Ιδιάζουσα μορφή ρατσισμού, θεσμοποιημένου ή μη, μπορεί να προσλάβει και ο εθνικισμός, με την απαξιωτική σημασία του όρου. Ηδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, στο πλαίσιο του αστικού μετασχηματισμού των ευρωπαϊκών ιδίως κοινωνιών, συγκροτήθηκαν τα σύγχρονα εθνικά κράτη βάσει της αρχής των εθνοτήτων: κάθε έθνος και κράτος, κάθε κράτος και έθνος. Συναφώς δε καλλιεργήθηκε η εθνικιστική ιδεολογία για την εξυπηρέτηση εθνοενωτικών επιδιώξεων, η οποία πολλές φορές προσέκρουσε σε αντίστοιχες όμοιες επιδιώξεις άλλων εθνικών κρατών, ιδίως γειτονικών. Τη ρατσιστική υφή του προσλαμβάνει ο εθνικισμός όταν εξαίρει, όχι απλώς την ιδιαιτερότητα, αλλά την υπεροχή των στοιχείων του οικείου έθνους ­ ιστορικών, φυλετικών, θρησκευτικών, γλωσσικών, πολιτισμικών ­ ως οιονεί «περιουσίου», ενώ παραλλήλως διαβάλλει ως κατώτερα και περιφρονεί τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά στοιχεία που συνθέτουν την ταυτότητα των άλλων εθνών. Υπό την κάλυψη δε αυτής της ρατσιστικής ιδεολογίας ο εθνικισμός αποβαίνει πολλές φορές φανατικός, βίαιος, επιθετικός, σοβινιστικός και φιλοπόλεμος. Ως εύλογη αντίδραση προς αυτόν διαμορφώνεται συχνά μια αντιεθνικιστική ιδεολογία, η οποία και του αντιπαρατάσσεται. Πάντως πρέπει να σημειώσω ότι οι αντιεθνικιστές, για να είναι συνεπείς προς τις διεθνιστικές αρχές τους και πειστικοί, δεν πρέπει να παραβλέπουν τον ενδεχομένως υπάρχοντα εθνικισμό της αντίπεραν όχθης, ιδίως όταν αυτός έχει εκδηλώσει, άμεσα ή έμμεσα, αλυτρωτικές και επεκτατικές προθέσεις.


Διότι άλλως τον εξυπηρετούν εξ αντικειμένου, δηλαδή ενισχύουν «διεθνιστικά» αυτόν τον εθνικισμό και καταντούν οιονεί συνεργοί του ­ με άλλες λέξεις, «παίζουν το παιχνίδι του» (εις βάρος της δικής τους χώρας) ­, οπότε ο μονόπλευρος και μονοδρομικός αντιεθνικισμός εμφανίζεται μεροληπτικός και αποβαίνει αναξιόπιστος.


Ολα αυτά τα ζήσαμε πρόσφατα, όταν μια αντιεθνικιστική «υστερία» ορισμένων δημοσιογράφων, πολιτικών και διανοουμένων διαδέχθηκε τη λαϊκή εθνικιστική «υστερία» για την οικειοποίηση σκέτου του ονόματος «Μακεδονία» από το νεότευκτο γειτονικό (φιλικό κατά τα άλλα!) κράτος των Σκοπίων (το ζήτημα συμβιβαστικής σύνθετης ονομασίας έχει παραπεμφθεί «εις τας ελληνικάς καλένδας» μετά την υπαγορευθείσα από τις ΗΠΑ περιβόητη «ενδιάμεση συμφωνία», η οποία φαίνεται να είναι και τελική…).


Ενα νέο εθνικιστικό φαινόμενο, που θα το ονόμαζα «μικροεθνικισμό», έχει ανακύψει πρόσφατα και εντείνεται ολοένα. Το συναντούμε ιδίως στα Βαλκάνια, μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του αποκληθέντος «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ορισμένες μειοψηφικές ομάδες πληθυσμού, που επί σειράν πολλών δεκαετιών ή και αιώνων συμβίωναν στο πλαίσιο της πολιτικής κοινότητας ενός εθνικού κράτους, έχουν αρχίσει να κατασκευάζουν, διαμορφώνουν και προβάλλουν τη συλλογική ύπαρξή τους, αυτοπροσδιοριζόμενες ως μειονότητες ­ με ιδιαιτερότητες εθνοτικές, γλωσσικές, φυλετικές, θρησκευτικές, πολιτισμικές ­, διεκδικώντας σε πρώτη μεν φάση τη θεσμική αναγνώρισή τους, προοπτικά δε την αυτονόμησή τους ή και την απόσχισή τους από το συγκεκριμένο κράτος και την ίδρυση δικού τους κράτους ­ ή την ένταξή τους σε οικείο όμορο κράτος. Σε αυτούς τους «μικροεθνικισμούς» όμως αντιτάσσεται αναποφεύκτως αναζωπυρούμενος ο εθνικισμός της πλειοψηφίας του συγκεκριμένου λαού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία και την όξυνση ενδοκρατικών τοπικών αντιπαραθέσεων και διενέξεων που τείνουν να προσλάβουν ρατσιστικό εκατέρωθεν χαρακτήρα.


