητή Μεχμέτ Τσελεμπί από το EERI (ο τουρκικός επιστημονικός φορέας που ειδικεύεται στην παρακολούθηση φυσικών καταστροφών) για τους σεισμούς στην περιοχή Αδάνων – Τσεϊχάν σημειώνει μάλιστα: «Μία από τις κύριες ανησυχίες για την περιοχή τα τελευταία 25 χρόνια είναι ο σχεδιασμός του μεσαίου μεγέθους πυρηνικού σταθμού ηλεκτροπαραγωγής στο Ακούγιου, το οποίο βρίσκεται περίπου 100 χιλιόμετρα ανατολικά του επικέντρου. Η τοποθεσία έχει προσδιοριστεί ως ευρισκόμενη στην τέταρτη ζώνη από τον παρόντα Χάρτη Σεισμικότητας του 1996».


Οι εκτιμήσεις των ειδικών επιστημόνων συγκλίνουν στην άποψη ότι ένας σεισμός μεγάλου μεγέθους (μεγαλύτερου των 6,5 βαθμών) είναι απολύτως πιθανός μέσα στα αμέσως επόμενα χρόνια. Παράλληλα προειδοποιούν ότι η συχνότητα τέτοιων μεγάλων σεισμών αναμένεται να είναι μεγάλη. Ενας σεισμός της τάξεως αυτής είναι βέβαιο ­ κατά τις ίδιες πάντοτε επιστημονικές εκτιμήσεις ­ ότι θα προκαλέσει μεγάλης κλίμακας ζημιές σε οποιονδήποτε πυρηνικό αντιδραστήρα, με ανεξέλεγκτα αποτελέσματα.


Τα γεωλογικά – σεισμολογικά δεδομένα στην περιοχή έχουν προκαλέσει τον τρόμο του τοπικού πληθυσμού, παρά μάλιστα τις υποσχέσεις για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Στις 12 Ιουλίου 1999 οργανώθηκε από το παράρτημα της Greenpeace στην Τουρκία ένα (άτυπο) δημοψήφισμα στα χωριά του κόλπου του Ακούγιου, το οποίο, όπου δεν εμποδίστηκε από την αστυνομία, έδειξε την αντίθεση του κόσμου, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 80%. Το 1995 οι δήμαρχοι 24 πόλεων γύρω από το Ακούγιου έκαναν ειδική έκκληση προς την κυβέρνηση να αναζητήσει άλλο χώρο ή να ακυρώσει το πρόγραμμα κατασκευής του πυρηνικού σταθμού. Η αδυναμία του τουρκικού κρατικού μηχανισμού να αντιμετωπίσει τέτοιας έκτασης καταστροφές θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη ­ είναι άλλωστε εξαιρετικά δυσχερής υπόθεση ακόμη και για χώρες που έχουν πολύ μεγαλύτερη εμπειρία και οργάνωση, όπως έδειξαν οι περιπτώσεις του Τσερνόμπιλ στη Ρωσία και παλαιότερα του Three Miles Island στις Ηνωμένες Πολιτείες.


* Πυρηνική τεχνολογία


Η Τουρκία διαβεβαιώνει ότι δεν έχει την πρόθεση να αξιοποιήσει τους πυρηνικούς σταθμούς που θα αποκτήσει για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα. Η τουρκική κυβέρνηση φαίνεται ότι δεν προχωρεί (προς το παρόν τουλάχιστον) στην κατεύθυνση της παραγωγής πυρηνικών όπλων. Αλλωστε το στρατηγικό περιβάλλον δεν δημιουργεί τέτοιες απειλές σε βάρος της ώστε να αισθάνεται την ανάγκη προσφυγής σε τέτοια μέσα. Εν τούτοις από την άλλη πλευρά υπάρχουν ορισμένα δεδομένα τα οποία καταγράφονται σε ειδικές εκθέσεις των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών και χρειάζεται να συνυπολογισθούν, καθώς διαγράφουν τον ορίζοντα των μελλοντικών δυνατοτήτων της Τουρκίας.


