ΜΕΓΑΛΕΣ ποσότητες σιδήρου μπετόν (μπετόβεργες) ακατάλληλου για κτιριακές κατασκευές ενδέχεται να έχουν «πλημμυρίσει» την αγορά. Στο ΚΕΔΕ (Κέντρο Ελέγχου Δημοσίων Εργων) του ΥΠΕΧΩΔΕ σήμανε συναγερμός πριν από λίγες ημέρες, καθώς εντοπίστηκε διακίνηση εισαγόμενου χάλυβα, ο οποίος προοριζόταν μάλιστα, κατά τις ίδιες πληροφορίες, για την κατασκευή σχολικού συγκροτήματος στην περιοχή της Δυτικής Αττικής, που δεν κάλυπτε ούτε τις ελάχιστες προδιαγραφές και απαιτήσεις αντοχής. Η αγορά χάλυβα, λόγω πλημμελών ελέγχων, φαίνεται να βρίσκεται στο έλεος κερδοσκόπων που δεν διστάζουν να θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των κατασκευών.


Στο ΚΕΔΕ γίνεται λόγος για περίπτωση προφανούς και κατάφωρης παραβίασης κάθε κανονισμού ασφάλειας και αντισεισμικής προστασίας, ενώ πηγές της αγοράς δεν κρύβουν ότι η Ελλάδα, καθώς σοβεί η κρίση και πληθαίνουν τα φαινόμενα τυχοδιωκτισμού στην αγορά χάλυβα διεθνώς, εξελίσσεται ­ αν δεν έχει ήδη εξελιχθεί ­ σε προορισμό κάθε είδους «πλεονασματικών» χαλύβων με ευρωπαϊκό «διαβατήριο» αλλά αμφίβολη προέλευση. Σχεδόν ένα στα τρία σπίτια στη χώρα μας, όπως προκύπτει από στοιχεία των αρμοδίων υπηρεσιών του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας για την εξέλιξη των εισαγωγών, ήδη κτίζεται με εισαγόμενο ­ κατά βάση τουρκικό ­ χάλυβα που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες απαιτήσεις αντοχής, που κατά τα άλλα έχουν θεσπιστεί.


Το γεγονός προέκυψε μετά από προσφυγή τεχνικής εταιρείας, που έχει αναλάβει δημόσιο έργο, στο ΚΕΔΕ για έλεγχο του χάλυβα, δοθέντων ανάλογων περιστατικών στο παρελθόν και πληθώρας καταγγελιών ότι ο εισαγόμενος σίδηρος μπετόν ελέγχεται πλημμελώς και διακινείται χωρίς πλήρη συνοδευτικά έγγραφα πολλές φορές από ευκαιριακούς εισαγωγείς, οι οποίοι ούτε είναι σε θέση ούτε υποχρεούνται να διασφαλίσουν την ποιότητα του σιδήρου που διακινούν.


* «Σκάρτο» σίδερο σε σχολείο


Εκπρόσωπος της εν λόγω τεχνικής εταιρείας παραδέχθηκε χθες μιλώντας προς «Το Βήμα» ότι το ΚΕΔΕ διαπίστωσε πως ήταν «σκάρτος» και κάθε άλλο παρά υψηλής αντοχής και κατάλληλος για την κατασκευή ο χάλυβας που προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί σε δημόσιο έργο στα Λιόσια. Περαιτέρω έρευνα αποκάλυψε ότι το «δημόσιο έργο» δεν είναι άλλο από το μεγάλο σχολικό συγκρότημα που είναι υπό κατασκευή στα Ανω Λιόσια.


Οπως διαπιστώθηκε, ο χάλυβας όχι μόνο δεν κάλυπτε τις απαιτούμενες από τους ελληνικούς αντισεισμικούς κανονισμούς προδιαγραφές, αλλά κρίθηκε ότι ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνος για την ασφάλεια της κατασκευής. Ο συγκεκριμένος μάλιστα χάλυβας προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί στο πλέον ευαίσθητο τμήμα της κατασκευής, ως τμήμα οπλισμού κυκλικού υποστυλώματος που σε περίπτωση σεισμού είναι το πιο κρίσιμο τμήμα. Οι εξετασθέντες χάλυβες παρουσίαζαν πολύ χαμηλά μηχανικά χαρακτηριστικά, που δεν ανταποκρίνονταν ούτε στις απαιτήσεις του ελληνικού προτύπου ΕΛΟΤ 971 για την ποιότητα S500s ή ST IV ούτε στις λιγότερο αυστηρές του ιταλικού προτύπου UNI 6407, σύμφωνα με το οποίο φέρεται να παρήχθησαν. «Το σίδερο αυτό δεν έκανε ούτε για περίφραξη» λέγεται ότι διαπιστώθηκε.


Το θέμα ερευνάται πλέον από παράγοντες αρμοδίων υπουργείων, οι οποίοι τείνουν να βεβαιωθούν ότι έχει εγκληματικές διαστάσεις, καθώς μεγάλες ποσότητες αυτών των τύπων χάλυβα έχουν διατεθεί ­ και κατ’ άλλους και εντοπιστεί ­ σε όλη την Ελλάδα. Ο χάλυβας έφερε σήμανση σαν να επρόκειτο για κανονικό χάλυβα υψηλών αντοχών, δηλαδή τύπου ST IV, και διακινήθηκε από εισαγωγική εταιρεία σιδήρου με έγγραφα, πιστοποιητικά και παραστατικά αντίστοιχα γνήσιου χάλυβα υψηλών προδιαγραφών.


Η κρίση που έχει ξεσπάσει στην αγορά χάλυβα διεθνώς, όπως είναι γνωστό, χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μεγάλων αδιάθετων ποσοτήτων σιδήρου χαμηλής ποιότητας και φαίνεται να συνοδεύεται από υπερπαραγωγή φθηνών προϊόντων χαμηλής ποιότητας. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι η ελληνική αγορά, λόγω του ευάλωτου ελεγκτικού συστήματος και της γειτνίασής της με χώρες όπως η Τουρκία και η Ιταλία όπου πολλές χαλυβουργίες βρίσκονται στα πρόθυρα κατάρρευσης, τείνει να βρεθεί στο έλεος κερδοσκόπων οι οποίοι εισάγουν σίδερα εκτός προδιαγραφών ή μη ανταποκρινόμενα στις απαιτήσεις του ελληνικού κανονισμού και τα διοχετεύουν χωρίς κανέναν έλεγχο στις οικοδομές.


Παραγωγοί χάλυβα είτε της Τουρκίας και άλλων τρίτων χωρών είτε και ευρωπαϊκών κρατών, που κατασκευάζουν σίδηρο μπετόν για πολλές ανά τον κόσμο χώρες, λαμβάνοντας υπόψη τις περιορισμένες απαιτήσεις αντοχής, μοιάζει να θεωρούν την Ελλάδα το «αποθετήριο» της Ευρώπης για χαμηλών απαιτήσεων και τελικά επικίνδυνους χάλυβες.


Ο σίδηρος μπετόν με όριο αντοχής πολύ χαμηλότερο από το ελάχιστο που έχει οριστεί και εντοπίστηκε από το ΚΕΔΕ είναι ιταλικής προέλευσης, στοιχείο που προσδίδει νέες διαστάσεις σε παλαιότερες ή και πρόσφατες εικασίες αλλά και καταγγελίες ελληνικών χαλυβουργιών. Στο υπουργείο Ανάπτυξης και ειδικότερα στο γραφείο της αρμόδιας για την αποτελεσματική λειτουργία του Ελληνικού Οργανισμού Τυποποίησης (ΕΛΟΤ) υφυπουργού κυρίας Αννας Διαμαντοπούλου εκκρεμεί η εξέταση επιστολής που έχει αποστείλει η Ενωση Ελληνικών Χαλυβουργιών σχετικά με την ανάγκη ­ όπως αναφέρεται ­ άμεσης αναθεώρησης του υφιστάμενου ατελούς συστήματος ποιοτικού ελέγχου στα σίδερα που εισάγονται.


* Το μικρό πρόστιμο


Το μόνο που διακινδυνεύουν οι εισαγωγείς, όπως ομολογεί άριστος γνώστης της αγοράς, είναι κάποιο μικρό πρόστιμο. Πάγια τακτική των εισαγωγέων φαίνεται να είναι η διάθεση οποιουδήποτε σιδήρου ως υψηλής αντοχής S500s – ST IV. Οπως εξηγείται, σε περίπτωση που το σίδερο ελεγχθεί και χαρακτηριστεί S200 ή STI, δηλαδή χαμηλότερης ποιότητας ή μαλακό σίδερο κατάλληλο μόνο για συνδέσεις, οι εισαγωγείς «καθαρίζουν» με ένα μικρό μόνο πρόστιμο.


Το θέμα του ελέγχου των εισαγόμενων χαλύβων, που έχει άμεση σχέση με την ασφάλεια των κατασκευών, φαίνεται να αποκτά νέες διαστάσεις λόγω της κρίσης. Επειτα από μια τριετή περίοδο υποχώρησης των εισαγωγών, λόγω αύξησης της ζήτησης σιδήρου μπετόν διεθνώς, τον τελευταίο χρόνο και ιδιαίτερα εδώ και μερικούς μήνες, όπου οι τιμές έχουν καταρρεύσει, η ελληνική αγορά «πλημμυρίζει» από κάθε είδους σίδερα που διοχετεύονται στη χώρα μας από την Τουρκία και τις ιταλικές ακτές, πολλές φορές με «ευρωπαϊκά πιστοποιητικά», έτσι ώστε να αποφευχθεί ο ποιοτικός έλεγχος και να ξεπεραστεί το γεγονός ότι η Ελλάδα, λόγω της έντονης σεισμικότητας, απαιτεί ενισχυμένες αντοχές στα σίδερα κατασκευών.


Η αγορά βοά από καταγγελίες ότι ο χαμηλής ποιότητας και αντοχής εισαγόμενος σίδηρος μπετόν διακινείται με δελτία αποστολής και τιμολόγια ως σίδηρος υψηλών αντοχών και χρησιμοποιούνται ­ όταν ζητείται πιστοποίηση ­ παραποιημένα «κοινοτικά» πιστοποιητικά ώστε ο σίδηρος να χαρακτηρίζεται τύπου ST IV, δηλαδή «Σταλ 4» όπως είναι γνωστός ο σίδηρος υψηλών αντοχών. Ετσι συχνά είτε εισάγονται και διατίθενται στην αγορά σίδερα που προορίζονταν για άλλη χώρα της Ευρώπης με χαμηλότερες απαιτήσεις στις αντοχές του σιδήρου είτε, λόγω της ανυπαρξίας αποτελεσματικού ελεγκτικού μηχανισμού, διοχετεύονται στην Ελλάδα σίδερα διαλογής ή χαμηλότερων προδιαγραφών.


Στην περίπτωση η οποία εντοπίστηκε προ ημερών από το ΚΕΔΕ το όριο διαρροής του σιδήρου ήταν μικρότερο από 380 Ν/mm2, όταν οι ελληνικές προδιαγραφές αντοχής για το ευρέως χρησιμοποιούμενο στο παρελθόν σίδερο «Σταλ 3» ή ST ΙΙΙ όριζαν ελάχιστο όριο διαρροής τα 400 Ν/mm2 και οι νεότερες προδιαγραφές για το ευρύτατα χρησιμοποιούμενο σήμερα σίδερο «Σταλ 4» ή ST IV ορίζουν ελάχιστο όριο διαρροής 500 Ν/mm2.


