Τι ισχύει σήμερα για τους δημόσιους υπαλλήλους και ποιες αλλαγές πρόκειται σύντομα να προωθηθούν στη Βουλή


Με τον νόμο 2592/98 αναπροσαρμόσθηκαν αναδρομικά από 1 Αυγούστου 1997 οι συντάξεις όσων είχαν συνταξιοδοτηθεί από το Δημόσιο ως τις 31.12.1996. Εγινε δηλαδή προσαρμογή των συντάξεων με τις ρυθμίσεις του νέου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων το οποίο εφαρμόσθηκε από 1.1.1997.


Με τον ίδιο νόμο αναπροσαρμόστηκαν οι συντάξεις που καταβάλλονται στους συνταξιούχους σιδηροδρομικούς, καθώς και οι συντάξεις που καταβάλλονται στους συνταξιούχους των ΟΤΑ, των ΝΠΔΔ, στους κληρικούς, λογοτέχνες, καλλιτέχνες καθώς και οι πολεμικές συντάξεις.


Με ειδικότερες ρυθμίσεις του πιο πάνω νόμου αυξήθηκαν αναδρομικά οι κατώτατες πολεμικές συντάξεις, τα επιδόματα ανικανότητας, καθώς και οι συντάξεις που καταβάλλονται στις χήρες με αύξηση του συνταξιοδοτικού μεριδίου κατά 2/10.


Από 1.1.1999 θα καταβληθεί στις χήρες το υπόλοιπο 40% των αναδρομικών. Θα πρέπει να σημειωθεί πως, για τεχνικούς ­ όπως υποστηρίζεται ­ λόγους, δεν έχουν καταβληθεί ακόμη οι διαφορές που έχουν προκύψει από την αναπροσαρμογή του επιδόματος ανικανότητας.


Με νομοσχέδιο που είχε συνταχθεί τον Ιούνιο του 1998 και το οποίο κατά αποκλειστικότητα είχε δημοσιεύσει «Το Βήμα», προβλεπόταν η αναπροσαρμογή των συντάξεων των συνταξιούχων μελών του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, του εκπαιδευτικού προσωπικού των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, των γιατρών του ΕΣΥ και των διπλωματικών υπαλλήλων.


Το νομοσχέδιο αυτό αποσύρθηκε και συντάχθηκε νέο, με ημερομηνία 1.9.1998, το οποίο έχει ήδη υπογραφεί από όλους τους συναρμόδιους υπουργούς και το οποίο αναμένεται πως σύντομα θα προωθηθεί στη Βουλή. Με το νέο νομοσχέδιο, επεκτείνεται η υγειονομική περίθαλψη στους επί συμβάσει αορίστου χρόνου υπαλλήλους και σε άλλες κατηγορίες υπαλλήλων, ενώ αναπροσαρμόζονται από 1.1.99 οι αποδοχές του μόνιμου καλλιτεχνικού προσωπικού της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης και της Ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.


Εξάλλου, στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας έχει ήδη συνταχθεί υπουργική απόφαση, με την οποία θα αναπροσαρμοστούν από 1.1.99 οι συντάξεις του Δημοσίου. Οι αυξήσεις που θα δοθούν θα είναι ανάλογες των αυξήσεων που θα δοθούν στους εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους.


Ας δούμε τι ισχύει σήμερα με τις συντάξεις του Δημοσίου και τι πρόκειται να νομοθετηθεί.


Πότε αποκτούν δικαίωμα σύνταξης οι δημόσιοι υπάλληλοι, ποιά επιδόματα καταβάλλονται, μετά από πόσα χρόνια μπορούν να συνταξιοδοτηθούν οι γιατροί του ΕΣΥ


Οι προϋποθέσεις για την απόκτηση του δικαιώματος σύνταξης από το Δημόσιο ποικίλλουν ανάλογα με τον χρόνο πρόσληψης του υπαλλήλου. Ετσι, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, ο τακτικός δημόσιος υπάλληλος δικαιούται ισόβια σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο:


* Αν απομακρυνθεί της υπηρεσίας και έχει 25ετή πραγματική συντάξιμη υπηρεσία. Η σύνταξη είναι καταβλητέα με τη συμπλήρωση του 55ου έτους ηλικίας.


Για τις μητέρες υπαλλήλους οι οποίες έχουν προσληφθεί ως και τις 31 Δεκεμβρίου 1982 και είναι χήρες με άγαμα παιδιά ή διαζευγμένες με άγαμα παιδιά ή άγαμες μητέρες με άγαμα παιδιά, καθώς και για γυναίκες που είναι έγγαμες, αρκεί η συμπλήρωση πλήρους 15ετούς συντάξιμης υπηρεσίας ως τις 31.12.1982. Για όσες συμπληρώνουν τη 15ετία από 1.1.1993 και μετά προστίθεται ένα εξάμηνο για κάθε ημερολογιακό έτος και ως τη συμπλήρωση 17 ετών και έξι μηνών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.


Κατ’ εξαίρεση για τις γυναίκες υπαλλήλους που έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά, καθώς και για τους άνδρες υπαλλήλους που έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά και είναι χήροι ή διαζευγμένοι, εφόσον με δικαστική απόφαση έχουν την επιμέλεια των ανήλικων ή ανίκανων παιδιών, αρκεί 20ετής πλήρης πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, ανεξάρτητα από τον χρόνο πρόσληψής τους.


Προκειμένου για υπαλλήλους οι οποίοι είναι παντελώς τυφλοί, παραπληγικοί ή τετραπληγικοί, καθώς και για εκείνους που πάσχουν από βήτα ομόζυγο μεσογειακή αναιμία ή δρεπανοκυτταρική ή μητροδρεπανοκυτταρική αναιμία με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67% και υποβάλλονται σε μετάγγιση, αρκεί 15ετής πραγματική συντάξιμη υπηρεσία.


Για τους υπαλλήλους των σωφρονιστικών και αναμορφωτικών καταστημάτων αρκεί 20ετής συντάξιμη υπηρεσία, από την οποία 10ετής πλήρης πραγματική στα καταστήματα αυτά.


* Αν απολυθεί και έχει τουλάχιστον 20ετή πλήρη συντάξιμη υπηρεσία.


* Αν απολυθεί λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας η οποία δεν οφείλεται στην υπηρεσία και έχει πενταετή τουλάχιστον πραγματική συντάξιμη υπηρεσία.


* Αν απολυθεί λόγω κατάργησης θέσης και έχει 20ετή τουλάχιστον πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, εφόσον προ της απομάκρυνσής του κέκτηται πλήρη πενταετή πραγματική συντάξιμη υπηρεσία.


* Αν, αφού έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας, απομακρυνθεί της υπηρεσίας και έχει 15ετή τουλάχιστον πραγματική συντάξιμη υπηρεσία.


* Αν απομακρυνθεί της υπηρεσίας ως καταστάς σωματικώς ή διανοητικώς ανίκανος συνεπεία τραύματος ή νοσήματος το οποίο προήλθε εξαιτίας της υπηρεσίας.


Γιατροί ΕΣΥ: Οι γιατροί του ΕΣΥ καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους αποκτούν δικαίωμα σύνταξης από το Δημόσιο σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις που ισχύουν για τους δημοσίους υπαλλήλους εφόσον συμπληρώσουν πενταετή τουλάχιστον πλήρη πραγματική υπηρεσία σε θέση γιατρού του ΕΣΥ πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης ή μερικής απασχόλησης αθροιστικά, η δε υπηρεσία σε θέση μερικής απασχόλησης υπολογίζεται από το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των ωρών εργασίας διά του αριθμού των ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης που ισχύει για τον αντίστοιχο κλάδο τακτικών δημοσίων υπαλλήλων.


Ο περιορισμός της πενταετίας δεν ισχύει σε περίπτωση θανάτου, απόλυσης λόγω κατάργησης θέσης, αναστολής των διατάξεων οι οποίες προστατεύουν τη μονιμότητα των γιατρών του ΕΣΥ ή απομάκρυνσης από την υπηρεσία τους.


Πρόσληψη ως 31 Δεκεμβρίου 1992


Οι υπάλληλοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί, που έχουν προσληφθεί ως τις 31 Δεκεμβρίου 1992, εφόσον συμπληρώνουν 15ετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, μπορούν να αποχωρήσουν με αίτησή τους και πριν από το όριο ηλικίας θεμελιώνοντας δικαίωμα σύνταξης. Η σύνταξη αυτή αρχίζει να καταβάλλεται μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους ηλικίας.


Αν κατά την έξοδό τους καταστούν ανίκανοι σε ποσοστό 67% και άνω ή αποβιώσουν, η σύνταξη αυτών ή των οικογενειών τους αρχίζει να καταβάλλεται από την ημέρα κατά την οποία κατέστησαν ανίκανοι ή απεβίωσαν.


Αναλυτικά για τους υπαλλήλους που έχουν προσληφθεί στο Δημόσιο ως τις 31.12.1992 ισχύουν τα εξής:


Προϋποθέσεις θεμελίωσης δικαιώματος σύνταξης


* Ανδρες – γυναίκες χωρίς παιδιά (άγαμες, χήρες, διαζευγμένες)


Για τη συμπλήρωση της 25ετίας λαμβάνεται υπόψη και ο χρόνος στρατιωτικής θητείας (κληρωτού και εφέδρου). Επίσης για όσους είχαν διοριστεί ως τις 31.12.1982 για τη συμπλήρωση της 25ετίας λαμβάνεται υπόψη και ο χρόνος απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα εφόσον ο υπάλληλος συμπληρώνει 20ετή πραγματική συντάξιμη υπηρεσία και το 56ο έτος της ηλικίας.


* Γυναίκες έγγαμες ή μητέρες


Για τις γυναίκες που έχουν διοριστεί ως τις 31.12.1982 εξακολουθεί να ισχύει η 15ετία, εφόσον βέβαια τη συμπληρώνουν ως τις 31.12.1992. Από 1.1.1993 και ως 31.12.1997 η 15ετία αυξάνεται κατά ένα εξάμηνο για κάθε έτος, έτσι ώστε το 1997 να θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης με 17 1/2 έτη υπηρεσίας, τα οποία δεν αυξάνονται περαιτέρω, όποτε και αν αποχωρήσουν.


Ετσι οι γυναίκες της κατηγορίας αυτής θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης εφόσον συμπληρώσουν: το 1993 τα 15 1/2 έτη υπηρεσίας, το 1994 τα 16, το 1995 τα 16 1/2, το 1996 τα 17, το 1997 και μετά τα 17 1/2 έτη υπηρεσίας.


Για όλες τις γυναίκες που έχουν διοριστεί στο Δημόσιο από 1.1.1983 ως 31.12.1992 για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης απαιτείται η συμπλήρωση 25ετούς πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.


Ηλικία συνταξιοδότησης


Προκειμένου να καταβληθεί η σύνταξη που θεμελιώνεται, σύμφωνα με τα ανωτέρω, πρέπει ο υπάλληλος να έχει συμπληρώσει και την ηλικία που προβλέπεται για την κατηγορία του. Η ηλικία αυτή ορίζεται ως εξής, κατά περίπτωση:


* Ανδρες – γυναίκες χωρίς παιδιά ή με ενήλικα παιδιά (έγγαμες, άγαμες, χήρες, διαζευγμένες)


Οσοι έχουν διοριστεί ως 31.12.1982 και θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης ως 31.12.1997, οι μεν άνδρες πρέπει να έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας, οι δε γυναίκες το 53ο.


Οσοι θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1.1.1998 και μετά ή έχουν προσληφθεί από 1ης Ιανουαρίου 1983 ως 31 Δεκεμβρίου 1992 απαιτείται να έχουν συμπληρώσει τα κατωτέρω όρια ηλικίας:


Οσοι θεμελιώνουν το δικαίωμα για σύνταξη το 1999, το 61ο έτος ηλικίας οι άνδρες και το 59ο οι γυναίκες· όσοι θεμελιώνουν το δικαίωμα το 2000, το 61 1/2 και 59 1/2 αντιστοίχως· όσοι θεμελιώνουν το δικαίωμα το 2001, το 62ο και το 60ό έτος της ηλικίας αντιστοίχως, μη αυξανόμενα περαιτέρω για τις γυναίκες οποτεδήποτε και αν αποχωρήσουν. Οσοι άνδρες θεμελιώνουν το δικαίωμα το 2002, το 2003, το 2004, το 2005, το 2006 και 2007 και μετά, το 62 1/2, το 63ο, το 63 1/2, το 64ο, το 64 1/2 και το 65ο έτος της ηλικίας αντιστοίχως.


Σημειώνεται ότι ο υπάλληλος σε κάθε περίπτωση θα ακολουθεί το όριο ηλικίας που προβλέπεται για την κατηγορία του κατά τον χρόνο που θεμελιώνει το δικαίωμα για σύνταξη, οποτεδήποτε και αν αποχωρήσει.


Ειδικά οι γυναίκες που είναι έγγαμες ή μητέρες με ενήλικα παιδιά και συμπληρώνουν 15ετή πραγματική συντάξιμη υπηρεσία ως τις 31.12.1997 θα ακολουθούν το 53ο έτος της ηλικίας τους, ανεξάρτητα από το αν θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.1998.


Ετσι γυναίκα έγγαμη ή γυναίκα (χήρα, διαζευγμένη ή άγαμη) με ενήλικα άγαμα παιδιά που έχει διοριστεί το 1982 θεμελιώνει μεν δικαίωμα σύνταξης με 17 1/2 έτη υπηρεσίας το 1999 ή το 2000, εφόσον όμως έχει 15ετία στις 31.12.1997 θα ακολουθήσει το 53ο έτος της ηλικίας αντί του 59-59 1/2 που ισχύει γενικά, κατά τον χρόνο θεμελίωσης του δικαιώματος, αρκεί βεβαίως να είναι έγγαμη ή να έχει άγαμο παιδί κατά τον χρόνο συμπλήρωσης της 15ετίας.


* Γυναίκες με ανήλικα ή ανίκανα παιδιά ή ανίκανο σύζυγο


Για τις γυναίκες της κατηγορίας αυτής, εφόσον έχουν διοριστεί ως τις 31.12.1982 και θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης ως τις 31.12.1992 (15ετία), απαιτείται η συμπλήρωση του 42ου έτους ηλικίας. Για όσες συμπληρώνουν τη 15ετία μετά την 1.1.1993, το όριο της ηλικίας αυτής (42ο) αυξάνεται από 1.1.1993 και μετά κατά ένα εξάμηνο για κάθε έτος ως τη συμπλήρωση το 1997 του 44ου 1/2 έτους ηλικίας. Ετσι απαιτείται η ηλικία των 42 1/2 το 1993, των 43 το 1994, των 43 1/2 το 1995, των 44 το 1996 και των 44 1/2 το 1997 και μετά, οι γυναίκες δε αυτές θα ακολουθούν το όριο ηλικίας που ισχύει κατά τον χρόνο συμπλήρωσης 15ετίας, οποτεδήποτε θεμελιώσουν δικαίωμα σύνταξης ή αποχωρήσουν από την υπηρεσία, δηλαδή σε κάθε περίπτωση η 15ετία προσδιορίζει το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης.


Στην προκειμένη περίπτωση η ανηλικότητα ή ανικανότητα των παιδιών ή η ανικανότητα του συζύγου πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνο συμπλήρωσης 15ετούς πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας και όχι κατά τον χρόνο θεμελίωσης του δικαιώματος. Ο νομοθέτης στην περίπτωση αυτή ήθελε να μην αποτραπούν ώριμες συνταξιοδοτικές προσδοκίες από τη μεταβολή της προσωπικής-οικογενειακής κατάστασης, δοθέντος ότι μια μητέρα που το 1997 θα έχει ανήλικο παιδί και 15ετία και θα συνταξιοδοτείτο (με το προηγούμενο καθεστώς) στο 42ο έτος της ηλικίας της, μετά την αύξηση του χρόνου θεμελίωσης του δικαιώματος συνταξιοδότησης από 15 σε 17 1/2 έτη, θα θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.1998 (παρ’ ότι έχει διοριστεί ως τις 31.12.1982). Οσες όμως θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετά την 1.1.1998 έχουν ηλικία συνταξιοδότησης το 50ό έτος της ηλικίας εφόσον έχουν ανήλικα ή ανίκανα παιδιά ή τα 58 1/2-60 έτη εφόσον το παιδί έχει ενηλικιωθεί, οπότε θα επιβαρύνονταν κατά 5 1/2 ή κατά 14-15 1/2 έτη ακόμη από το ενδεχόμενο της ενηλικίωσης του τέκνου κατά τον χρόνο θεμελίωσης του δικαιώματος.


Για τις γυναίκες της ανωτέρω κατηγορίας που έχουν διοριστεί μετά την 1.1.1983 και ως τις 31.12.1992 απαιτείται η συμπλήρωση του 50ού έτους της ηλικίας για την καταβολή της σύνταξης, εφόσον βέβαια κατά τη θεμελίωση του δικαιώματος (25ετία) συντρέχουν οι προϋποθέσεις ανηλικότητας ή ανικανότητας των παιδιών ή ανικανότητας του συζύγου.


Κατοχύρωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος



Η ηλικία συνταξιοδότησης των υπαλλήλων που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης ως τις 31 Δεκεμβρίου 1997, δηλαδή όσων συμπληρώνουν τον ελάχιστα απαιτούμενο χρόνο παραμονής στην υπηρεσία, είναι η εξής:


­ Για τις μητέρες που έχουν προσληφθεί ως τις 31 Δεκεμβρίου 1982 και κατά τη συμπλήρωση της 15ετίας έχουν ανήλικα ή ανίκανα παιδιά κατά ποσοστό 50% και άνω ή ανίκανο σύζυγο κατά ποσοστό 67% και άνω, το 42ο-44ο 1/2 έτος, ανάλογα με το όριο που ισχύει κατά το έτος συμπλήρωσης της 15ετίας. Π.χ., μητέρα που συμπληρώνει 15ετία το 1993 έχει ηλικία συνταξιοδότησης το 42ο 1/2 έτος, αν συμπληρώνει 15ετία το 1994 έχει το 43ο έτος, το 1995 έχει το 43ο 1/2, το 1996 το 44ο έτος και το 1997 το 44ο 1/2 έτος.


Η ηλικία αυτή ισχύει και για τις γυναίκες της ίδιας περίπτωσης που θεμελιώνουν μεν δικαίωμα σύνταξης μετά την 1η Ιανουαρίου 1998, έχουν όμως συμπληρώσει 15ετία ως τις 31 Δεκεμβρίου 1997.


­ Για τις λοιπές γυναίκες (έγγαμες, με ενήλικα παιδιά) καθώς και για τις άγαμες ή διαζευγμένες χωρίς παιδιά το 53ο έτος.


­ Για τους άνδρες το 55ο έτος.


Τα ανωτέρω όρια ηλικίας κατοχυρώνονται και δεν αυξάνονται μετά την 1.1.1998, αφού έχει θεμελιωθεί πλέον το δικαίωμα και οι υπάλληλοι μπορούν να αποχωρήσουν όποτε το επιθυμούν, εφόσον βέβαια έχουν συμπληρώσει την ανωτέρω ηλικία.


Τα παραπάνω όρια ηλικίας δεν ισχύουν αν ο υπάλληλος έχει διοριστεί ως τις 31.12.1982 και έχει συμπληρώσει 7 ως 10 έτη ανάλογα με το πότε θεμελίωσε το συνταξιοδοτικό δικαίωμα (15+7=22 ή 25+7=32 έτη). Π.χ., μητέρα ή γυναίκα έγγαμη, εφόσον έχει πλήρη 22-24 1/2 (ανάλογα) έτη, μπορεί να αποχωρήσει και πριν από το 42ο-44ο 1/2 ή το 53ο έτος και να της καταβάλλεται αμέσως η σύνταξη. Ομοίως γυναίκες άγαμες ή διαζευγμένες ή άνδρες με 32 έτη (25+7) παίρνουν αμέσως τη σύνταξη, καίτοι δεν είναι 53 ή 55 ετών αντιστοίχως. Στα επτά χρόνια (+7) λαμβάνεται υπόψη και ο χρόνος διαδοχικής ασφάλισης.


Πρόσληψη μετά την 1.1.1993



Για όσους έχουν προσληφθεί ή θα προσληφθούν στο Δημόσιο μετά την 1.1.1993 ισχύουν νέες προϋποθέσεις συνταξιοδότησης. Το νέο αυτό συνταξιοδοτικό καθεστώς αφορά μόνο όσους προσλαμβάνονται για πρώτη φορά στο Δημόσιο ως μόνιμοι ή ως στρατιωτικοί μετά την 1.1.1993 και δεν είχαν ασφαλιστεί ως τις 31.12.92 σε κανέναν ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης. Αν είχαν ασφαλιστεί ως τις 31.12.92 σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης υπάγονται στο αμέσως προηγούμενο συνταξιοδοτικό καθεστώς, αυτό δηλαδή που διέπει τους διορισθέντες στο Δημόσιο από 1.1.83 ως 31.12.92.


Σύμφωνα με τις νέες προϋποθέσεις, ο τακτικός δημόσιος υπάλληλος δικαιούται σύνταξη:


* Αν απομακρυνθεί της υπηρεσίας και έχει 15ετή πλήρη πραγματική υπηρεσία και το 65ο έτος της ηλικίας. Προκειμένου για μητέρες υπαλλήλους που έχουν ανήλικα ή ενήλικα αλλά ανίκανα για βιοποριστική εργασία παιδιά, αρκεί η συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας, εφόσον έχουν 20ετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία.


Κατ’ εξαίρεση για τις μητέρες υπαλλήλους που έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά και 20ετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία το όριο του 65ου έτους μειώνεται κατά τρία έτη για κάθε παιδί και μέχρι του 50ού έτους.


* Αν απολυθεί λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας που δεν οφείλεται στην υπηρεσία και έχει συμπληρώσει πενταετή τουλάχιστον πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, ανεξαρτήτως ηλικίας· ειδικά για όσους καθίστανται ανίκανοι λόγω ατυχήματος που δεν οφείλεται στην υπηρεσία η πενταετία μειώνεται στο ήμισυ.


* Αν απομακρυνθεί οπωσδήποτε της υπηρεσίας λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας συνεπεία τραύματος ή νοσήματος που προήλθε εξαιτίας της υπηρεσίας, ανεξάρτητα από τα χρόνια υπηρεσίας και την ηλικία.


Επιδόματα που καταβάλλονται μαζί με τη σύνταξη


Με τη σύνταξη καταβάλλονται και τα εξής επιδόματα:


* Επίδομα οικογενειακής παροχής (συζύγου και παιδιών). Το επίδομα αυτό είναι δραχμικό, ίσο με αυτό που καταβάλλεται στους εν ενεργεία υπαλλήλους και χορηγείται με τις ίδιες προϋποθέσεις. Το ύψος του επιδόματος για τα παιδιά διαφοροποιείται για όσους έχουν περισσότερα από δύο παιδιά. Το επίδομα που αφορά τα παιδιά καταβάλλεται ως την ενηλικίωσή τους (συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους) ή μετά την ενηλικίωσή τους εφόσον σπουδάζουν και πάντως όχι μετά το 24ο έτος για όσους σπουδάζουν σε ΑΕΙ ή ΤΕΙ ή το 22ο για όσους σπουδάσουν σε ΙΕΚ.


* Εφόσον και οι δύο σύζυγοι είναι συνταξιούχοι ως εργαζόμενοι του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή ο ένας συνταξιούχος και ο άλλος εργαζόμενος το επίδομα για τον/τη σύζυγο καταβάλλεται από μία πηγή κατ’ επιλογήν.


* Ο επιζών σύζυγος, όταν δικαιούται και λαμβάνει επίδομα για τα παιδιά, για όσο χρόνο καταβάλλεται αυτό, λαμβάνει συγχρόνως και επίδομα για τον/τη σύζυγο.


* Επίδομα ανικανότητας. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται σε όσους αποχώρησαν από την υπηρεσία λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας και είναι ανάλογο του βαθμού μείωσης της ικανότητας για εργασία.


Υπολογίζεται σε ποσοστό του μηνιαίου βασικού μισθού του λοχαγού, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά, ως εξής:


Ανικανότητα Ποσοστό


25-45 2


50-55 2,5


60-65 3


70-75 3,5


80-95 4


100 4,5


Το παραπάνω επίδομα προσαυξάνεται κατά 50% εφόσον πρόκειται για συνταξιοδοτούμενο από φυματίωση ή νόσημα φυματιώδους φύσεως εξαιτίας του οποίου έχει υποστεί μείωση της ικανότητας προς εργασία σε ποσοστό 80% και άνω.



Οσοι έχουν συνταξιοδοτηθεί λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας η οποία δεν οφείλεται στην υπηρεσία δικαιούνται το 50% των παραπάνω επιδομάτων, ενώ στους συνταξιούχους οι οποίοι εξαιτίας της υπηρεσίας υπέστησαν απώλεια της όρασης και των δύο οφθαλμών ή ακρωτηριασμό κατά τα δύο άνω άκρα ή τα δύο κάτω άκρα παρέχεται επίδομα το οποίο υπολογίζεται σε ποσοστό 50% επί του βασικού μηνιαίου μισθού του λοχαγού.


Ακόμη καταβάλλεται επίδομα ανικανότητας σε ποσοστό:


* 25% επί του βασικού μηνιαίου μισθού του λοχαγού στους συνταξιούχους οι οποίοι εξαιτίας της υπηρεσίας έπαθαν σπαστική ή υστερική παραπληγία, αχρησία των δύο άνω άκρων, τραύμα του κρανίου που συνεπάγεται ανικανότητα 100%, πολλαπλή αναπηρία από τις οποίες η μία σε ποσοστό 100%.


* 60% επί του βασικού μισθού του λοχαγού στους συνταξιούχους αξιωματικούς και οπλίτες που έχουν πάθει παραπληγία με ορθοκυστικές διαταραχές.


* 50% επί του βασικού μισθού του λοχαγού σε πολιτικούς υπαλλήλους που υπέστησαν μείωση της ικανότητας προς εργασία κατά την εκτέλεση τρομοκρατικών ενεργειών ή από βίαιο συμβάν κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας.


* Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΑΣ). Το επίδομα αυτό χορηγήθηκε κατ’ αρχήν από 1.1.1996 σε όλους τους χαμηλοσυνταξιούχους άνω των 65 ετών με εισοδηματικά κριτήρια, κλιμακούμενο ανάλογα με το ποσό της μηνιαίας σύνταξης.


Από 1.1.1998 οι προϋποθέσεις χορήγησης του εν λόγω επιδόματος έχουν βελτιωθεί αφού διευρύνθηκε ο κύκλος των προσώπων που το δικαιούνται (μείωση του ορίου στο 60ό έτος, διεύρυνση των εισοδηματικών κριτηρίων, χορήγηση σε άτομα που χρήζουν αυξημένης προστασίας χωρίς όριο ηλικίας) και αυξήθηκε το ποσό του. Πώς υπολογίζεται η σύνταξη


Η μεθοδολογία υπολογισμού της σύνταξης ποικίλλει ανάλογα με τον χρόνο πρόσληψης του υπαλλήλου


Προσληφθέντες ως 31.12.1982


Για τους παραπάνω, η μηνιαία σύνταξη συνίσταται σε τόσα τριακοστά πέμπτα του μηνιαίου συντάξιμου μισθού όσα είναι τα έτη της πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας. Η σύνταξη αυτή προσαυξάνεται κατά 0,3 / 35 για κάθε έτος πλασματικής συντάξιμης υπηρεσίας.


Η σύνταξη προσαυξάνεται κατά 3/35 του μηνιαίου μισθού, εφόσον έχει συμπληρωθεί 20ετής πραγματική συντάξιμη υπηρεσία για:


* Το τεχνικό προσωπικό του Εθνικού Τυπογραφείου και του Τμήματος Στατιστικής που υπάρχει στο Εθνικό Τυπογραφείο.


* Το προσωπικό φύλαξης φυλακών.


* Τους άνδρες της Τελωνοφυλακής.


* Τους διαβαθμισμένους σε ορισμένους βαθμούς της διοικητικής ιεραρχίας πολιτικούς νοσοκόμους.


* Τους παιδονόμους αναμορφωτικών καταστημάτων.


* Το προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων που ασχολείται κατά την άσκηση της επαγγελματικής του ειδικότητας με πηγές ραδιενέργειας και ιοντίζουσες ακτινοβολίες, καθώς και όλο το προσωπικό της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας.


Διαφορετικά ποσοστά προσαύξησης της σύνταξης προβλέπονται από τη συνταξιοδοτική νομοθεσία για ειδικές κατηγορίες υπαλλήλων, όπως των τακτικών ή έκτακτων καθηγητών ή επικουρικών καθηγητών των πανεπιστημίων και άλλων ισότιμων ανώτατων σχολών, των γενικών επιθεωρητών Διοίκησης, των νομαρχών κ.λπ.


Η σύνταξη υπολογίζεται στον βασικό μισθό και το χρονοεπίδομα και κάθε έτος υπηρεσίας αντιστοιχεί σε 1/35 της πλήρους σύνταξης ή σε 22,857 χιλιοστά.


* Με βάση τα παραπάνω, το ποσό της σύνταξης προκύπτει από τον τύπο:


Ποσό σύνταξης = (Β. Μ + χρονοεπίδομα) Χ έτη Χ22,857 / 1000


Παράδειγμα: Το ποσό της σύνταξης υπαλλήλου με 33 έτη συντάξιμης υπηρεσίας, με Β.Μ. 221.500 και χρονοεπίδομα 132.900 θα είναι:


(221.500 + 132.900) Χ 33 Χ 22,857 / 1000 = 354.400 Χ 754 / 1000 = 267.200


Προσληφθέντες από 1ης Ιανουαρίου 1983 ως 31 Δεκεμβρίου 1992


Για τους υπαλλήλους που προσλήφθηκαν από 1.1.1983 ως 31.12.1992, η σύνταξη υπολογίζεται ως εξής:


* Για πραγματική συντάξιμη υπηρεσία ως 25 ετών σε τόσα πεντηκοστά του μηνιαίου συντάξιμου μισθού όσα τα έτη της πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.


Μετά τη συμπλήρωση 25ετούς πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, η σύνταξη προσαυξάνεται κατά δύο πεντηκοστά του συντάξιμου μισθού για κάθε έτος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, από του 26ου ως του 30ού συμπεριλαμβανομένου, και κατά τρία πεντηκοστά του ίδιου μισθού για κάθε έτος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, από του 31ου ως του 35ου συμπεριλαμβανομένου.


Η παραπάνω σύνταξη προσαυξάνεται κατά τόσα πεντηκοντά αυτής όσα είναι τα έτη της συντάξιμης πλασματικής υπηρεσίας. Αυξημένα ποσοστά προσαύξησης της σύνταξης προβλέπει η συνταξιοδοτική νομοθεσία για ειδικές κατηγορίες υπαλλήλων.


Κάθε πεντηκοστό αντιστοιχεί σε 16 χιλιοστά, οπότε το ποσό της σύνταξης προκύπτει από τον τύπο:


Ποσό σύνταξης = (Β. Μ + χρονοεπίδομα) Χ πεντηκοστά Χ 16 / 1000


Παράδειγμα: Η σύνταξη του υπαλλήλου της προηγούμενης περίπτωσης θα είναι:


(221.500 + 132.900) Χ 44 Χ 16 / 1000 = 354.400 Χ 704 / 1000 = 249.500


Προσληφθέντες από 1ης Ιανουαρίου 1993


Για τον υπολογισμό της σύνταξης των πολιτικών υπαλλήλων, που έχουν προσληφθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 1993, θα λαμβάνεται υπόψη ποσοστό του μηνιαίου ασφαλιστικού ποσού και η συντάξιμη υπηρεσία τους. Ετσι η μηνιαία σύνταξη συνίσταται σε ποσοστό 1,714% του μηνιαίου ασφαλιστέου μισθού για κάθε έτος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.


Ασφαλιστέος μισθός είναι το πηλίκον της διαίρεσης του συνόλου των πάσης φύσεως αποδοχών που έλαβε ο υπάλληλος ή ο στρατιωτικός κατά τα πέντε ημερολογιακά έτη που προηγούνται του έτους εκείνου που υποβάλλεται η αίτηση για σύνταξη και επί των οποίων κατεβλήθησαν εισφορές για κύρια σύνταξη, χωρίς τον υπολογισμό των δώρων και του επιδόματος αδείας, δια του αριθμού των μηνών ασφάλισης των ετών αυτών, οι οποίοι δεν μπορεί να είναι λιγότεροι των σαράντα (40).


Με βάση τα παραπάνω το ποσό της σύνταξης προκύπτει από τον τύπο:


Ποσό σύνταξης = ασφαλιστέος μισθός Χ 1,714 / 100 Χ έτη υπηρεσίας


Για τους υπαλλήλους που υπηρετούσαν κατά την 17.10.1990 (ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 1902/90), καθώς επίσης και για όσους προσλήφθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή, αυξάνεται το επί του μηνιαίου συντάξιμου μισθού ποσοστό της σύνταξης κατά 1/50 (ή 16 χιλιοστά) για κάθε έτος υπηρεσίας που έχει πράγματι παρασχεθεί, πέραν του 35ου και ως του 40ού.


Στην υπηρεσία που πράγματι έχει προσφερθεί, συνυπολογίζεται θητεία κληρωτού/εφέδρου καθώς και ο χρόνος υπηρεσίας/απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, όχι όμως οι πλασματικές υπηρεσίες. Η σύνταξη λόγω ανικανότητας


Οι καταθέσεις που συνδυάζουν τον αποταμιευτικό με τον επενδυτικό χαρακτήρα και που προσφέρουν επιτόκιο υψηλότερο από εκείνο του ταμιευτηρίου


Ο τρόπος υπολογισμού της σύνταξης ανικανότητας ποικίλλει ανάλογα με την αιτία χορήγησής της και ακόμη ανάλογα με το αν ο συνταξιούχος είναι παλαιός ή νέος ασφαλισμένος. Ετσι: Παλαιοί ασφαλισμένοι: Αν η αιτία για τη χορήγηση της σύνταξης δεν οφείλεται στην υπηρεσία, η σύνταξη υπολογίζεται με βάση τα έτη υπηρεσίας, ενώ αν η αιτία χορήγησής της οφείλεται στην υπηρεσία, η σύνταξη υπολογίζεται με βάση το ποσοστό ανικανότητας και τα 800 χιλιοστά (ή το 80%) του μηνιαίου συντάξιμου μισθού (βασικός μισθός και χρονοεπίδομα).


Δηλαδή: Ποσό σύνταξης = (Β.Μ. + χρονοεπίδομα) Χ 800/1.000 Χ ποσ. ανικ.


Παράδειγμα: Το ποσό της σύνταξης υπαλλήλου που κατέστη ανίκανος στην υπηρεσία και εξαιτίας της σε ποσοστό 60% με βασικό μισθό κατά τον χρόνο του παθήματος 202.900 δρχ. και χρονοεπίδομα 89.276 δρχ. είναι:


(202.900 + 89.276) Χ 800/1.000 Χ 60/100 = 292.176 Χ 480/1.000 = 140.200 δρχ.


* Ποσοστό ανικανότητας μικρότερο του 25% δεν παρέχει δικαίωμα σύνταξης ανικανότητας.


Νέοι ασφαλισμένοι: Αν η αιτία χορήγησης της σύνταξης δεν οφείλεται στην υπηρεσία, η σύνταξη υπολογίζεται με βάση τα έτη υπηρεσίας, ενώ αν η αιτία χορήγησής της οφείλεται στην υπηρεσία, η σύνταξη υπολογίζεται με βάση το ποσοστό ανικανότητας και το ποσό της σύνταξης που αντιστοιχεί σε τριακονταπενταετή (35ετή) πραγματική συντάξιμη υπηρεσία (χρόνος ασφάλισης).


* Ποσοστό ανικανότητας μικρότερο του 50% δεν παρέχει δικαίωμα σύνταξης ανικανότητας.


Παλαιοί και νέοι ασφαλισμένοι: Ο υπάλληλος που καθίσταται ανίκανος στην υπηρεσία εξαιτίας της, μπορεί να επιλέγει, αντί της σύνταξης που υπολογίζεται με βάση το ποσοστό ανικανότητας, τη σύνταξη που αντιστοιχεί στα έτη της συνολικής συντάξιμης υπηρεσίας του, αν αυτή είναι μεγαλύτερη.


Αν η σύνταξη χορηγείται λόγω ανικανότητας συνεπεία τρομοκρατικής πράξης, αυτή υπολογίζεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές (βασικός μισθός και χρονοεπίδομα) του καταληκτικού ή προκαταληκτικού κλιμακίου ή βαθμού κατά περίπτωση και 35 έτη υπηρεσία. Κατά τα λοιπά, ο υπολογισμός της σύνταξης είναι ο ίδιος με εκείνον που ακολουθείται για τον υπολογισμό της με βάση τα έτη υπηρεσίας.


Σε ποιους μεταβιβάζεται η σύνταξη και σε τι ποσοστό


Με βάση τη συνταξιοδοτική νομοθεσία, η σύνταξη μεταβιβάζεται για τους:


Παλαιούς ασφαλισμένους


* Στον επιζώντα σύζυγο και τα ορφανά παιδιά του υπό προϋποθέσεις (διάρκεια έγγαμης συμβίωσης, ελάχιστος χρόνος υπηρεσίας του θανόντος, συνθήκες θανάτου και ανηλικότητα – σπουδές ή ανικανότητα για εργασία των τέκνων), καθώς και στη διαζευγμένη θυγατέρα υπό προϋποθέσεις (λόγος διάζευξης, ηλικία, ασφαλιστική και οικονομική κατάσταση). Ο επιζών σύζυγος χωρίς παιδιά ή εφόσον συντρέχουν στη σύνταξη ένα ή και δύο παιδιά δικαιούται τα 7/10 της σύνταξης που απονέμεται ή έχει απονεμηθεί στον θανόντα σύζυγο, αν δε συντρέχουν περισσότερα από δύο παιδιά προστίθεται 1/10 για καθένα από αυτά ώσπου να συμπληρωθεί ολόκληρη η σύνταξη του θανόντος συζύγου.


* Οταν δεν υπάρχει επιζών σύζυγος και υπάρχουν ένα ή και δύο παιδιά, η σύνταξη που δικαιούνται ανέρχεται στα 7/10 της σύνταξης που απονέμεται ή έχει απονεμηθεί στον θανόντα γονέα, αν δε τα παιδιά είναι περισσότερα από δύο, προστίθεται 1/10 για καθένα από αυτά ώσπου να συμπληρωθεί ολόκληρη η σύνταξη.


* Στην πατρική οικογένεια υπό προϋποθέσεις (απορία, ηλικία, συντήρηση από τον θανόντα) ή και χωρίς αυτές, σε περίπτωση που ο θάνατος επέλθει σε υπηρεσία που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο.


* Η πατρική οικογένεια δικαιούται τα 3/10 της σύνταξης του θανόντος ή τα 5/10, εφόσον δεν υπάρχει προστάτης της οικογένειας.


Νέους ασφαλισμένους


* Στον επιζώντα σύζυγο, εφόσον συντρέχουν πλην άλλων εισοδηματικά κριτήρια και ανικανότητα για εργασία κατά ποσοστό 67% τουλάχιστον. Ο επιζών σύζυγος δικαιούται το 50% της σύνταξης του θανόντος υπό προϋποθέσεις.


* Στα ορφανά παιδιά υπό προϋποθέσεις (αγαμία, ανηλικότητα, σπουδές, ανικανότητα για εργασία). Κάθε παιδί δικαιούται το 25% της σύνταξης του θανόντος, εκτός αν πρόκειται για παιδί ορφανό και από τους δύο γονείς, οπότε δικαιούται το 50%.


ΠΡΟΣΟΧΗ: Σύνταξη στον σύζυγο


Παρά τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, τη σύνταξη δικαιούται και ο επιζών σύζυγος χωρίς καμία προϋπόθεση. Σύμφωνα με την 1273/1996 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου:


«Ως ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου νοείται και η ισότητα του νόμου ενώπιον των Ελλήνων. Ετσι, δεσμεύεται και ο νομοθέτης, ο οποίος κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς όμοιων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων δεν δύναται να μεταχειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας εν γένει διακρίσεις, αλλά να προβαίνει σε ισόνομη ρύθμιση των ομοίων, εκτός αν η διαφορετική τους ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, γιατί επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων (άρθρ. 93 παράγρ. 4 του Συντάγματος). Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η θέσπιση πρόσθετων όρων για τη συνταξιοδότηση του χήρου συζύγου δημοσίας υπαλλήλου ή συνταξιούχου, πέρα από εκείνες που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση της χήρας, αντίκειται στην αρχή της ισότητας των δύο φύλων, που καθιερώνει το άρθρο 4 παράγρ. 2 του Συντάγματος και είναι ανίσχυρη, διότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ως θεμιτή απόκλιση κατά το άρθρο 116 παράγρ. 2 του Συντάγματος. Για τους ίδιους λόγους δεν μπορεί να θεωρηθεί ισχύουσα μετά την 1.1.1983 οποιαδήποτε προϋπάρχουσα διάταξη θεσπίζουσα παρόμοια αδικαιολόγητη διάκριση. Επομένως, η προπαρατεθείσα διάταξη της παράγρ. 3 εδ. α’ του άρθρου 5 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, κατά το μέρος εκείνο που θεσπίζει πρόσθετες προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση του χήρου συζύγου δημοσίας υπαλλήλου ή συνταξιούχου, πέραν από εκείνες που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση της χήρας, οι οποίες αναφέρονται στη συνδρομή απορίας και ανικανότητας προς άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 65% στο πρόσωπο του χήρου συζύγου, εισάγει ανεπίτρεπτη ανισότητα για τους χήρους άνδρες, γεγονός που καθιστά αυτή αντισυνταγματική και ως εκ τούτου ανεφάρμοστη».


Με βάση την πιο πάνω απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εξεδόθη πρόσφατα η υπ. αριθμ. 242/1998 απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων, η οποία δικαίωσε σύζυγο αποβιωσάσης συνταξιούχου του Δημοσίου και του χορήγησε το αναλογούν μέρος της σύνταξης της συζύγου χωρίς να λάβει υπόψη τις προϋποθέσεις που θέτει η συνταξιοδοτική νομοθεσία. Σύμφωνα με την απόφαση:


«Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η Επιτροπή κατά πλειοψηφία, μειοψηφούντος του προέδρου της, κρίνει ότι η προσβαλλόμενη πράξη αριθμ. Σ10/46040025/1617/1997 της Δ/νσης Συντάξεων Προσ/κού ΝΠΔΔ του ΙΚΑ που απέρριψε την από 22 Αυγούστου 1997 αίτηση του ενισταμένου για κανονισμό σε αυτής σύνταξης, λόγω θανάτου της συζύγου του, επειδή δεν επληρούντο οι πρόσθετες προϋποθέσεις της απορίας και της ανικανότητας για άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος, κατά ποσοστό άνω του 65%, εσφαλμένα εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις, μετά τα όσα έγιναν δεκτά με την απόφαση αριθ. 1273/1996 της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Συνεπώς και η κρινόμενη ένσταση με την οποία ο ενιστάμενος ζητά την αναγνώριση του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος, ως χήρου επιζώντος συζύγου, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή των ως άνω πρόσθετων προϋποθέσεων της απορίας και της ανικανότητας, πρέπει να γίνει δεκτή κατά πλειοψηφία και να αναπεμφθεί ο συνταξιοδοτικός φάκελος στην υπηρεσία που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, προκειμένου να κρίνει εκ νέου το συνταξιοδοτικό δικαίωμα του Ιωάννη Ευστρατίου Σπέντσα, σε συνδυασμό με τα όσα έγιναν δεκτά από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την απόφαση αριθ. 1273/1996, εξεταζομένου παράλληλα και του εάν συντρέχουν στο πρόσωπό του οι λοιποί όροι και προϋποθέσεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Π.Δ. 1041/1979)».


Ωστόσο, σύμφωνα με την άποψη εγκύρων νομομαθών, το Δημόσιο υποχρεούται οίκοθεν να εφαρμόζει την πιο πάνω απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και να χορηγεί σύνταξη στον επιζώντα σύζυγο χωρίς να απαιτείται προσφυγή στην Επιτροπή Κανονισμού Συντάξεων.


Αναστολή της σύνταξης


Προσοχή: Με το άρθρο 8 του νόμου 2592/98 νομοθετήθηκε ο περιορισμός του ποσού της σύνταξης των συνταξιούχων του Δημοσίου οι οποίοι απασχολούνται στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Η ρύθμιση προβλέπει τον περιορισμό της σύνταξης κατά 70%, εφόσον εργάζονται στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα χωρίς να έχουν κάνει αναστολή της σύνταξης.


Ο ευρύτερος δημόσιος τομέας έχει οριοθετηθεί με τον νόμο 1252/82 και περιλαμβάνει τα ΝΠΙΔ, τη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ, την ΕΡΤ, τις τράπεζες, τα κοινωφελή ιδρύματα, αποκεντρωμένες δημόσιες υπηρεσίες κτλ.


Με την ίδια διάταξη παρέχεται η δυνατότητα στους διορισμένους σε θέσεις προέδρων ή μελών διοικητικών συμβουλίων ή εξωτερικών συμβούλων του δημοσίου τομέα που λαμβάνουν από το Δημόσιο ή από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα να επιλέξουν:


* Είτε να τους καταβάλλεται η σύνταξη μειωμένη κατά 70%


* Είτε να λαμβάνουν το 1/2 των αποδοχών της θέσης που κατέχουν.


Η πιο πάνω ρύθμιση κατέστη αναγκαία μετά την κατάργηση της ΑΤΑ, διότι και με το προηγούμενο καθεστώς απαγορευόταν η σύγχρονη καταβολή της ΑΤΑ από δύο πηγές του Δημοσίου ή του Δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα.


Κρατήσεις – Φορολογία των συντάξεων


Η σύνταξη υπόκειται σε κράτηση για υγειονομική περίθαλψη που ανέρχεται σε ποσοστό 2,55% επί του συνολικού ακαθαρίστου ποσού, καθώς επίσης και σε ειδική μηνιαία εισφορά υπέρ του Δημοσίου ως εξής:


Για το τμήμα σύνταξης ως 120.000 δρχ., ποσοστό 1%


Για το τμήμα σύνταξης από 120.001 ως 200.000 δρχ., ποσοστό 2%


Για το τμήμα σύνταξης από 200.001 ως 300.000 δρχ., ποσοστό 3%


Για το τμήμα σύνταξης από 300.001 ως 400.000 δρχ., ποσοστό 4%


Για το τμήμα σύνταξης από 400.000 δρχ., ποσοστό 5%


Από την κράτηση αυτή εξαιρούνται οι συντάξεις μέχρι του ποσού των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) δρχ.


Η σύνταξη αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και φορολογείται με την κλίμακα φόρου, συναθροιζόμενη με τα άλλα εισοδήματα του συνταξιούχου.


Ο φόρος παρακρατείται στην πηγή υπολογιζόμενος κάθε μήνα με βάση την κλίμακα φόρου.


* Ποια είναι τα απαιτούμενα δικαιολογητικά


Τα δικαιολογητικά που υποβάλλονται για τον κανονισμό της σύνταξης ποικίλλουν ανάλογα με το είδος της σύνταξης και την αιτία χορήγησής της. Ετσι:


* Για τον κανονισμό της σύνταξης πολιτικού υπαλλήλου απαιτούνται:


­ Αίτηση


­ Πιστοποιητικό υπηρεσιακών μεταβολών


­ Πιστοποιητικό προϋπηρεσιών


­ Πιστοποιητικό στρατολογικού γραφείου τύπου Α’ ή επικυρωμένο αντίγραφο από τον υπηρεσιακό φάκελο του υπαλλήλου


­ Βεβαίωση για τον χρόνο που χρησίμευσε ως προσόν διορισμού


­ Βεβαίωση του εκκαθαριστή αποδοχών


­ Υπεύθυνη δήλωση (Ν. 1599/86) για το αν: i) ο χρόνος τού χρησίμευσε για να πάρει σύνταξη από άλλο φορέα, ii) για τον ίδιο χρόνο πήρε αποζημίωση, iii) κατέχει οποιαδήποτε θέση και iv) πήρε ή παίρνει άλλη σύνταξη και από πού.


­ Πιστοποιητικό δήμου – κοινότητας (από το οποίο να προκύπτουν η ημερομηνία γέννησης και η οικογενειακή κατάσταση του υπαλλήλου). Σε περίπτωση έγγαμης γυναίκας, να βεβαιούται αν έχει λυθεί ή όχι ο γάμος.


* Για τον κανονισμό της σύνταξης στρατιωτικού απαιτούνται:


­ Αίτηση


­ Αντίγραφο φύλλου μητρώου


­ Φύλλο διακοπής μισθοδοσίας


­ Πιστοποιητικό τύπου Α’ (σε περίπτωση που ο στρατιωτικός έχει θητεία κληρωτού – εφέδρου)


­ Βεβαίωση για μονάδες εκστρατείας


­ Αναλυτική βεβαίωση σπουδών. Βεβαίωση ότι το πτυχίο που αποκτήθηκε αποτέλεσε προσόν κατάταξης (αφορά μόνο όσους φοίτησαν σε ΑΕΙ της ημεδαπής ή της αλλοδαπής)


­ Βεβαίωση εξαμήνων υποβρυχίου καταστροφέα (υποβάλλεται μόνο από τους προερχόμενους από το Ναυτικό)


* Για την περίπτωση μεταβίβασης της σύνταξης απαιτούνται:


­ Αίτηση ενός τουλάχιστον δικαιούχου


­ Αντίγραφο ληξιαρχικής πράξης θανάτου του συνταξιούχου


­ Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης δήμου ή κοινότητας από το οποίο να προκύπτουν: τα πρόσωπα που άφησε στη ζωή ο θανών, το έτος γέννησής τους και η προσωπική τους κατάσταση


­ Πιστοποιητικό γάμου της οικείας Ιεράς Μητρόπολης ή αντίγραφο ληξιαρχικής πράξης γάμου


­ Υπεύθυνη δήλωση, από την οποία να προκύπτουν: i) αν τα δικαιούχα πρόσωπα εργάζονται και πού, ii) αν παίρνουν άλλη σύνταξη και από ποιο φορέα και iii) αν επιθυμούν την καταβολή του συνταξιοδοτικού μεριδίου που δικαιούνται σε περίπτωση που κατέχουν θέση στο Δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.


­ Εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου εισοδήματος ή, σε περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί φορολογική δήλωση, υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/86 θεωρημένη από την αρμόδια ΔΟΥ. Οι νέες συντάξεις


Ποιες κατηγορίες συνταξιούχων του Δημοσίου πήραν αύξηση από 1.1.1999


Περίπου πριν από επτά μήνες είχε συνταχθεί σχέδιο νόμου με το οποίο αυξάνονταν οι συντάξεις ορισμένων κατηγοριών συνταξιούχων του Δημοσίου. Το νομοσχέδιο αυτό, το οποίο δημοσίευσε «Το Βήμα» στις 12.7.1998, αποσύρθηκε και επαναδιατυπώθηκε. Με τις ρυθμίσεις του νέου νομοσχεδίου αυξάνονται από 1.1.1999:


* Οι συντάξεις των μελών του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) των ΑΕΙ και του Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΕΠ) των ΤΕΙ, των γιατρών του ΕΣΥ και των διπλωματών.


* Ολοκληρώνεται το συνταξιοδοτικό – ασφαλιστικό καθεστώς των οργάνων που συγκροτούν τον νεοπαγή θεσμό της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης.


* Ρυθμίζονται συνταξιοδοτικά θέματα ορισμένων κατηγοριών υπαλλήλων – συνταξιούχων, όπως των μελών των ανεξαρτήτων διοικητικών αρχών, των τέως δημάρχων και κοινοταρχών, του προσωπικού που ασφαλίζεται στο Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού του Θεραπευτηρίου «Ευαγγελισμός».


* Τροποποιούνται και συμπληρώνονται διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων και προτείνονται ρυθμίσεις γενικής φύσεως που σχετίζονται με τους δημοσίους υπαλλήλους και τους υπαλλήλους των ΝΠΔΔ.


* Καταργείται ο υπολογισμός της σύνταξης σε πεντηκοστά για όσους προσελήφθησαν στο Δημόσιο από 1.1.1983.


* Με το άρθρο 4 του νομοσχεδίου καθιερώνεται η 9η Μαΐου ως Ημέρα Πανελλαδικού Εορτασμού των Εθνικών Αγώνων και της Εθνικής Αντίστασης κατά του Ναζισμού και του Φασισμού, ενώ στην περιοχή της πρωτεύουσας ανεγείρεται μνημείο της Εθνικής Αντίστασης και του αγώνα του ελληνικού λαού κατά του ξένου κατακτητή. Επίσης, θα ανεγερθούν και ανδριάντες των στρατιωτικών ηγετών του ένοπλου αντιστασιακού αγώνα.


Συγκεκριμένα:


Με τις διατάξεις του άρθρου 1 του νομοσχεδίου αναπροσαρμόζονται αναδρομικά οι συντάξεις των παρακάτω συνταξιούχων του Δημοσίου:


* Των μελών του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) των ΑΕΙ, του Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΕΠ) των ΤΕΙ, των ερευνητών και των ειδικών λειτουργικών επιστημόνων των ερευνητικών κέντρων, των συμβούλων και παρέδρων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, των καθηγητών της ΣΕΛΤΕ και των Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Σχολών, του επιστημονικού ερευνητικού προσωπικού του ΚΕΠΕ, των καθηγητών Ανωτάτων Στρατιωτικών Σχολών, καθώς και των καθηγητών της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας που έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία από 1ης Σεπτεμβρίου 1997 ως τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Η αναπροσαρμογή της σύνταξης θα γίνει από τις αρμόδιες διευθύνσεις συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, μετά την έκδοση από τη διοίκηση της πράξης ανακαθορισμού των αποδοχών τους με βάση τις μισθολογικές διατάξεις του Ν. 2530/1997 και την κοινοποίηση της πράξης αυτής στις παραπάνω διευθύνσεις.


