«Ποτέ δεν έγινα Αυστριακός»





«Ελληνας μεταξύ Ελλήνων»
ονομάζεται η έκθεση του Ιωάννη Αβραμίδη που παρουσιάζεται αυτές τις ημέρες στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Ο Ιωάννης Αβραμίδης, καταξιωμένος γλύπτης εδώ και χρόνια στην Ευρώπη, γεννήθηκε το 1922 στο Βατούμ της Μαύρης Θάλασσας όπου είχαν καταφύγει οι γονείς του, εγκαταλείποντας τα Σούρμενα κοντά στην Τραπεζούντα για να αποφύγουν τους διωγμούς των Τούρκων. Οταν η Ρωσία έγινε Σοβιετική Ενωση η τύχη της οικογένειας δεν ήταν καλύτερη. Το νέο καθεστώς άφησε χωρίς δουλειά τον έμπορο πατέρα ο οποίος συντηρούσε την οικογένεια με μεγάλη δυσκολία. Η σχέση με τη ζωγραφική άρχισε από πολύ νωρίς να καθορίζει τον νεαρό Γιάννη που σε ηλικία 14 ετών φοιτούσε ήδη στην Κρατική Σχολή Τέχνης του Βατούμ. Το 1937 οι διωγμοί των μειονοτήτων από τον σταλινισμό θα οδηγήσουν τον πατέρα στη Σιβηρία από όπου δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ πια. Το μισό σπίτι επιτάσσεται και η μητέρα αποφασίζει, το 1939, την εγκατάσταση στην Αθήνα όπου υπήρχαν κάποιοι συγγενείς. Τα χρόνια της Κατοχής η Πτολεμαΐδα θα προσφέρει φιλοξενία στην οικογένεια. Το ’43 ο Αβραμίδης θα μεταφερθεί με τρένο ως τη Βιέννη όπου αρχικά θα δουλέψει σε στρατόπεδο εργασίας. Το 1945 σπουδάζει ζωγραφική δίπλα στον Δανό Robin Christian Andersen, ενώ το 1953 στρέφεται στη γλυπτική, πάντα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης δίπλα στον Fritz Wotruba. Το 1956 του απονέμεται το κρατικό βραβείο της Ακαδημίας Καλών Τεχνών της Βιέννης, θα ακολουθήσει το αυστριακό βραβείο για τη γλυπτική, βραβεία σε Μπιενάλε και τελικώς το Μεγάλο Αυστριακό Κρατικό Βραβείο.



Ως τις αρχές Οκτωβρίου τα έργα του Ελληνα Ιωάννη Αβραμίδη ­ ο οποίος ζει και εργάζεται στη Βιέννη ­ θα συνυπάρχουν αρμονικά με τα έργα των αρχαίων ελλήνων ομοτέχνων του στο μουσείο της πρωτεύουσας της Βαυαρίας, ενώ μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα νοτιότερα οι έλληνες σύγχρονοί του έχουμε σπάνια την ευκαιρία να γνωρίσουμε τον ίδιο και τη δουλειά του.


­ Εχετε κάποιο παράπονο από την Ελλάδα;


«Εγώ έκανα πάντοτε τη δουλειά μου και περίμενα. Ελεγα μέσα μου, εδώ Αυστριακοί και Γερμανοί μού κάνουν εκθέσεις. Οι Ελληνες πού είναι; Πριν από 20 ως 30 χρόνια ­ δεν θυμάμαι πια ­ είχε έρθει μια κυρία από την «Αίθουσα Τέχνης» της Αθήνας αλλά δεν συμφωνήσαμε».


­ Το ’97 με την Πολιτιστική Πρωτεύουσα ήταν η πρώτη σας μεγάλη έκθεση στην Ελλάδα;


«Ναι. Στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Αθήνα στην Εθνική Πινακοθήκη. Η αλήθεια είναι ότι και εγώ δεν είμαι ο τύπος που θα τρέξει γι’ αυτά. Οι δημόσιες σχέσεις θέλουν ταλέντο που νομίζω ότι δεν έχω. Γιατί να προσπαθώ λοιπόν γελοιότητες; Και έπειτα έχω τόση δουλειά να κάνω…».


­ Ωσπου να αρχίσετε να κάνετε αυτό που αγαπάτε, είχατε μια δύσκολη ζωή. Πρέπει να πονέσει ο καλλιτέχνης για να δώσει;


«Οχι. Αυτό εγώ δεν το παραδέχτηκα ποτέ. Είναι άλλο όμως όταν ζει κανείς στον τόπο του. Εγώ που βρέθηκα σε ξένο τόπο δεν ενδιαφέρθηκα για τα του τόπου, παρά ξεχώρισα με τη δουλειά μου. Και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, έπρεπε να είναι μια δουλειά αφαιρετική στο τέλος, δηλαδή με τρομερή απλοποίηση. Για να πει κανείς κάτι αντιληπτό στον απέναντί του θα πρέπει να απλοποιήσει. Αυτή η φόρμα βέβαια συν τω χρόνω εξελίχθηκε με νόμους».


­ Υπάρχουν νόμοι στην τέχνη;


«Βεβαίως και υπάρχουν. Δεν γίνεται αλλιώς. Ο άνθρωπος προσπαθεί πάντα αυτό που κάνει να το στερεώσει, να το νομοθετήσει, να βάλει υπόβαθρο που είναι οι νόμοι. Προσωπικοί και μη. Κάτι παρόμοιο είχε κάνει ίσως και ο Μπρανκούζι αλλά πολύ περισσότερο ο Σεζάν εν συγκρίσει με άλλους ομοτέχνους της εποχής του».


­ Το ίδιο ισχύει και στη γλυπτική και στην αισθητική;


«Η αισθητική είναι πράγμα πολύ υποκειμενικό. Εγώ προσπάθησα να εξαλείψω το πρόσωπό μου και τα αισθήματά μου, τα έβαλα όλα κατά μέρος και γι’ αυτό λέω ότι η δουλειά μου έχει γίνει τρόπον τινά αφαιρετική. Δηλαδή έχω αφαιρέσει και το άτομό μου. Ο άνθρωπος είναι ό,τι κουβαλάει και αν αφήσεις στην τέχνη τη δική μας τις επιρροές και τις επιδράσεις θα βγουν όλοι οι δάσκαλοι που έχεις μέσα σου. Για να γίνει κάτι εντελώς προσωπικό πρέπει όλα αυτά να παραμεριστούν. Εγώ το έκανα γιατί είναι της ιδιοσυγκρασίας μου αλλά και γιατί στον τόπο όπου βρέθηκα οι επιρροές δεν ήταν πολύ δυνατές. Αίφνης, δεν γνωρίζω αν βρισκόμουν στα νιάτα μου στο Παρίσι τι αντιστάσεις θα είχα».


­ Από το 1965 υπήρξατε καθηγητής στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης, διευθυντής του τμήματος σχεδίου γυμνού και ως πρόσφατα διευθυντής του τμήματος γλυπτικής των τελειοφοίτων. Ως δάσκαλος τι συμβουλεύατε τους μαθητές σας;


«Να μην είναι μιμητές. Με τη δουλειά που θα κάνουν να ελπίζουν ότι θα βρουν κάτι δικό τους το οποίο θα εξελιχθεί ή όχι. Ετσι πέρασα εγώ από τη ζωγραφική στο σχέδιο. Ενιωσα ότι οι φιγούρες που έκανα στο σχέδιο έπρεπε να γίνουν σε υλικό ματεριαλιζέ. Αυτό γεννήθηκε σαν μια ανάγκη από τη δουλειά, από το σχέδιο που είναι το δικό μου ουσιαστικό υλικό. Η δική μου γλυπτική γίνεται μέσω σχεδίου. Σχέδιο, πλάνο και υλικό. Εχω απόλυτη μεθοδολογία και ορισμένη κονστρουκτσιόν που είναι δική μου εφεύρεση και έβγαλε δική της φόρμα. Από τα λίγα που γνωρίζω, οι εφευρέσεις και οι φόρμες θα πρέπει να γίνονται αναγκαστικώς. Αυτός είναι ο δικός μου δρόμος».


