Την τελευταία δεκαετία ο αριθμός των κλεμμένων αυτοκινήτων σχεδόν διπλασιάστηκε. Το εντυπωσιακό στοιχείο όμως δεν βρίσκεται στις στατιστικές αλλά στον τρόπο δράσης των συμμοριών. Η εποχή που νεαροί έκλεβαν αυτοκίνητα «για μια βόλτα» πέρασε. Σήμερα οι διωκτικές αρχές αντιμετωπίζουν κυκλώματα κλοπής και διακίνησης αυτοκινήτων με διασυνδέσεις στα Βαλκάνια και αποδέκτες των κλοπιμαίων ακόμη και σε χώρες του Τρίτου Κόσμου.


Αλλά και οι διεθνείς συμμορίες που δρουν στην Ελλάδα προσάρμοσαν τις μεθόδους τους στην πρακτική της νεοελληνικής καπατσοσύνης. Η γραφειοκρατία και η διάτρητη διοικητική δομή των κρατικών υπηρεσιών προσφέρουν ιδανικές ευκαιρίες στους κλέφτες αυτοκινήτων. Μπορούν να μετατρέπουν τρακαρισμένα αυτοκίνητα σε πολυτελείς λιμουζίνες αλλάζοντας απλώς τους αριθμούς πλαισίου και κυκλοφορίας.


Οι «μαϊμούδες» αποτελούν τη μεγαλύτερη κατηγορία κλεμμένων αυτοκινήτων. Ακόμη και αν εντοπιστούν από τις διωκτικές αρχές, η εξακρίβωση της πραγματικής ταυτότητάς τους είναι σε ορισμένες περιπτώσεις τόσο δύσκολη που οι ιδιοκτήτες περιμένουν ολόκληρους μήνες για να τα πάρουν πίσω. Μετά τις «μαϊμούδες» έρχονται τα κλεμμένα αυτοκίνητα που φυγαδεύονται στο εξωτερικό. Εδώ Ελληνες και Αλβανοί συνεργάζονται στενά. Οι Αλβανοί έρχονται στην Ελλάδα εφοδιασμένοι με πλαστά αλβανικά έγγραφα του αυτοκινήτου που θα κλαπεί. Αδεια κυκλοφορίας και πινακίδες. Οι κλέφτες (συνήθως Ελληνες) γνωρίζουν τα τεχνικά χαρακτηριστικά και το χρώμα του προγραμμένου αυτοκινήτου. Εκδίδουν όμως τα σχετικά έγγραφα στην Αλβανία, αφού εκεί η διαφορά «πλαστού» και «γνήσιου» είναι δυσδιάκριτη. Κλέβουν το αυτοκίνητο βράδυ, τοποθετούν αλβανικές πινακίδες και το πρωί το περνούν από τα σύνορα.


Οι ουρές (και η έλλειψη υποδομής) στα τελωνεία Κακαβιάς και Κρυσταλλοπηγής διευκολύνουν το έργο των συμμοριών. Ο λεπτομερής έλεγχος είναι πρακτικά αδύνατος.


Η πολυπραγμοσύνη και οι τεχνικές γνώσεις των κλεφτών εξελίσσονται παράλληλα με τις μεθόδους αντικλεπτικής προστασίας. Είναι αγώνας ταχύτητας ανάμεσα σε αυτούς που κατασκευάζουν αντικλεπτικά συστήματα και σε αυτούς που προσπαθούν να τα παραβιάσουν. Ο ανταγωνισμός όμως είναι ιδιαίτερα σκληρός και ανάμεσα στους ίδιους τους κατασκευαστές αντικλεπτικών συστημάτων. Επενδύουν τόσο σημαντικά ποσά στην τεχνολογική έρευνα ώστε η επιβίωσή τους εξαρτάται, συχνά, από τον εκτοπισμό των ανταγωνιστών.


Ο ανταγωνισμός προηγμένων τεχνολογιών μπορεί να είναι συναρπαστικός, η πραγματικότητα όμως πεζή. Σύμφωνα με έγκυρες πηγές (δηλαδή τους ίδιους τους κλέφτες), ο χρόνος εξουδετέρωσης του τελειότερου αντικλεπτικού συστήματος, υπό κανονικές συνθήκες, δεν είναι μεγαλύτερος από 15 λεπτά.


ΤΟ ΕΤΗΣΙΟ διεθνές συνέδριο της Ιντερπόλ το 1998 είχε τον ελκυστικό τίτλο: «Ασφαλιστικές απάτες, κλοπές και παράνομες διακινήσεις αυτοκινήτων». Ισως δεν είναι τυχαίο ότι επελέγη βαλκανική πρωτεύουσα για να φιλοξενήσει τις εργασίες του. Εκατό αστυνομικοί από 23 χώρες συγκεντρώθηκαν στη Σόφια. Την τελευταία ημέρα του τριήμερου συνεδρίου μια ελληνική παρέμβαση έσπασε τη βαριά ατμόσφαιρα που είχαν δημιουργήσει οι ατέλειωτες εισηγήσεις, αλλά έφερε και σε δύσκολη θέση τους οργανωτές. Ενας από τους δύο υπαστυνόμους που εκπροσωπούσαν την Ελλάδα ρώτησε τον βούλγαρο υπουργό Εσωτερικών Μπογκομίλ Μπόνεφ πότε η χώρα του θα επιστρέψει στην Ελλάδα τα 75 κλεμμένα αυτοκίνητα τα οποία από το 1996 έχουν εντοπιστεί στη Βουλγαρία. Την αρχική αμηχανία διαδέχθηκε θυμηδία. Κυρίως των ευρωπαίων και αμερικανών συνέδρων, που βρέθηκαν μπροστά σε ένα κλασικό βαλκανικό φαινόμενο. Οσοι μάλιστα γνώριζαν το παρασκήνιο της υπόθεσης διασκέδασαν πραγματικά. Τα 75 αυτοκίνητα που διεκδικούσε ο έλληνας υπαστυνόμος αποτελούσαν μέρος της λείας σπείρας κλεφτών αυτοκινήτων που εξάρθρωσαν το 1996 οι ελληνικές διωκτικές αρχές. Πρόκειται για την «υπόθεση Χόμολα», από το όνομα του αρχηγού της σπείρας, του ούγγρου κακοποιού Χόμολα. Ο ίδιος και οι συνεργοί του, Ελληνες και Βούλγαροι, έκλεψαν κατά το χρονικό διάστημα 1994-1996 115 πολυτελή αυτοκίνητα από την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. Τα 75 εντοπίστηκαν στη Βουλγαρία, αλλά «απολύτως ξεπλυμένα», κατά την έκφραση έλληνα αστυνομικού. Οι Βούλγαροι τα εμφάνιζαν «πεντακάθαρα». Κυκλοφορούσαν με βουλγαρικές πινακίδες και άδειες κυκλοφορίας. Μερικά μάλιστα μετέφεραν κρατικούς αξιωματούχους, είχαν δηλαδή μετατραπεί σε κρατικά αυτοκίνητα. Οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές της γειτονικής χώρας, αν και παραδέχθηκαν την παράνομη προέλευση των αυτοκινήτων, δήλωσαν αδυναμία να τα επιστρέψουν, επικαλούμενες κενά στη βουλγαρική νομοθεσία. Ο κ. Μπόνεφ υποχρεώθηκε να δώσει εξηγήσεις για να αντιμετωπίσει τα ειρωνικά χαμόγελα των συνέδρων. Δήλωσε ότι θα ασχοληθεί προσωπικά με το πρόβλημα, διευκρινίζοντας όμως ότι θεωρεί εξαιρετικά δύσκολη την επίλυσή του. Οι έλληνες αστυνομικοί σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες εμφανίζονται περισσότερο απαισιόδοξοι από τον βούλγαρο υπουργό Εσωτερικών. Είναι σίγουροι ότι τα 75 κλεμμένα ελληνικά αυτοκίνητα θα «γεράσουν» στους βουλγαρικούς δρόμους.


* Αριστες διασυνδέσεις


Η «υπόθεση Χόμολα» είναι χαρακτηριστική της νέας πραγματικότητας που διαμορφώνεται όσον αφορά τα κλεμμένα αυτοκίνητα. Ακόμη και αν εντοπιστούν, δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι θα αποδοθούν αμέσως στον ιδιοκτήτη. Εστω και αν βρεθούν όχι στη Βουλγαρία, αλλά στην Ελλάδα. Η ελληνική γραφειοκρατία σε ορισμένες περιπτώσεις συναγωνίζεται τη βουλγαρική. Το φαινόμενο είναι διαβαλκανικό. Πρόκειται για κλοπές που γίνονται με συγκεκριμένο σκοπό. Να μετατραπεί ένα τρακαρισμένο αυτοκίνητο από άμορφη μάζα σιδερικών σε ολοκαίνουργιο μοντέλο.