* Των μελών του ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού των ΑΕΙ και ΤΕΙ που επέλεξαν την υπαγωγή τους στο μισθολόγιο του Ν. 1505/1984, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Ν. 1517/1985, καθώς και του προσωπικού της ΣΕΛΕΤΕ που δεν εντάχθηκε στο προσωπικό των ΤΕΙ.


Ειδικά η αναπροσαρμογή των συντάξεων:


* Του λοιπού διδακτικού προσωπικού των ΑΕΙ που έχει εξέλθει της υπηρεσίας ως την έναρξη ισχύος του Ν. 1517/1985 γίνεται από την αρμόδια διεύθυνση συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.


* Των συμβούλων του ΚΕΜΕ και των διευθυντών των διδασκαλείων μέσης και δημοτικής εκπαίδευσης που έχουν εξέλθει της υπηρεσίας ως την έναρξη ισχύος του Ν. 1517/1985, καθώς και των τέως συμβούλων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του Ν. 4379/1964 που κατατάχθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 84 του Ν. 1566/1985 σε προσωρινές θέσεις συμβούλων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου του Ν. 4379/1964, από την έναρξη της ισχύος του ΑΝ 129/1967 (ΦΕΚ 163Α’) και που έχουν συσταθεί με τον ίδιο νόμο, γίνεται από την αρμόδια διεύθυνση συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2530/1997 και την κατά βαθμίδα αντιστοιχία που αναφέρεται στον πίνακα Α.


* Του εκπαιδευτικού προσωπικού των παιδαγωγικών ακαδημιών, των σχολών νηπιαγωγών, των ανωτάτων σχολών οικιακής οικονομίας, της Εκκλησιαστικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Βελλάς, της Εκκλησιαστικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, της Ανώτερης Εκκλησιαστικής Σχολής Αθηνών, του Διδασκαλείου Μέσης Εκπαίδευσης, του Μαρασλείου Διδασκαλείου Δημοτικής Εκπαίδευσης και του Κέντρου Μετάφρασης και Διερμηνείας (ΚΕΜΕΔΙ) που έχει εξέλθει της υπηρεσίας ως την 31η Αυγούστου 1997 γίνεται οίκοθεν από την αρμόδια διεύθυνση συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2530/1997.


* Ανακαθορίζεται η σύνταξη των υπαλλήλων του διπλωματικού κλάδου, του επιστημονικού προσωπικού της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας, της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των υπαλλήλων του κλάδου εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Εξωτερικών, καθώς και των γιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) που έχουν εξέλθει από την υπηρεσία από 1ης Ιανουαρίου 1998 ως τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.


Για τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού που καταβάλλεται ως σύνταξη την 31η Δεκεμβρίου 1998 λαμβάνονται υπόψη: α) το ποσόν της βασικής σύνταξης, β) τα τυχόν καταβαλλόμενα ποσά για διορθωτικό ποσό, για προσωρινή προσωπική διαφορά και για επίδομα ανικανότητας, και γ) το ποσό της ΑΤΑ και των αυξήσεων που χορηγήθηκαν μετά την κατάργησή της σε εφαρμογή των νόμων περί εισοδηματικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων σε αυτές και των διορθωτικών ποσών μέχρι και του έτους 1996.


Με τις διατάξεις του άρθρου 2 του νομοσχεδίου ορίζεται ότι:


* «Οι καθηγητές, οι αναπληρωτές καθηγητές, οι επίκουροι καθηγητές και οι λέκτορες των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ) και των ισοτίμων με αυτά ανωτάτων σχολών, που απομακρύνονται από την υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας ή λήξης της θητείας τους λόγω ορίου ηλικίας δικαιούνται σύνταξη, μετά τη συμπλήρωση δεκαετούς τουλάχιστον πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας καθηγητή ή αναπληρωτή καθηγητή ή επίκουρου καθηγητή ή λέκτορα σε ΑΕΙ της χώρας ή σε ισότιμη ανώτατη σχολή, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης ή μερικής απασχόλησης αθροιστικά. Η υπηρεσία σε θέση μερικής απασχόλησης υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του παρόντος».


Δικαιώματα που έχουν κριθεί με βάση τις αντικαθιστώμενες διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν θίγονται.


* «Προκειμένου για γενικούς γραμματείς υπουργείων, γενικούς γραμματείς προϊσταμένους γενικών γραμματειών, γενικούς γραμματείς περιφερειών και ειδικούς γραμματείς υπουργείων δεν δύναται να αποκτηθεί δικαίωμα σύνταξης, προτού συμπληρωθεί οκταετής πλήρης πραγματική υπηρεσία στη θέση αυτή. Σε περίπτωση που δεν συμπληρωθεί ο κατά το προηγούμενο εδάφιο χρόνος, ο χρόνος υπηρεσίας στις θέσεις αυτές προσαυξάνει τη λοιπή πραγματική, συντάξιμη και δημόσια υπηρεσία τους στο Δημόσιο, σε ΟΤΑ ή σε άλλα ΝΠΔΔ».


* «Τα άγαμα αγόρια που φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές της χώρας ή σε ισότιμες προς αυτές του εξωτερικού ή σε δημόσια Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ) της χώρας, δικαιούνται σύνταξη ώσπου να τελειώσουν τις σπουδές τους, σύμφωνα με τα έτη φοίτησης που προβλέπει ο οργανισμός της κάθε σχολής ή του κάθε ΙΕΚ, κατά περίπτωση και για ένα ακόμη έτος, εφόσον συνεχίζεται η φοίτηση και πάντως όχι πέρα από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους, προκειμένου για όσους φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και του 22ου έτους της ηλικίας τους, προκειμένου για όσους φοιτούν σε ΙΕΚ.


Η σύνταξη στην περίπτωση αυτή καταβάλλεται, εφόσον προσκομίζεται κάθε χρόνο πιστοποιητικό φοίτησης – προόδου της οικείας σχολής, από το οποίο να αποδεικνύεται η κανονική φοίτηση του σπουδαστή, καθώς και υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 (ΦΕΚ 75 Α’) ότι είναι άγαμος και δεν παίρνει σύνταξη από άλλο φορέα».


* «Δημόσιος υπάλληλος ο οποίος έχει αναγνωρισμένο δικαίωμα σε σύνταξη και διορίζεται σε θέση Διδακτικού – Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ), ή σε θέση Εκπαιδευτικού Προσωπικού (ΕΠ) των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΤΕΙ) θεμελιώνει δικαίωμα σε σύνταξη από τη νέα θέση, εφόσον συμπληρώσει πλήρη πενταετή πραγματική υπηρεσία στη θέση αυτή. Σε περίπτωση που δεν συμπληρωθεί ο απαιτούμενος χρόνος, ο χρόνος υπηρεσίας στις ανωτέρω θέσεις, εφόσον έχει ανασταλεί η καταβολή της σύνταξης, προσαυξάνει τον συντάξιμο χρόνο και η σύνταξη ανακαθορίζεται από την ημερομηνία υποβολής της σχετικής αίτησης».


Πολεμικές συντάξεις


Με τις διατάξεις του άρθρου 3 του νομοσχεδίου ρυθμίζονται θέματα που αφορούν τις πολεμικές συντάξεις. Συγκεκριμένα:


* Θεσπίζεται νέος τρόπος υπολογισμού της βασικής μηνιαίας πολεμικής σύνταξης που χορηγείται στους αναπήρους πολέμου πολίτες. Η σύνταξη αυτή θα προσδιορίζεται με βάση τον μηνιαίο βασικό μισθό του λοχαγού όπως αυτός ισχύει κάθε φορά πολλαπλασιαζόμενος με τον συντελεστή 1,2% ανά εκατοστό ανικανότητας.


Ετσι ορίζεται ότι:


Η αναγνωριζόμενη βασική μηνιαία πολεμική σύνταξη των οικογενειών των φονευθέντων, εξαφανισθέντων ή θανόντων αξιωματικών και ανθυπασπιστών και των εξομοιουμένων με αυτούς, των οποίων οι συντάξεις δεν υπήχθησαν στις διατάξεις του άρθρου 75, παράγραφος 7 του ΑΝ 1854/1951 (ΦΕΚ 182 Α’), όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του ΝΔ 3768/1957 (άρθρο 70, παράγραφος 6, ΠΔ 1041/1979), είναι ίση με το ακόλουθο, κατά βαθμό, ποσοστό επί του μηνιαίου βασικού μισθού του βαθμού Λοχαγού, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά:


Αντιστρατήγου ποσοστό 60%


Υποστρατήγου ποσοστό 55%


Συνταγματάρχη ποσοστό 50%


Αντισυνταγματάρχη – Ταγματάρχη ποσοστό 45%


Λοχαγού – Υπολοχαγού ποσοστό 40%


Ανθυπολοχαγού – Ανθυπασπιστή ποσοστό 35%


Η ανωτέρω σύνταξη προσαυξάνεται για κάθε δικαιούμενο σύνταξης τέκνο με ποσό ίσο με το ακόλουθο, κατά βαθμό, ποσοστό επί του μηνιαίου βασικού μισθού του Λοχαγού, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά:


Αντιστρατήγου – Υποστρατήγου ποσοστό 4,5%


Συνταγματάρχη – Ταγματάρχη ποσοστό 3%


Λοχαγού – Ανθυπασπιστή ποσοστό 2,5%».


* Συμπληρώνονται οι ειδικές διατάξεις για την προστασία των στρατιωτικών που παθαίνουν κατά την εκτέλεση υπηρεσίας αυξημένου κινδύνου σε ειρηνική περίοδο και ορίζεται για λόγους ίσης μεταχείρισης ότι οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή και για το προσωπικό του Λιμενικού Σώματος και της Ελληνικής Αστυνομίας που ασχολείται με την εξουδετέρωση εκρηκτικών μηχανισμών.


Σύνταξη Εθνικής Αντίστασης


Με τις διατάξεις του άρθρου 4 του νομοσχεδίου ρυθμίζονται συνταξιοδοτικά θέματα που αφορούν τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης. Ετσι ορίζεται ότι:


* Η προθεσμία για την αναγνώριση μόνο της ιδιότητας του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης παρατείνεται από τότε που έληξε ως τις 31 Δεκεμβρίου 1999. Αιτήσεις για την αναγνώριση της ιδιότητας του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης που έχουν υποβληθεί ως την έναρξη ισχύος του παρόντος παραμένουν ισχυρές.


* Οι αιτήσεις των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης συνταξιούχων του ΟΓΑ, καθώς και των οικογενειών τους, που είχαν υποβληθεί στην αρμόδια διεύθυνση συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ως την έναρξη ισχύος του Ν. 1976/1991 και για τις οποίες δεν είχε εκδοθεί πράξη ή απόφαση κανονισμού σύνταξης, κρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 του Ν. 1813/1988 και τις προϋποθέσεις που ίσχυαν κατά την ημερομηνία υποβολής τους. Τα οικονομικά αποτελέσματα από την εφαρμογή των νέων διατάξεων αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου μήνα της έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου.


Με τις προτεινόμενες διατάξεις σκοπείται να δικαιωθούν την προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 27 του Ν. 1813/1988 σύνταξη και εκείνοι οι αγωνιστές της ΕΑ – συνταξιούχοι του ΟΓΑ που ενώ είχαν τις προϋποθέσεις που προέβλεπαν οι εν λόγω διατάξεις και υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδότησης (με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά) πριν από την 4.12.1991 (ημερομηνία δημοσίευσης του Ν. 1976/1991), δεν εκδόθηκε επ’ ονόματί τους πράξη ή απόφαση με την οποία να δικαιούνται σύνταξης.


Επέκταση δικαιώματος


Με τις διατάξεις του άρθρου 6 του νομοσχεδίου ρυθμίζεται το συνταξιοδοτικό – ασφαλιστικό καθεστώς των προσώπων που θητεύουν ως πρόεδροι ή μέλη σε ανεξάρτητες διοικητικές αρχές που συνεστήθησαν πρόσφατα, όπως το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και όσες ενδέχεται να συσταθούν στο μέλλον. Ετσι:


* Ρυθμίζεται το θέμα της παρακράτησης των ασφαλιστικών εισφορών από τον μισθό των εν λόγω προσώπων και προσδιορίζεται η βάση υπολογισμού των εισφορών αυτών.


* Λαμβάνεται πρόνοια για τη συνταξιοδοτική – ασφαλιστική τακτοποίηση των προαναφερομένων προσώπων για τον χρόνο από τον διορισμό τους στην ανεξάρτητη διοικητική αρχή ως τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Επίσης ορίζεται ότι τα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ και ΕΠ των ΤΕΙ μερικής απασχόλησης στην οργανική τους θέση, που δεν έχουν προβεί σε αναστολή άσκησης των καθηκόντων τους και έχουν πλήρη απασχόληση στην ανεξάρτητη διοικητική αρχή, για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου θεωρούνται πλήρους απασχόλησης στην οργανική τους θέση, τόσο ως προς τον προσδιορισμό της βάσης υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών όσο και ως προς τον υπολογισμό του συντάξιμου χρόνου.


* Γίνεται ειδική αναφορά στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς των προέδρων ή μελών των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών που είναι και συνταξιούχοι και ορίζεται ότι ο χρόνος της θητείας τους στις εν λόγω αρχές και ως την κατάληψη από το όριο ηλικίας προσαυξάνει τη σύνταξή τους.


Με τις διατάξεις του άρθρου 13 ρυθμίζονται τα εξής:


* Υλοποιείται η πρόθεση της πολιτείας για την αποκατάσταση του ύψους των αποδοχών των μελών του μόνιμου καλλιτεχνικού προσωπικού που εργάζεται στις κρατικές ορχήστρες Αθηνών και Θεσσαλονίκης (ΚΟΑ, ΚΟΘ) και της Ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής (ΕΛΣ), σε επίπεδο που ανταποκρίνεται στον ρόλο τους.


Ειδικότερα για τις επί μέρους ρυθμίσεις ορίζονται τα ακόλουθα:


* Καθορίζονται σταθεροί συντελεστές προσδιορισμού του βασικού μισθού όλων των κατηγοριών, με βάση τον βασικό μισθό του Μουσικού.


Οι ισχύοντες σήμερα και οι νέοι βασικοί μισθοί έχουν ως εξής:


Ισχύοντες Νέοι


α. Αρχιμουσικός – Εξάρχων 150.000 358.600 (1,63)


β. Κορυφαίος Α’ 140.000 341.000 (1,55)


γ. Κορυφαίος Β’ 120.000 303.600 (1,38)


δ. Μουσικός 70.000 220.000 (1,00)


* Ορίζεται ο βασικός μισθός του Μουσικού σε 220.000 δρχ.


* Πέρα από τον βασικό μισθό χορηγείται μισθολογική προσαύξηση στους βασικούς μισθούς τους, ανά πενταετία προϋπηρεσίας, οριζόμενη στο 1/6 της διαφοράς της επόμενης κατηγορίας και ειδικά για τις κατηγορίες των Αρχιμουσικών και Εξαρχόντων ίση με το 1/6 της διαφοράς της προηγούμενης κατηγορίας.


* Επίσης, παρέχονται και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, η οικογενειακή παροχή και το επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών, σύμφωνα με τα ισχύοντα κάθε φορά για τους μόνιμους δημοσίους διοικητικούς υπαλλήλους, καθώς και το ειδικό μουσικό επίδομα και το επίδομα οργάνου.


* Το ειδικό μουσικό επίδομα ορίζεται για όλες τις κατηγορίες του εν λόγω καλλιτεχνικού προσωπικού σε ποσοστό 50% επί του εισαγωγικού βασικού μισθού του Κορυφαίου Α’ (δηλαδή, 341.000 Χ 50% = 170.500 δρχ.).


* Το ειδικό επίδομα οργάνου καθορίζεται σε 80.000 δρχ.


* Με το ίδιο άρθρο ρυθμίζονται μισθολογικά θέματα των νοσοκομειακών φαρμακοποιών του ΕΣΥ. Ειδικότερα:


* Με τη διάταξη του α’ εδαφίου καταβάλλεται το νοσοκομειακό επίδομα των 12.000 δρχ. ανά μήνα (περίπτωση α’ παράγραφος 7 του άρθρου 8 του Ν. 2470/97) στους νοσοκομειακούς φαρμακοποιούς του ΕΣΥ, αντί του καταβαλλόμενου των 5.000 δρχ. (περίπτωση γ’ του ίδιου άρθρου και νόμου), επειδή το αντικείμενο εργασίας τους προσιδιάζει με αυτό του προσωπικού εργαστηρίων και όχι με αυτό του λοιπού προσωπικού.


* Με τη διάταξη του β’ εδαφίου της ίδιας παραγράφου αποσαφηνίζεται ότι δικαιούχοι του επιδόματος θέσης της περίπτωσης Α’, εδάφιο Β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του Ν. 2470/1997 είναι μόνο οι διευθυντές φαρμακοποιοί των νοσοκομείων του ΕΣΥ που ασκούν καθήκοντα διευθυντή και όχι και οι έχοντες τον τίτλο του διευθυντή χωρίς να ασκούν τα σχετικά καθήκοντα.


* Με τη διάταξη του γ’ εδαφίου προβλέπεται η χορήγηση εφάπαξ κατ’ έτος ποσού στους νοσοκομειακούς φαρμακοποιούς του ΕΣΥ με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας, προκειμένου να αποζημιωθούν οι φαρμακοποιοί για το πρόσθετο έργο της αναδιάρθρωσης της φαρμακευτικής πολιτικής στα νοσοκομεία με σκοπό την ορθολογική χρήση των φαρμάκων και την περιστολή των δαπανών (καθιέρωση ατομικής συνταγής, νοσοκομειακό συνταγολόγιο).