Το θέμα των μειονοτήτων είναι πάντως πολυδιάστατο, πέραν δε της θεωρητικής ενδιαφέρουσα είναι η πρακτική αντιμετώπισή του, η οποία πρέπει να γίνεται με πολλή προσοχή. Διότι μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες καταστάσεις διεθνούς αναταραχής. Εν πρώτοις, υπάρχει το ενδεχόμενο επιτήδειας πολιτικής εκμετάλλευσης του μειονοτικού «μικροεθνικισμού» από ορισμένες μεγάλες Δυνάμεις, ώστε να έχουν την ευχέρεια επεμβάσεων στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων (μικρότερων) κρατών με το πρόσχημα της προστασίας των μειονοτήτων και γενικότερα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εξάλλου, υποθάλπεται έτσι η τάση για αναθεώρηση των υφισταμένων συνόρων και για ακρωτηριασμό ή διαμελισμό των υπαρχόντων εθνικών κρατών, όταν τούτο συμφέρει σε κάποια ισχυρά κράτη. Τον «μικροεθνικισμό» υποδαυλίζουν επίσης και γειτονικά όμορα κράτη, τα οποία, προβάλλοντας το ενδιαφέρον τους για την προστασία κάποιας «συγγενικής» μειονότητας, προωθούν επεκτατικές εδαφικές βλέψεις. Οσο δε η αντιπαράθεση μεταξύ μειονοτικού εθνικισμού και πλειοψηφικού (ή κρατικού) εθνικισμού εντείνεται, αποβαίνει επικίνδυνη για την ειρήνη, δεδομένου ότι οι μειονότητες λειτουργούν συχνά ως προγεφυρώματα εθνικιστικών επιδιώξεων αλυτρωτικού χαρακτήρα και χρησιμοποιούνται ως δούρειοι ίπποι για την αποσταθεροποίηση και τη μεταβολή του status quo της διεθνούς έννομης τάξης.


Είναι εκ πρώτης όψεως περίεργο ότι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, αντί να ενοποιείται το διεθνές σύστημα, χαρακτηρίζεται από διασπάσεις, κατατμήσεις και αντιπαραθέσεις, οφειλόμενες ιδίως στην έξαρση των μειονοτικών εθνικισμών. Ετσι δημιουργείται το αντιφατικό ­ όχι όμως και δυσεξήγητο διαλεκτικά ­ φαινόμενο της αναζωπύρωσης και έκρηξης των εθνικισμών, με προοπτική την ίδρυση νέων κρατικών μορφωμάτων, δηλαδή ασθενικών κρατιδίων, εθνικά «καθαρών», τυπικά ανεξάρτητων, αλλά οικονομικά και πολιτικά ευάλωτων και ευκόλως κηδεμονεύσιμων και χειραγωγήσιμων από τα μεγάλα και ισχυρά κράτη. Ενώ, δηλαδή, η διεθνιστική ιδεολογία προβάλλει την υπέρβαση του «κράτους-έθνους», καλλιεργεί παράλληλα την αποσχιστική τάση των μειονοτικών εθνοτικών ομάδων να αποτελέσουν νέα εθνικά (μικρά) κράτη. Ετσι, αντί του «κράτους-έθνους» αναδύεται το «κρατίδιο-έθνος». Πρόκειται για έναν «μεταμοντέρνο» διεθνιστικό εθνικισμό ­ ή εθνικιστικό διεθνισμό…


Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στη διεθνή κοινότητα όσον αφορά την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Διότι όσο εντονότερος καθίσταται ο μειονοτικός «μικροεθνικισμός» τόσο τείνει σε έμπρακτη αμφισβήτηση της κυριαρχίας της εδαφικής ακεραιότητας του συγκεκριμένου κράτους. Οπότε τούτο, για να αντιμετωπίσει αυτή την αμφισβήτηση ­ έστω και αν με την πολιτική του είχε ίσως προκαλέσει την έξαρση του μειονοτικού εθνικισμού ­ ενδέχεται να λάβει κατασταλτικά μέτρα ρατσιστικού χαρακτήρα.