Η ιδέα είναι απλή. Ενα κλεμμένο αυτοκίνητο παίρνει τη θέση του τρακαρισμένου. Απαραίτητη προϋπόθεση να πρόκειται για ίδιο μοντέλο και χρώμα. Είναι οι πλέον δύσκολες υποθέσεις για τις διωκτικές αρχές. Καλούνται να αντιμετωπίσουν οργανωμένες σπείρες με άριστες διασυνδέσεις. Στο κύκλωμα εμπλέκονται πραγματογνώμονες, φαναρτζήδες, μαντράδες, υπάλληλοι ορισμένων περιθωριακών ασφαλιστικών εταιρειών, συνεργάτες εταιρειών οδικής βοήθειας και βέβαια κακοποιοί. Το σύστημα στηρίζεται σε δύο «σταθερές» της νεοελληνικής πραγματικότητας. Την εκατόμβη των τροχαίων δυστυχημάτων και τη λατρεία του μέσου Ελληνα για αυτοκίνητο πολύ περισσότερων κυβικών από τις οικονομικές του δυνατότητες. Οι δύο αυτές «σταθερές», σε συνδυασμό με την επίσης σταθερή πολιτική των κυβερνήσεων να εισπράττουν από τη φορολόγηση του αυτοκινήτου όσο το δυνατόν περισσότερα έσοδα, δημιούργησαν το πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της κομπίνας. Σύμφωνα με αξιωματικούς του Τμήματος εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, τα κλεμμένα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν με πινακίδες τρακαρισμένων είναι από τις πλέον δύσκολες περιπτώσεις απάτης.


* Τα «νόμιμα κουφάρια»


Οταν ένα αυτοκίνητο πάθει σοβαρές ζημιές ύστερα από τροχαίο ατύχημα, τρεις κυρίως τρόποι υπάρχουν για να αποζημιωθεί από την ασφαλιστική εταιρεία ο ιδιοκτήτης (ή οι κληρονόμοι του, αν το τροχαίο είναι θανατηφόρο): να επισκευάσει το αυτοκίνητο και να προσκομίσει τα σχετικά τιμολόγια στην ασφαλιστική εταιρεία, να καταθέσει τις πινακίδες στο υπουργείο Μεταφορών και να προσκομίσει στην ασφαλιστική εταιρεία «δελτίο καταστροφής» ή να μεταβιβάσει το τρακαρισμένο αυτοκίνητο σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο. «Αυτή η λύση αφήνει περιθώρια για πολλούς συνδυασμούς» λέει ο κ. Αλμπερτ Μπάρι, υπεύθυνος του κλάδου ασφαλειών κατά της κλοπής στην Ενωση Ασφαλιστικών Εταιρειών: «Τα κουφάρια των τρακαρισμένων αυτοκινήτων μπορούν, νομιμότατα, να καταλήξουν στα χέρια οποιουδήποτε τρίτου. Είναι ο καλύτερος τρόπος για να αποζημιωθεί ο ιδιοκτήτης του διαλυμένου από το τρακάρισμα αυτοκινήτου. Τώρα, πώς θα εκμεταλλευθεί ο νέος ιδιοκτήτης το κουφάρι, και κυρίως τις πινακίδες, είναι μια άλλη υπόθεση…».


