Ολόκληρο το βράδυ της Τετάρτης ο ίδιος εφιάλτης. Ο Ντεριντά καθισμένος στη σκηνή του αμφιθεάτρου στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Μιλάει, μιλάει, μιλάει… Ολοι χειροκροτούν, όλοι θαυμάζουν… και εγώ εις μάτην παλεύω να καταλάβω τι λέει. Κάποτε η ομιλία τελειώνει. Μέσα στο χειροκρότημα πάω να φύγω στα κλεφτά. «Εεεε! Εσύ! Εσύ εκεί πίσω!» ακούω τη φοβερή φωνή από τη σκηνή. Γυρίζω. Ο Ντεριντά έχει πεταχθεί όρθιος. Ο γαμψός δείκτη του χεριού του σημαδεύει ίσια επάνω μου. Πανικός. «Εγώ;» ρωτάω. «Ναι, Μαργωμένου! Εσύ! Πες μας το νόημα!». Ξύπνησα τρεις φορές κάθιδρη σε αυτό το σημείο το βράδυ της Τετάρτης… Οι βλαβερές συνέπειες του ρεπορτάζ της προηγούμενης ημέρας ­ ποιος να το έλεγε πως θα μπορούσαν να έχουν τέτοια αποτελέσματα επάνω μου οι δύο ώρες ομιλίας του γάλλου φιλοσόφου Ζακ Ντεριντά στο Γαλλικό Ινστιτούτο… Και όμως, ιδού πώς ακριβώς ο θεμελιωτής της αποδόμησης κατάφερε πέραν των φιλοσοφικών εννοιών να αποδομήσει μέχρις εσχάτων και την ταπεινή ύπαρξή μου…



Η εξέλιξη των λεγόμενων «κουλτουριάρηδων»: εσχάτως εξέλιπε εκείνο το είδος το αναγνωρισθέν επί τη εμφανίσει από το μαλλί ασορτί με το ρούχο (αμφότερα ήταν λερά και μακριά τον παλιό εκείνο τον καιρό…). Αντικατεστάθη από έτερη συνομοταξία, τα μέλη της οποίας χαρακτηρίζει αυτή η μυστηριώδης τάση να τυλίγονται σε σκουρόχρωμα ενδύματα δύο νούμερα μεγαλύτερα από το δικό τους. Αυτό το νέο είδος «κουλτουριάρηδων» λοιπόν, το οποίο είθισται να συχνάζει στις πίσω θέσεις αμφιθεάτρων, σε στέκια τύπου «Σίτι» και «Εν Δελφοίς», μηρυκάζων διάφορα αδιάφορα ζητήματα, σήμερα έχει κατακλύσει το αμφιθέατρο του Γαλλικού Ινστιτούτου. Εξ ου και οι καλές θέσεις είναι πιασμένες από τις 7.00 ­ και πλέον το ρολόι δείχνει 7.30 μ.μ. Ο κ. Ζακ Ντεριντά έχει ήδη θρονιαστεί στην πολυθρόνα του εν μέσω σκηνής και ξεσκονίζει το πάκο με τα χαρτιά του…


Καθ’ ότι δεν ομιλώ ούτε μία λέξη της γαλλικής γλώσσας πέραν του «oui», είχα εφησυχάσει όταν η ευγενέστατη κυρία του Γαλλικού Ινστιτούτου μού διευκρίνισε τηλεφωνικώς ότι «η ομιλία θα έχει ταυτόχρονη μετάφραση στα ελληνικά». Τώρα όμως που η ομιλία ξεκινά, αρχίζουν να με ζώνουν τα φίδια: κατά τη μεταφράστρια στο αφτί μου, ο κ. Ντεριντά πρώτα υπογραμμίζει ότι «η αρχή του απροϋπόθετου έχει έναν χώρο διατήρησης στις ανθρωπιστικές σπουδές» και λίγο μετά επισημαίνει ότι θα σταθεί «στην κλασική διάκριση εκτελεστικών ενεργημάτων». Ολα αυτά δε τα εκστομίζει ο κ. Ντεριντά χειρονομώντας ακαταπαύστως, με το μένος που ένας φίλαθλος του Ολυμπιακού θα επεδείκνυε αν, λόγου χάρη, κάποιος αμφισβητούσε τη… γαυρική παντοκρατορία.


Οταν πια ο φιλόσοφος φθάνει να αναρωτηθεί «όταν λέμε «ως εάν», μήπως εγκαταλείπουμε τον εαυτό μας στο όνειρο και εφαρμόζουμε διαστοχικές κρίσεις;», αισθάνομαι τόσο αδαής και ακαλλιέργητη, που σπεύδω στη διπλανή μου για συμπαράσταση. «Συγγνώμη» της λέω σκουντώντας την. Η κυρία ενοχλημένη βγάζει τα ακουστικά. «Εσείς καταλάβατε τι είπε;». Δεν απαντά. Απλώς στενεύει τα μάτια της και με κοιτά με αυτό το ύφος της απόλυτης απέχθειας και περιφρόνησης. Κουνάει το κεφάλι επιτιμητικά και ξαναφοράει τα ακουστικά της, να μη χάσει τις επόμενες ρανίδες σοφίας που θα στάξει το στόμα του φιλοσόφου. Δευτερόλεπτα μετά πιάνω τον εαυτό μου να την κοιτά με το ίδιο ακριβώς ύφος: διαπιστώνω ότι η ύποπτη οσμή που εδώ και ώρα με τριγυρίζει προέρχεται από τις γυμνές πατούσες της, τις οποίες έχει σηκώσει από το έδαφος και έχει αποθέσει στο διαχωριστικό των δύο καθισμάτων…


