Οι σύγχρονες ελληνικές κυβερνήσεις είχαν πάντοτε τη φαντασίωση μιας μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας η οποία θα αναλάμβανε κατ’ αποκλειστικότητα την ανάπτυξη γιγαντιαίων επενδύσεων στην Ελλάδα. Η Πεσινέ, ο Τομ Πάππας και η Litton είναι μερικά από τα ονόματα που ταυτίστηκαν με το όραμα ενός μεσογειακού… επενδυτικού παραδείσου.


Την άνοιξη του 1966 η κυβέρνηση των αποστατών υπό τον κ.Στ. Στεφανόπουλο αποφάσισε να συνάψει μια ­ πρωτοφανή για τα διεθνή δεδομένα ­ σύμβαση με τη Litton στην οποία παραχωρούσε προς ανάπτυξη δύο μεγάλες περιφέρειες: την Κρήτη και τη Δυτική Πελοπόννησο. Αρμόδιος για τη διαπραγμάτευση ο τότε υπουργός Συντονισμού κ. Κ. Μητσοτάκης. Η Litton εθεωρείτο, την περίοδο εκείνη, μοντέλο αμερικανικής επιχείρησης με 100.000 υπαλλήλους σε 28 χώρες και πρωτοπόρο μάνατζμεντ. Οι δραστηριότητές της εκτείνονταν από την κατασκευή πυρηνικών υποβρυχίων ως τη βιομηχανία τροφίμων, ενώ βασικός ήταν ο ρόλος της στον περίφημο «Πόλεμο εναντίον της φτώχειας» που είχε κηρύξει ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον στην Αμερική.


Το σχέδιο της σύμβασης για τη Litton στην Ελλάδα προέβλεπε μεταξύ άλλων:


Η Litton θα κέρδιζε προμήθεια 3,5% ως 5,5% σε κάθε δάνειο του ελληνικού Δημοσίου από ξένες τράπεζες καθώς και για κάθε επένδυση από το εξωτερικό.


Η αμερικανική εταιρεία θα κατάρτιζε τα σχέδια ανάπτυξης για τις δύο περιοχές και το ελληνικό κράτος αναλάμβανε την υποχρέωση να υλοποιήσει τα έργα υποδομής που οι αμερικανοί μάνατζερς θεωρούσαν απαραίτητα για την ολοκλήρωση των προγραμμάτων τους.


Για κάθε δαπάνη που θα κατέβαλλε η Litton, θα εξασφάλιζε από το ελληνικό Δημόσιο πρόσθετο κέρδος 11%. Αν δηλαδή ξόδευε 100 δολάρια για διαφήμιση των ελληνικών ευκαιριών για επενδύσεις, θα έπαιρνε πίσω 111 δολάρια μέσα σε 15 ημέρες.


Η σύμβαση προκάλεσε σάλο στο, ούτως ή άλλως, ταραγμένο πολιτικό σκηνικό της εποχής. Από γελοιογραφίες ως καβγάδες στη Βουλή αφιερώθηκαν στη Litton και τα μεγαλεπήβολα σχέδιά της. Ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Συντονισμού δέχονται τα περισσότερα πυρά γιατί θεωρήθηκε πως επιχειρούσαν να ευνοήσουν τις εκλογικές τους περιφέρειες… Ο κ. Μητσοτάκης υποστήριξε πάντως πως «η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να κάνει σε δέκα αιώνες τις επενδύσεις που θα κάνει η Litton σε έναν».


Η δήλωσή του δεν κατέστη δυνατόν να επαληθευθεί όμως, γιατί οι αντιδράσεις κλιμακώθηκαν με τη συμμετοχή της ΕΔΑ, του κόμματος των Προοδευτικών του κ. Σπ. Μαρκεζίνη και της Ενωσης Κέντρου. Μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις η κυβέρνηση ανακοίνωσε στις 23 Σεπτεμβρίου 1966 πως η Litton απέσυρε τις προτάσεις ενώ η ίδια η εταιρεία δήλωσε πως οι πολιτικές διαμάχες «έθεταν σε κίνδυνο την επιτυχή έκβαση της συμβάσεως». Ο βουλευτής της ΕΚ, και κατόπιν εκλογικός σύντροφος του κ. Μητσοτάκη, Αθανάσιος Κανελλόπουλος δήλωνε από την πλευρά του: «Είμεθα εξαιρετικώς ικανοποιημένοι διότι επετύχαμεν να απαλλάξωμεν την χώραν μας από τον κίνδυνον μιας προκλητικής αποικιακής συμβάσεως».