Η διεθνής έννομη τάξη έχει, ιδίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποδοκιμάσει και καταδικάσει κάθε μορφή ρατσισμού, ενώ παράλληλα έχει θεσπίσει όργανα, μηχανισμούς και διαδικασίες ελέγχου για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου (π.χ. Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, Οικουμενική Διακήρυξη του 1948, Ευρωπαϊκή Σύμβαση του 1950, Διεθνής Σύμβαση του 1965 για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων, δύο Διεθνή Σύμφωνα του 1966 για τα ατομικά, πολιτικά, κοινωνικά κτλ. δικαιώματα, Τελική Πράξη του Ελσίνκι του 1975 και πολλά άλλα διεθνή κείμενα). Η διεθνοποίηση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επέφερε ωστόσο μια κάποια άμβλυνση και σχετικοποίηση της εθνικής κυριαρχίας των καθέκαστα κρατών, με την παροχή δυνατότητας επεμβάσεων στις εσωτερικές υποθέσεις τους εκ μέρους των διεθνών οργανισμών, σε περιπτώσεις σοβαρών παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.


Πάντως, εν όψει της αρχής της μη επέμβασης του άρθρου 2, παρ. 7, του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, δεν νομιμοποιούνται για τις «ανθρωπιστικές» αυτές επεμβάσεις τα οποιαδήποτε άλλα κράτη αλλά μόνο τα συγκεκριμένα θεσμοθετημένα διεθνή όργανα, τα οποία, στο πλαίσιο του κανονιστικού καθεστώτος της διεθνούς κοινωνίας, έχουν καταστεί αρμόδια να ασκούν έλεγχο και να επιβάλλουν κυρώσεις (όπως π.χ. το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Στρασβούργου). Οσον αφορά δε ειδικότερα τη λήψη κατασταλτικών μέτρων με χρήση βίας (ένοπλη επέμβαση ­ manu militari), για λόγους προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εναντίον κράτους που τα παραβιάζει συστηματικά και σε ευρεία κλίμακα (π.χ. με μέτρα έντονου και βίαιου ρατσιστικού χρακτήρα), το μόνο διεθνές όργανο που νομιμοποιείται προς τούτο είναι το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Το γεγονός ότι υπήρξαν ενίοτε, στο παρελθόν, παραβιάσεις αυτού του κανόνα ­ της βασικής αρχής ­ από ορισμένα κράτη αυτογνωμόνως δρώντα (π.χ. των ΗΠΑ στο Ιράν το 1980, της Γαλλίας στο Ζαΐρ το 1991, των ΗΠΑ στην Αϊτή το 1994) δεν αποτελεί επαρκή νομική βάση για να θεωρηθεί ότι έχει δήθεν δημιουργηθεί σχετικό έθιμο, και μάλιστα καταργητικό του προαναφερθέντος ρητού κανόνα του Χάρτη του ΟΗΕ.


Αλλωστε, αν η διεθνής κοινότητα επαφιόταν στα κατ’ ιδίαν κράτη για την επιβολή τέτοιων κυρώσεων, θα προέκυπτε, εκ των πραγμάτων, ένα χαοτικό καθεστώς διεθνούς ανομίας και αναρχίας διάχυτης, με πρακτικό αποτέλεσμα, σε τελική ανάλυση, την επιβολή της «ανθρωπιστικής» θέλησης του εκάστοτε ισχυροτέρου.


Από 14 ως 18 Μαΐου 1995 το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών και το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης διοργάνωσαν διεθνές «Συνέδριο για τον πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό ρατσισμό». Η εναρκτήρια ομιλία έγινε από τον ακαδημαϊκό και ομότιμο καθηγητή των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης Αριστόβουλο Ι. Μάνεση. Ο τόμος των πρακτικών του συνεδρίου βρίσκεται ήδη (με καθυστέρηση) υπό εκτύπωση. Το κείμενο που δημοσιεύει σήμερα κατ’ αποκλειστικότητα «Το Βήμα» είναι τμήμα της ομιλίας του καθηγητή Μάνεση που έχει και στοιχεία επικαιρότητας.


Ο κ. Αριστόβουλος Ι. Μάνεσης είναι Ακαδημαϊκός, ομότιμος καθηγητής των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλονίκης και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής.