«Mazurka Fogo» με πορτογαλικές μελωδίες




Στο παρισινό Theatre de la Ville, το δημοτικό θέατρο που στεγάζει επισήμως τον σύγχρονο χορό και τις έθνικ μουσικές εκδηλώσεις, από το 1978 και χωρίς διακοπή κάθε άνοιξη επαναλαμβάνεται μια τελετουργία: η Πίνα Μπάους παρουσιάζει τη νέα της δουλειά. Φέτος, από το Σάββατο ως τις 5 Μαΐου το Χοροθέατρο του Βούπερταλ υπόσχεται να ταξιδέψει τους θεατές του στη Λισαβόνα με τη «Mazurka Fogo», μια παραγωγή για την οποία συνεργάστηκε με την Expo ’98 στην πορτογαλέζικη πρωτεύουσα.


Τι είναι άραγε αυτό που κάνει τους Παριζιάνους να αγοράζουν τρεις μήνες πριν τα εισιτήρια, να συρρέουν σε ουρές για να διεκδικήσουν τα ελάχιστα εναπομείναντα ­ αν τα καταφέρουν ­ και να «ζητιανεύουν» έξω από το θέατρο μια θέση όσο όσο πριν από κάθε παράσταση; Είναι σαν η Πίνα Μπάους, η ταξιδιώτισσα χορογράφος του Βούπερταλ, να μοιράζει έναν άρτο με ιδιότητες μαγικές, αυτόν που κάνει να βλέπουμε πιο βαθιά στον εαυτό μας και πιο ξεκάθαρα τον κόσμο μας. Και κάθε φορά έχει να θρέψει τους θεατές της με ένα νέο όραμα της ανθρωπότητας όπως αυτή εξελίσσεται.


Η ιστορία του χοροθεάτρου


Νόθο παιδί του χορού και του θεάτρου, έχοντας κάποτε προκαλέσει την οργή γι’ αυτό ακριβώς που είναι και έχοντας γρήγορα κερδίσει τη φήμη και το κοινό του, το χοροθέατρο της Πίνα Μπάους αποτελεί σήμερα μια κλασική μορφή του μοντέρνου χορού. Το Χοροθέατρο του Βούπερταλ ιδρύθηκε το 1973, όταν η Μπάους ­ έπειτα από σπουδές στη σχολή Folfgang του Essen και στη Νέα Υόρκη και μετά τη θητεία της στην ομάδα του δασκάλου της Kurt Joos και σε άλλα σχήματα και έπειτα από μία σειρά εντυπωσιακών πρώτων χορογραφιών ­ προσλαμβάνεται ως μόνιμη χορογράφος του Βούπερταλ.


Με μία σειρά από χορογραφίες, όπως «Η ιεροτελεστία της άνοιξης» (1957), «Κυανοπώγων» (1977), «Cafe Miller» (1978), «Kontakthof» (1978), το Χοροθέατρο περιοδεύει ανά τον κόσμο και σύντομα καταξιώνεται: ένας χώρος σύγκλισης διαφορετικών τάσεων, ιδεών, αισθητικής, χειρονομιών, πολιτισμών, κωδίκων, προσώπων. Το συγκρότημα είναι ένα σημείο συνάντησης χορευτών που προέρχονται λίγο ως πολύ από παντού, επιλεγμένων ακριβώς με κριτήριο τη διαφορετική πολιτιστική και χωρική προέλευσή τους και την προσωπική «αποσκευή» που έχει ο καθένας τους να συνεισφέρει στην κοινή δημιουργία.


Η ποίηση του σώματος



Η ιδιοφυΐα της Μπάους έγκειται ακριβώς στον τρόπο με τον οποίο «ράβει» τις αντιθέσεις δίνοντάς τους ένα νόημα και μια κατεύθυνση, συνθέτοντας το έργο με συνοχή και ενότητα, σαν να φτιάχνει ένα μεγάλο χαλί. Ως εκ τούτου, το Χοροθέατρό της έχει αναπτύξει ένα δικό του ιδίωμα, το οποίο, πέρα από τις διαφορετικές γλώσσες και τους πολιτισμούς, έχει βρει τον τρόπο να μιλάει στους ανθρώπους για πράγματα που πονάνε ή που παρηγορούν, χρησιμοποιώντας την ποίηση της σωματικής έκφρασης και της εικόνας και την ένταση της μεταφοράς της συμβολικής κίνησης.


Γεννημένη στο Solingen της Γερμανίας το 1940, η Πίνα Μπάους μεγάλωσε στο εστιατόριο των γονιών της. «Πέρασα πολύ χρόνο κάτω από τα τραπέζια: υπήρχε τόσος κόσμος και συνέβαιναν πάντα τόσα παράξενα πράγματα», λέει και αποκαλύπτει επάνω στη σκηνή όλα τα παράξενα πράγματα που συμβαίνουν υπογείως ανάμεσα στους ανθρώπους.


Μία από τις αντιθέσεις που διατρέχουν τα έργα της είναι μια διάχυτη νοσταλγία για την πατρίδα, η νοσταλγία τού να μπορεί κανείς επιτέλους να ακουμπήσει τις βαλίτσες του στο έδαφος και ταυτόχρονα το κάλεσμα του μεγάλου «εκεί έξω» που δεν αφήνει να σταματήσει το ταξίδι. Χωρίς σταματημό η Pina Bausch αφαιρεί κάτω από τα πόδια των χορευτών της ­ και μαζί και των θεατών της ­ το καθησυχαστικό έδαφος των συνηθειών και τους στέλνει στο άγνωστο σαν σε μια ξένη χώρα.


Παγκόσμια καταξίωση


Τα τελευταία χρόνια το ταξίδι και η αίσθηση της άγνωστης χώρας έχει μετατραπεί σε σύστημα δουλειάς για το Χοροθέατρο του Βούπερταλ, που σιγά σιγά απλώνεται στον κόσμο, έχοντας καθιερώσει τις παραγωγές σε συνεργασία με μια άλλη πόλη. Η σειρά των «πορτρέτων πόλεων» α λα Μπάους άρχισε με το «Viktor» (1986) όπου παλλόταν μια Ρώμη σχεδόν φελινική και συνεχίστηκε με το «Palermo» (1989) στη Σικελία. Επειτα ήρθε η σειρά της Μαδρίτης με το «Tanzabend ΙΙ» (1991), του Λος Αντζελες με το «Nur Du» (1996), του Χονγκ Κονγκ με τον «Καθαριστή τζαμιών» (1997) και το 1998 της Λισαβόνας με τη «Mazurka Fogo». Πρόκειται για πόλεις τις οποίες το συγκρότημα είχε γνωρίσει σε κάποια από τις περιοδείες του, πόλεις στις οποίες φιλίες, σχέσεις, συνενοχές έχουν ήδη αναπτυχθεί. Μένοντας για κάμποσο καιρό στις πόλεις οι χορευτές αφήνονται να εμποτιστούν από εικόνες, ήχους, φαντάσματα που χαρακτηρίζουν την καθεμιά τους. Το συγκρότημα χτίζει έτσι ένα κοινό φορτίο από αντιδράσεις και αναδράσεις με διαφορετικούς αστικούς ιστούς. Με βάση αυτό το στοκ, η Μπάους πλέκει το έργο της.


Στο «Nur Du», με τη βοήθεια του σκηνογράφου της Peter Pabst, έστησε ένα ινδιάνικο δάσος από τεράστιους κορμούς, μέσα στο οποίοι οι 22 χορευτές της έμοιαζαν με παιδιά που έχουν χαθεί, μίλησε για τη μαζικότητα και τη μοναξιά, για τη διαφορετικότητα, για το όνειρο της ευτυχίας, την αναζήτηση, την παρεξήγηση, την αποτυχία της προσπάθειας επικοινωνίας ανάμεσα στους άντρες και στις γυναίκες. Στον «Καθαριστή τζαμιών», μοντάροντας και ενορχηστρώνοντας το πολύχρωμο υλικό που οι χορευτές της της προμήθευσαν από το ασταθές και ιλιγγιώδες σύμπαν του Χονγκ Κονγκ, θέτει σε κίνηση ένα απίστευτο βουνό από τριαντάφυλλα και διηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που καθαρίζει τζάμια σε ουρανοξύστες. Στη «Mazurka Fogo» μάς υπόσχεται να φέρει στη σκηνή τη λευκή πολιτεία με τους βράχους της και τη θάλασσα που ο Peter Pabst βρήκε τον τρόπο να περικλείσει στην ίδια την πόλη πάνω στη σκηνή.


Η μουσική της παράστασης, ετερόκλητη όπως συνήθως, αποτελείται από παλαιές παραδοσιακές μελωδίες της Λισαβόνας (εξ ου και ο τίτλος) αλλά και από πιο καινούργιες, όπως ένα fado της Αμάλια Ροντρίγκες ή ένα άλλο των Merceneiros. Η αγάπη και η τρυφερότητα με τις οποίες υποδέχτηκαν οι κάτοικοι της Λισαβόνας το συγκρότημα, ο ήλιος, η απλότητα, ο άνεμος, είναι όλα αποτυπωμένα στη «Mazurka Fogo». Η αμεσότητα επίσης των ανθρώπων του μικρού τόπου, όπως της Ροντρίγκες που ήρθε σε μια από τις πρόβες, ή της Teresa Salgueiro, της τραγουδίστριας των Madredeus, η οποία ένα βράδυ σε μια απρόοπτη συνάντηση σε μια ταβέρνα της παλιάς πόλης σηκώθηκε από το τραπέζι της και τραγούδησε για χάρη της Μπάους.


Το ταξίδι της ωριμότητας


Οπως και ο «Καθαριστής τζαμιών», η «Mazurka Fogo» μάς προτείνει ένα όραμα της ανθρωπότητας λιγότερο τραγικό απ’ ό,τι τα παλαιότερα έργα της Pina Bausch. Τα σόλο έχουν αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με τα χαρακτηριστικά για τις παλαιότερες χορογραφίες ομαδικά κομμάτια. Ακόμη και η σταθερή θεματική της ρέπει προς μια αλλαγή: για παράδειγμα το θέμα της δύσκολης επικοινωνίας ανάμεσα στους άντρες και στις γυναίκες το διαπραγματεύεται και πάλι, αλλά αυτή τη φορά πιο κωμικά, για να δώσει εν τέλει έμφαση στις φευγαλέες και παθιασμένες συναντήσεις.


Πολλοί από τους παλαιούς και ίσως πιο συντηρητικούς οπαδούς της θα της καταλογίσουν ως σημείο κόπωσης και φθοράς αυτή τη μετατόπιση προς την ελαφρότητα, όπως της το καταλόγισαν και πέρυσι. Πολλοί, ψάχνοντας να τη δικαιολογήσουν, θα την αποδώσουν στην ανανέωση του συγκροτήματος με τη συμμετοχή νεότερων χορευτών ή στην ατμόσφαιρα της πόλης που αποτελεί και το θέμα του έργου. Μήπως όμως ξεχνούν πως η ωριμότητα πολλές φορές είναι ακριβώς η διαφυγή από την επανάληψη του εαυτού μας και η εφεύρεση τρόπων λιγότερο σκληρών για να μιλάμε γι’ αυτά τα ίδια επώδυνα πράγματα; Και πως πολλές φορές χρειάζεται περισσότερο θάρρος το να φέρνεις στην επιφάνεια το πιο τρυφερό και άρα πιο ευάλωτο κομμάτι του εαυτού σου, πρακτική που δεν έχει καθόλου αλλάξει στο θέατρο της Μπάους.