Η Litton έχασε τον πρώτο γύρο λόγω των πολιτικών αντιδράσεων αλλά δεν εγκατέλειψε τις ελληνικές της φιλοδοξίες. Λίγες μόλις εβδομάδες μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, οι μάνατζέρς της μάντεψαν ορθά πως δεν θα είχαν πλέον τα ίδια εμπόδια να αντιμετωπίσουν. Αντιθέτως το νέο καθεστώς χρειαζόταν μία «ψήφο εμπιστοσύνης» από τις ΗΠΑ και ιδιαίτερα από το αμερικανικό κεφάλαιο.


Οι όροι της νέας σύμβασης, που δεν χρειάστηκε να εγκριθεί από τη Βουλή που δεν υπήρχε πια, ήταν περίπου οι ίδιοι με εκείνους της σύμβασης του 1966:


Η Litton θα διέθετε κεφάλαια ύψους 840 εκατομμυρίων δολαρίων για μια περίοδο 12 ετών και η ελληνική κυβέρνηση θα της επέστρεφε τα έξοδά της συν 11% κέρδος.


Η Αθήνα θα πλήρωνε προμήθεια 2% επί της αξίας κάθε επένδυσης που θα κατάφερνε να προσελκύσει στην Ελλάδα.


Ο επικεφαλής του γραφείου της εταιρείας στην Αθήνα κ. Ρόμπερτ Αλαν δήλωσε στο περιοδικό «Ramparts» ότι «τα κέρδη μας είναι ασφαλώς μεγάλα, γιατί ουσιαστικά δεν κάνουμε οι ίδιοι επενδύσεις. Η πραγματική επένδυση είναι το καλό μας όνομα που θα αξιοποιήσουμε».


Η χούντα ήξερε όμως πώς να αξιοποιήσει το «καλό όνομα» της Litton για να ανατρέψει τη δική της κακή φήμη στο εξωτερικό. Ο πρόεδρος της Litton Τεξ Θόρντον έκλεισε τα πρώτα ραντεβού αξιωματούχων της χούντας με αμερικανούς αξιωματούχους στην Ουάσιγκτον και έπεισε τη Διεθνή Τράπεζα να εγκρίνει δάνειο 12,5 εκατομμυρίων δολαρίων προς την Ελλάδα.


Ο επικεφαλής του ελληνικού γραφείου κ. Αλαν έκανε πάλι ομιλίες στις οποίες κατηγορούσε τη μεν Μελίνα Μερκούρη ως «ηλικιωμένη ηθοποιό χωρίς δουλειά» και τον Ανδρέα Παπανδρέου «εκνευριστικό, άνεργο καθηγητή». Σύμφωνα με τον αμερικανό μάνατζερ, η Μερκούρη και ο Παπανδρέου έκαναν το λάθος να «ασκούν κριτική στους στρατιωτικούς επειδή βρίσκονται στην εξουσία, ξεχνώντας πως οι ίδιοι αυτοί στρατιωτικοί πολέμησαν για να σώσουν την Ελλάδα». Σε άλλες πάλι δηλώσεις του ο κ. Αλαν διασκέδαζε τις εκθέσεις που έκαναν λόγο για βασανιστήρια στα οποία υπέβαλλε τους αντιπάλους της η χούντα: «Οι περισσότεροι εξόριστοι και φυλακισμένοι ζουν σε νησιά, όπως είναι η Καταλίνα (σ.σ. θέρετρο της Καλιφόρνιας). Είναι ελεύθεροι να πηγαίνουν και να έρχονται. Αναπνέουν καθαρό αέρα, βρίσκονται κάθε μέρα σε ωραίο ηλιόλουστο περιβάλλον και απλώς δεν έχουν επικοινωνία με τον έξω κόσμο».


Βασικό ρόλο στις δημόσιες σχέσεις της ελληνικής χούντας έπαιξε και ένας προκάτοχος του γνώριμού μας Τζέιμς Σέη, ο απόστρατος συνταγματάρχης Μάρεν Ολντφιλντ, που ανέλαβε την εκπροσώπηση της Litton μετά τη θητεία του στη θέση εκπροσώπου του ΝΑΤΟ.


Οι σχέσεις χούντας και Litton απασχόλησαν και το αμερικανικό Κογκρέσο. Στο «Congressional Record» της 5ης Αυγούστου 1969, καταγράφεται τοποθέτηση του τότε γερουσιαστή της Νέας Υόρκης κ. Τσαρλς Γκουντέλ, ο οποίος αναφέρεται σε μελέτη για ύποπτα συμβόλαια της Litton στην Ελλάδα.