Εδώ και μισή ώρα ο Ρίφκιν, ο Αυγουστίνος, ο Καντ, ο Φρόιντ, ο Νίτσε, ο Ρουσό και πολλοί άλλοι διαπρεπείς οργώνουν διά στόματος Ντεριντά τα αδαή ώτα μου. Η καρέκλα είναι στενή, νιώθω να πνίγομαι και η διάθεσή μου έχει χρώμα ανάλογο των τοίχων του Ινστιτούτου ­ αποπνικτική ώχρα… Μετράω τρίτη φορά τις 68 τσακίσεις της μπλε κουρτίνας πίσω από τον φιλόσοφο. Παρηγοριέμαι που ο Γιώργος Γραμματικάκης, ο πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης, τρεις σειρές μπροστά μου, μαδάει βαριεστημένα το μουστάκι του και που δύο νεαροί παίζουν δίπλα μου τους πιλότους του «Σταρ Τρεκ» στερεώνοντας τα ακουστικά στη μύτη τους και χασκογελώντας αδιάντροπα.


Στην μπροστινή θέση εδώ και πέντε λεπτά ένας κύριος έχει κλείσει τα μάτια κι έχει γείρει μπροστά. «Κοιμάται;» ρωτώ τη διπλανή του, που μοιάζει φοιτήτρια και χασμουριέται ανά τετράλεπτο. «Εσείς τι λέτε; Να πέθανε απ’ τη βαρεμάρα;» μου απαντά…


Και είναι ακόμη μόλις 8.30 μ.μ…. «Θα αρχίσω από το τέλος ταυτόχρονα και από την αρχή», λέει ο φιλόσοφος και μειδιά, «διότι», εξηγεί, «άρχισα από το τέλος, ως εάν να επρόκειτο για την αρχή»… Σε αυτό το σημείο ο φιλόσοφος γελά αυτάρεσκα, σαν να εκστόμισε το τελευταίο πετυχημένο ανέκδοτο. Ατυχώς η ομήγυρη δεν «πιάνει» το κωμικόν της φράσεως, εξ ου και ουδείς από το κοινό χαμογελά ­ κατά τα φαινόμενα, το φιλοσοφικό αυτό αστείο απευθυνόταν σε υψηλότερα των μετρίων IQ μας… Αντί χαμόγελων, λοιπόν, έχουμε τις πρώτες αποχωρήσεις. Δειλά ένας κοντούλης κύριος σηκώνεται από την τρίτη σειρά και σκυφτός διασχίζει τον διάδρομο προς την πόρτα. Ω του θαύματος, εντός τριών δευτερολέπτων πετιούνται δίκην μανιταριών άλλοι 15 περίπου όρθιοι ­ προφανώς ήταν να μη γίνει η αρχή της αποχώρησης…


Αλλά ο κ. Ντεριντά λάβρος. Λέει για το προπατορικό αμάρτημα, για την εξιλέωση, για το τέλος χωρίς τέλος και για το τέλος της εργασίας («ως εάν αυτό να βρισκόταν πίσω απ’ την προέλευση του κόσμου», παρεμπιπτόντως…). Και όπως ξεσπαθώνει στο βήμα λέγων ότι «το γεγονός αυτό δεν συμβαίνει παρά μόνο στον βαθμό που αφήνεται να…» η μεταφράστρια παθαίνει μπλακ άουτ! Σιωπή στα ακουστικά, οι θεατές πιάνουν τα αφτιά τους, κουνάνε ομαδικά τα διακοπτάκια του ήχου. Ο κ. Ντεριντά μιλάει, μετάφραση δεν ακούγεται και αντ’ αυτής ακούμε απανωτά ρουφήγματα μύτης στα ηχεία μας. «Η μεταφράστρια κλαίει!» λέει η μπροστινή μου. Σκέφτομαι την έρμη μεταφράστρια, πελαγωμένη και αβοήθητη στο γκρι κλουβί της πάνω από την αίθουσα… Ο ήχος των χαρτιών που ανακατεύονται με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Προφανώς η γυναίκα απλώς μπέρδεψε τα χαρτιά ­ τώρα συνεχίζει ακμαιότατη τη μετάφραση. Ενα τέταρτο αργότερα φθάνει στο «Τελείωσα!». Χειροκρότημα και… σχεδόν τρέχοντας η μισή αίθουσα αποχωρεί.


Η ομιλία τελείωσε. Αλλά ­ φευ! ­ ακολουθούν και ερωτήσεις. «Αν αποδομήσουμε το πανεπιστήμιο, πώς θα σώσουμε το απροϋπόθετο;» ρωτάει ένας προβληματισμένος πενηντάρης (ναι, αν δεν το καταλάβατε, υπάρχουν και κάτι τύποι… ντεριντικότεροι του Ντεριντά). Ο φιλόσοφος θαυμάζει. «Πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση!» κάνει. Αλλά όχι όσο η επόμενη. Κάποιος ζητεί από τον φιλόσοφο να πάρει θέση και για τους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία. Τεντώνω τα αφτιά μου. Δεν μπορεί, σκέφτομαι. Αυτό που θα πει τώρα θα το καταλάβω. Φρούδες ελπίδες… Ο κ. Ντεριντά παίρνει μια βαθιά ανάσα και: «Να σας πω… Πολλοί μοιράζονται τη θεολογική μη συμμετρική αντίληψη και η ρητορική αυτή έχει ένα μέλλον. Πρέπει όμως να γίνει αποδόμηση αυτής της ιδέας των δικαιωμάτων του ανθρώπου ούτως ώστε να μην την εκλάβουμε ως φετίχ. Γι’ αυτό και εγώ είμαι εναντίον όλων!». Και το χειροκρότημα από κάτω να πέφτει βροχή…