ΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ που περιέχουν γενετικώς τροποποιημένα συστατικά θα πρέπει, σύμφωνα με τον νόμο, να αναγράφουν αυτή την πληροφορία στη συσκευασία τους. Ελάχιστες όμως βιομηχανίες το κάνουν. Οπως διευκρινίζει ο κ. Α. Συμεώνογλου, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων, «κι εμείς βρισκόμαστε στην ίδια θέση με τους καταναλωτές. Οταν παραγγέλνουμε πρώτες ύλες, δεν γνωρίζουμε αν κάποια ποσότητα από αυτές έχει υποστεί γενετική μετατροπή, μάλιστα ακούμε ότι αναμειγνύουν φυσικά με μεταλλαγμένα προϊόντα. Εμείς όμως δεν μπορούμε να το ελέγξουμε». Η πληροφόρηση, πιστεύει ο κ. Συμεώνογλου, μπορεί να προέλθει μόνο από τους παραγωγούς, αλλά το θέμα είναι περίπλοκο και για τη λύση του θα πρέπει να συνεργαστούν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες.


Ως τότε το μόνο που μπορεί να κάνει ο καταναλωτής είναι να… απαιτεί ενημέρωση. «Στην Ελλάδα, όταν μιλούμε για μεταλλαγμένα τρόφιμα, αναφερόμαστε μόνο σε τυποποιημένα, κυρίως σε προϊόντα που περιέχουν σόγια ή καλαμπόκι και όχι σε νωπά τρόφιμα» διευκρινίζει η κυρία Χριστίνα Παπανικολάου, Γενική Γραμματέας Καταναλωτή στο υπουργείο Ανάπτυξης. «Οργανώνουμε μια μεγάλη σύσκεψη του Εθνικού Συμβουλίου Καταναλωτή τον επόμενο μήνα, όπου θα πάρουν μέρος, εκτός των άλλων, οι βιομήχανοι τροφίμων και οι ιδιοκτήτες σουπερμάρκετ, από την οποία θα προκύψουν συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς μπορεί να διασφαλιστεί η ενημέρωση του καταναλωτή». Το θέμα που έχει προκύψει με τα μεταλλαγμένα τρόφιμα και το δικαίωμα των καταναλωτών να γνωρίζουν τι τρώνε δεν είναι καθόλου απλό. Οι ΗΠΑ, η… πηγή αυτών των τροφίμων, ασκούν πιέσεις στις υπόλοιπες χώρες, εν ονόματι του ελεύθερου εμπορίου και ελλείψει σαφών και αναμφισβήτητων επιστημονικών δεδομένων για την επικινδυνότητά τους, να μη θέσουν περιορισμούς ούτε καν ειδική σήμανση στα τρόφιμα που προέρχονται ή περιέχουν γενετικώς τροποποιημένες πρώτες ύλες.


* Ταχύτατη προσφορά αγαθών


Ο προβληματισμός που αναπτύσσεται σε όλη την Ευρώπη φάνηκε και στην εισήγηση της υπουργού Ανάπτυξης κυρίας Βάσως Παπανδρέου στην ημερίδα που έγινε την περασμένη Τρίτη με θέμα «Ποιότητα και καταναλωτής». «Η απλή διάθεση πληροφοριών και ο δημόσιος έλεγχος δεν αρκούν» επεσήμανε η υπουργός Ανάπτυξης. «Χρειάζεται συνεχής ενημέρωση, εκπαίδευση και ένας νέος τύπος κοινωνικού ελέγχου που μπορεί να ασκηθεί κυρίως μέσω της πληροφορημένης, ενεργητικής εμπλοκής του πολίτη-καταναλωτή». Και αυτό γιατί υπάρχει «ένας ιδιόμορφος ετεροχρονισμός ανάμεσα στην ταχύτητα προσφοράς αγαθών, υπηρεσιών και πληροφορίας», αφού τα επιτεύγματα της τεχνολογίας μετατρέπονται αμέσως σε προϊόντα, «και στην ανάπτυξη συνειδητής κοινωνικής στάσης». Με ποιον τρόπο θα ασκείται ο κοινωνικός έλεγχος από τους καταναλωτές, όταν ουδείς μπορεί να τους πληροφορήσει τι βάζουν στο καλάθι με τα καθημερινά ψώνια, παραμένει ασαφές.