Το «ευρωπαϊκό αποθετήριο»


ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ του ελέγχου του χάλυβα που εισάγεται, όπως αποκαλύπτεται, έχει δύο όψεις. Η μία έχει να κάνει με το γεγονός ότι πολλοί από τους εισαγόμενους χάλυβες δεν πληρούν, όπως λέγεται και όπως έδειξε και η περίπτωση που εντοπίστηκε, ούτε τα τεχνικά-μηχανικά χαρακτηριστικά της ποιότητας που υποτίθεται ότι διαθέτουν. «Λόγω της απουσίας θεσμοθετημένων ελέγχων σε σίδερα που προέρχονται από ευρωπαϊκές χαλυβουργίες οι δρόμοι για τη διοχέτευση στην Ελλάδα ακατάλληλων σιδήρων είναι κυριολεκτικά διάπλατοι» αναφέρει έλληνας χαλυβουργός με μεγάλη επαρχιακή μονάδα.


Σαν να μην έφθανε αυτό όμως εισάγονται στη χώρα μας χωρίς κανέναν έλεγχο, ως «κοινοτικοί», χάλυβες των οποίων η ποιότητα δεν αντιστοιχεί στην ισχύουσα ελληνική, όπως αυτή έχει καθοριστεί από τα πρότυπα ΕΛΟΤ 959 και ΕΛΟΤ 971 και απαιτείται σύμφωνα με ειδική υπουργική απόφαση του υπουργείου Βιομηχανίας που ισχύει από τον Αύγουστο του 1995. Ετσι εισάγονται ιταλικοί χάλυβες ποιότητας FeB44K κατά το ιταλικό πρότυπο UNI 6407 με ελάχιστη τάση διαρροής ­ που είναι το βασικό κριτήριο αντοχής του σιδήρου ­ τα 430 Ν/mm2, οι οποίοι διατίθενται στην αγορά ως χάλυβες ποιότητας S500s ή ST IV κατά το πρότυπο ΕΛΟΤ 971, το οποίο όμως απαιτεί ελάχιστη τάση διαρροής 500 Ν/mm2. «Το αποτέλεσμα», εξηγεί ο ίδιος χαλυβουργός, «είναι να χρησιμοποιούνται στην κατασκευαστική δραστηριότητα χάλυβες που παρουσιάζουν πολύ χαμηλότερες μηχανικές ιδιότητες από αυτές που προβλέπονται από τις μελέτες κατασκευής, οι οποίες εκπονούνται με βάση τα χαρακτηριστικά των ελληνικών προτύπων».


Λόγω της κρίσης στη διεθνή αγορά χάλυβα, όπως εξηγεί παράγων της αγοράς, διάφοροι παραγωγοί με σκοπό να μειώσουν το κόστος δεν παραλείπουν να χρησιμοποιούν απροσδιόριστης ποιότητας μπιγέτες, που είναι η πρώτη ύλη για τις μπετόβεργες, όπως είναι οι εκτός όλων των προδιαγραφών ουκρανικές. Επίσης χρησιμοποιούν στην παραγωγή επικίνδυνο παλαιοσίδηρο και ακόμη διαθέτουν ενδιάμεσα προϊόντα και αποκόπτουν από την παραγωγική διαδικασία ολόκληρες φάσεις που είναι απαραίτητες για να αποκτήσει το προϊόν τις αντοχές που απαιτούνται για αντισεισμικές προδιαγραφές, όπως οι ελληνικές. Περιττό να ειπωθεί βέβαια ότι οι τυχοδιωκτισμοί αυτοί συνοδεύονται από υποβάθμιση κάθε διαδικασίας ποιοτικών ελέγχων και αφορούν προϊόντα που προορίζονται για εξαγωγή σε «αγορές ευκαιρίας», όπως θεωρείται τουλάχιστον στην Ιταλία και στην Τουρκία η ελληνική αγορά.