Πρώτον, οι στρατιωτικές και πολιτικές πυρηνικές δραστηριότητες χρησιμοποιούν τα ίδια βασικά υλικά και ακολουθούν μέχρις ενός προχωρημένου σημείου τις ίδιες διαδικασίες. Η κατασκευή λοιπόν ατομικών βομβών και του μηχανισμού πυροδότησής τους διευκολύνεται εξαιρετικά από την ύπαρξη πυρηνικών ενεργειακών σταθμών. Ουσιαστικά η διαφορά των υλικών που χρησιμοποιούνται στις πολιτικές και στρατιωτικές εφαρμογές αφορά τον βαθμό εμπλουτισμού του ουρανίου και τον βαθμό ισοτοπικής καθαρότητας του πλουτωνίου. Εμπειροι επιστήμονες μπορούν με σχετική ευκολία να χρησιμοποιήσουν τις ίδιες εγκαταστάσεις για να απομονώσουν και να επεξεργαστούν τα υλικά που απαιτούνται για πολιτικές και στρατιωτικές εφαρμογές. Η Τουρκία έχει αναπτύξει ένα ειδικευμένο στην πυρηνική φυσική επιστημονικό και τεχνικό δυναμικό το οποίο μπορεί να επιλύσει προβλήματα τέτοιου είδους. Ο καναδικής προέλευσης αντιδραστήρας «Candu», ο οποίος είναι δεύτερος ως τώρα στον διαγωνισμό, έχει τεχνικά χαρακτηριστικά που προσφέρουν μεγάλες δυνατότητες αξιοποίησής του για παραγωγή πυρηνικών όπλων.


Δεύτερον, οι δυσκολίες που υπήρχαν ως τη δεκαετία του 1970 στη διαδικασία σμίκρυνσης του μηχανισμού πυρηνικής πυροδότησης και έναρξης της σχάσης έχουν σε μεγάλο βαθμό ξεπεραστεί, καθώς τώρα πλέον υπάρχουν στο ελεύθερο εμπόριο πολλά από τα αναγκαία εξαρτήματα. Ακόμη και ο μηχανισμός παραγωγής νετρονίων που χρησιμοποιείται στις σύγχρονες πυρηνικές κεφαλές είναι επί της αρχής παρόμοιος με αυτούς που χρησιμοποιούνται σε εμπορικές εφαρμογές και μπορούν να αντιγραφούν σε μικρότερο μέγεθος. Το Πακιστάν, ο στενότερος περιφερειακός σύμμαχος της Τουρκίας, κατόρθωσε προ τριετίας να επιλύσει τα προβλήματα σμίκρυνσης του μηχανισμού πυροδότησης, βέβαια με τη βοήθεια της Κίνας. Προφανώς οι λύσεις των πακιστανών επιστημόνων πολύ εύκολα μπορούν να τεθούν στη διάθεση των τούρκων ομολόγων τους.


Τρίτον, στο παρελθόν η παραγωγή πυρηνικών όπλων μπορούσε να οργανωθεί και να υλοποιηθεί μόνο από χώρες οι οποίες είχαν αναπτυγμένη βιομηχανική – τεχνική βάση και ώριμη τεχνολογία. Σήμερα όμως οι δύο αυτές προϋποθέσεις ελάχιστα δρουν περιοριστικά, καθώς οι πυρηνικοί σταθμοί κατασκευάζονται από εταιρείες που προέρχονται από τις αναπτυγμένες οικονομικά και τεχνολογικά χώρες. Στον διαγωνισμό που προκηρύχθηκε από το τουρκικό δημόσιο για τον ενεργειακό σταθμό του Ακούγιου πήραν μέρος εταιρείες από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιαπωνία. Οι εταιρείες αυτές θα σχεδιάσουν τον σταθμό, θα επιβλέψουν την κατασκευή του, θα προμηθεύσουν τον τεχνικό και τεχνολογικό εξοπλισμό, θα εκπαιδεύσουν το προσωπικό κ.ο.κ. Ο σταθμός λοιπόν μπορεί να είναι μια «όαση» υψηλής τεχνολογίας μέσα σε ένα καθυστερημένο τεχνολογικά περιβάλλον αλλά αυτό διόλου δεν εμποδίζει την ομαλή λειτουργία του.


Τέταρτον, είναι δυνατή πλέον η παραγωγή πυρηνικών όπλων χωρίς τη διεξαγωγή δοκιμών, με αποτέλεσμα να χάνεται ένας κρίκος πληροφόρησης της διεθνούς κοινότητας. Οι τεχνολογικές δυσκολίες υπάρχουν ως την κατασκευή του πρώτου πρωτοτύπου πυρηνικού όπλου αλλά αυτές μπορούν να ξεπεραστούν με τη μεταφορά τεχνολογιών και δεδομένων από άλλες χώρες. Στην περίπτωση της Τουρκίας είναι πολύ εύκολο να εντοπιστεί ένας δίαυλος μεταφοράς τεχνολογίας από το Πακιστάν.