«Μόνο την περίπτωση της σόγιας αν εξετάσουμε», λέει ο κ. Χαραλαμπίδης από την οργάνωση Greenpeace, «υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία. Ξέρουμε ότι το 80% της ποσότητας που εισάγουμε προορίζεται για ζωοτροφές, το υπόλοιπο όμως χρησιμοποιείται από τη βιομηχανία τροφίμων ως συστατικό σε διάφορες τροφές, όπως φυτικά έλαια, σοκολάτες, γλυκά, ροφήματα κ.ά. Μεγάλη ποσότητα της εισαγόμενης σόγιας προέρχεται από τις ΗΠΑ, όπου το 25% της παραγωγής είναι από φυτά γενετικώς τροποποιημένα. Αυτή τη στιγμή δεν ξέρει κανένας τι επίδραση μπορεί να έχουν τα μεταλλαγμένα τρόφιμα στην υγεία και έτσι όλοι πειραματίζονται με όλους».


* Ανοιχτή γραμμή με το κοινό


Η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή έχει εγκαταστήσει ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας (1720) με το κοινό, το Εθνικό Συμβούλιο Καταναλωτή επιχειρεί να επιβάλει τη συμμετοχή και των καταναλωτών στα όργανα τα οποία λαμβάνουν αποφάσεις που τους αφορούν, ενώ στους δήμους και στις νομαρχίες λειτουργούν γραφεία πληροφόρησης, επίλυσης διαφορών και φιλικών διακανονισμών. Αυτό που περιμένουν όλοι όμως είναι να λειτουργήσει επιτέλους ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων, ο οποίος βρίσκεται υπό σύσταση εδώ και δύο χρόνια.


Ο σάλος που ξέσπασε την περασμένη εβδομάδα με τα μεταλλαγμένα τρόφιμα δεν λέει να κοπάσει. Παρά την αντίδραση εκατοντάδων καταναλωτών στην προοπτική να βάζουν κάθε ημέρα στο τραπέζι τους «τρόφιμα Φρανκενστάιν», όπως ονομάστηκαν, χωρίς να έχουν το δικαίωμα επιλογής και παρά το γεγονός ότι πολλοί επιστήμονες αρνούνται να εγγυηθούν για την ασφάλεια αυτών των τροφίμων, οι κυβερνήσεις αρκετών ευρωπαϊκών κρατών δεν δείχνουν ενδιαφέρον να εφαρμόσουν ούτε την οδηγία για σήμανση των προϊόντων αυτών. Τα συμφέροντα που στηρίζονται στη βιομηχανία γενετικώς μεταλλαγμένων τροφίμων είναι ισχυρά· τουλάχιστον αυτό συνάγεται από την περίπτωση της Βρετανίας, όπου όταν απεκαλύφθη ότι μέλος της κυβέρνησης είναι ιδιοκτήτης βιομηχανίας που δραστηριοποιείται στον χώρο αυτό, ο πρωθυπουργός κ. Τόνι Μπλερ όχι μόνο τον κάλυψε αλλά δήλωσε ότι και ο ίδιος καταναλώνει γενετικώς μεταλλαγμένα τρόφιμα γιατί είναι πιο φθηνά και πιο εύγευστα.


Το θέμα των μεταλλαγμένων τροφίμων ήρθε με μεγάλη ένταση στην επικαιρότητα την περασμένη εβδομάδα, όταν ο βρετανός ερευνητής κ. Αρπάντ Πουνζάι ανακοίνωσε ότι τα αποτελέσματα της έρευνάς του έδειχναν ότι τα τρόφιμα αυτά εγκυμονούν κινδύνους για την υγεία. Μετά από αυτό ο κ. Πουνζάι απελύθη από το Ερευνητικό Ινστιτούτο Ρόουετ, στο Αμπερντιν της Σκωτίας, 20 συνάδελφοί του από όλο τον κόσμο εξέδωσαν ανακοίνωση συμπαράστασης, κάποιοι άλλοι αμφισβήτησαν τα αποτελέσματα της έρευνάς του ενώ οι καταναλωτές έμειναν να παρακολουθούν τον ιδιότυπο οικονομικοπολιτικό πόλεμο των… τροφίμων, ο οποίος έχει κορυφωθεί τις ημέρες αυτές εν όψει της υπογραφής του Διεθνούς Πρωτοκόλλου για τη Βιοασφάλεια στην Καρθαγένη της Κολομβίας. Γενετικώς μεταλλαγμένα τρόφιμα κυκλοφορούν ευρέως σε πάρα πολλές χώρες και φυσικά εντοπίστηκαν και στην Ελλάδα.