­ Η επίδοσή σας στο σχέδιο ανδρικού γυμνού χαρακτηρίστηκε εξαιρετικά επιτυχημένη. Γιατί όχι και γυναικείο γυμνό;


«Στη μελέτη του σώματος το ανδρικό γυμνό είναι πάντα πιο διαθέσιμο λόγω μυϊκής κατασκευής. Είναι όλα πιο φανερά. Στο γυναικείο σώμα μπορεί να έρθουν και όλα αυτά τα προσωπικά, τα αισθηματικά και αυτά είπαμε να τα βάζουμε στην άκρη…». (γέλια)


­ Τι θυμάστε από τη συνάντηση με τον Τζιακομέτι στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1962;


«Στην Μπιενάλε με πήγαν οι Αυστριακοί και θυμάμαι ότι το αυστριακό περίπτερο ήταν απέναντι από το ελληνικό και εγώ έλεγα μέσα μου: «Τι ζητάω εγώ εδώ και δεν είμαι απέναντι;». Και αυτό το αίσθημα το είχα συνέχεια. Ηρθε λοιπόν ο Τζιακομέτι και με έψαξε. Ηθελε να με γνωρίσει. Είχε έρθει και άλλη μια φορά από το περίπτερο για να με βρει αλλά εγώ έλειπα. Στεκόμασταν σούζα ο ένας απέναντι στον άλλον και μιλούσαμε. Ηταν και ο Ρουσόλι και κάποιος τρίτος καλλιτέχνης που δεν τον ήξερα. Αυτός προσπαθούσε συνεχώς να διακόψει την κουβέντα μας και να αποσπάσει την προσοχή του Τζιακομέτι. Εγώ τότε δεν πολυκατάλαβα, το περιστατικό κατέγραψε όμως αργότερα ο Ρουσόλι σε έναν κατάλογο με τις εντυπώσεις του. Οταν τελείωσε η συζήτηση θυμάμαι ότι είπα μέσα μου: «Αφού με αναγνώρισαν ο Τζιακομέτι στη Βενετία και ο Wotruba στη Βιέννη, τώρα πια δεν έχω ανάγκη από κανέναν»».


­ Επειτα από τόσα χρόνια απουσίας πόσο Ελληνας νιώθετε;


«Είμαι Ελληνας και η καταγωγή μου παίζει μεγάλο ρόλο στη δουλειά μου. Μην ξεχνάτε ότι είμαι και Πόντιος και το ποντιακό στοιχείο το έχω μέσα μου. Ποτέ δεν έγινα Αυστριακός. Πάντοτε επέμενα ως Ελλην και η δουλειά μου έχει την ελληνική ταυτότητα. Υπάρχει η σχέση με την Πρώιμη Αναγέννηση που αναφέρεται στο αρχαϊκό ελληνικό στοιχείο».


­ Αποδέχεστε τον χαρακτηρισμό του κλασικού σύγχρονου που σας έχει αποδοθεί;


«Κλασικός γίνεται στην ουσία κανείς όταν πάει στους ουρανούς και περάσουν 30 ως 40 χρόνια. (γέλια) Σοβαρά μιλώντας ο κλασικός είναι διαχρονικός και αναγκαστικά σύγχρονος. Διότι η μορφή για να είναι γνήσια πρέπει να είναι πάντα της εποχής. Τα μεγάλα έργα, τα έργα αξίας είναι πάντα σύγχρονα κατά τον τρόπο που είναι σύγχρονη η γλυπτική και τα αρχαία δράματα».


­ Πόσες ώρες δουλεύετε την ημέρα;


«Είμαι κάθε ημέρα μέσα στο εργαστήριο χωρίς να ξεχνώ ότι υπάρχει γύρω μου και η ζωή που τη ζω τα τελευταία 40 χρόνια με την Αννα-Μαρία σε δεύτερο γάμο. Εχω δύο παιδιά από τον πρώτο μου γάμο και δύο από τον δεύτερο, τον Αντρέα και την Ιουλία που ζωγραφίζει επίσης. Είμαστε μάλλον καλλιτεχνική οικογένεια. (γέλια) Και η Αννα-Μαρία είναι γλύπτρια. Καλλιτεχνικά η δουλειά μας είναι εντελώς διαφορετική και ποτέ δεν την επηρέασα ως δάσκαλος που ήμουν. Εξάλλου στα 14 της είχε κάνει ήδη το πρώτο άγαλμά της».