Αυτή βέβαια είναι η τρέχουσα διαδικασία, γιατί υπάρχουν και παραλλαγές: η ασφαλιστική εταιρεία να μην καλύψει τη συγκεκριμένη ζημιά ή ο ιδιοκτήτης να λάβει αποζημίωση από την οποία να αφαιρεθεί η αξία του τρακαρισμένου αυτοκινήτου. Είναι τα λεγόμενα «σώστρα». Ετσι το αυτοκίνητο, έστω και κουφάρι, παραμένει στην κυριότητα του ιδιοκτήτη. Κανένας νόμος δεν τον υποχρεώνει να παραδώσει τις πινακίδες. «Εχει κάθε δικαίωμα να κρατήσει τις τρακαρισμένες λαμαρίνες. Είναι αυτοκίνητό του. Το κάνει ό,τι θέλει» λέει ο κ. Αλιμπερτ Μπάρι. Υπάρχει λοιπόν μια «σοδειά» τρακαρισμένων αυτοκινήτων τα οποία ως «παλιοσίδερα» δεν έχουν καμία αξία. Κανείς όμως δεν υπογράφει τη ληξιαρχική πράξη θανάτου τους που είναι η κατάθεση των πινακίδων στο υπουργείο Μεταφορών. Τυπικά λοιπόν τα διαλυμένα αυτοκίνητα υπάρχουν για το υπουργείο. Εστω και αν τίποτε πια δεν θυμίζει την παρουσία τους. Εκτός από τις πινακίδες και την άδεια κυκλοφορίας. Είναι αυτοκίνητα-φαντάσματα. Τα τρακαρισμένα αυτοκίνητα αγοράζονται από τη σπείρα που θα τα κάνει «καινούργια». Ποιος δεν θέλει να απαλλαγεί από μια «άμορφη μάζα σιδερικών»; Για την ασφαλιστική εταιρεία καταλαμβάνει χώρο, για τον ιδιοκτήτη ή τους συγγενείς του αποτελεί ανάμνηση ενός τραγικού γεγονότος, το οποίο συχνά συνδέεται με απώλεια προσφιλών προσώπων. Οταν το τρακαρισμένο αυτοκίνητο περιέλθει στα χέρια της σπείρας, εντοπίζεται αμέσως ένα άλλο, ίδιας μάρκας και χρώματος. Το δίδυμο αδελφάκι… Αυτό λοιπόν κλέβεται.


* Ο αριθμός πλαισίου


Το επόμενο στάδιο είναι η μετατροπή του κλεμμένου αυτοκινήτου σε νόμιμο. Εδώ κρίνεται ο «επαγγελματισμός» των ανθρώπων του κυκλώματος. Η απλούστερη ενέργεια είναι να περάσουν στο κλεμμένο αυτοκίνητο τις πινακίδες του τρακαρισμένου. Αυτό όμως δεν αρκεί. Πρέπει να αλλάξει και ο αριθμός πλαισίου. Ο αριθμός δηλαδή που αποτελείται από 17 νούμερα και γράμματα, χαραγμένος από το εργοστάσιο σε συγκεκριμένο σημείο του αυτοκινήτου. Ο αριθμός πλαισίου είναι η μοναδική αδιαμφισβήτητη ταυτότητα του αυτοκινήτου. Πρέπει λοιπόν το κλεμμένο αυτοκίνητο να αποκτήσει τον αριθμό πλαισίου του τρακαρισμένου. Δύο είναι οι μέθοδοι. Η «επαναχάραξη» και ο «εντοιχισμός». Για την «επαναχάραξη» χρησιμοποιείται το «σβουράκι». Το τμήμα της λαμαρίνας πάνω στο οποίο είναι χαραγμένος ο αριθμός πλαισίου λειαίνεται. Ο υπάρχον αριθμός πλαισίου εξαφανίζεται.


Στο επόμενο στάδιο χρησιμοποιούνται οι «πόντες». Μεταλλικές ράβδοι με καλούπια αριθμών και γραμμάτων. Με τις «πόντες» χαράσσεται, στην ήδη λεία επιφάνεια, ο νέος αριθμός πλαισίου. Ο αριθμός δηλαδή του πανομοιότυπου, τρακαρισμένου αυτοκινήτου. Αυτός τώρα αποτελεί τη νέα ταυτότητα του κλεμμένου αυτοκινήτου. Αφού μάλιστα πρόκειται (κλεμμένο και τρακαρισμένο) για ίδια αυτοκίνητα, οι δύο αριθμοί πλαισίου μοιάζουν. Εχουν κοινά νούμερα και γράμματα. Στην πράξη λοιπόν οι «πόντες» χρησιμοποιούνται για να παραποιηθούν έξι-επτά νούμερα από τα συνολικά 17 που φέρει ο αριθμός πλαισίου. Η δεύτερη μέθοδος αλλαγής αριθμού πλαισίου είναι ο «εντοιχισμός». Κόβεται όλο το τμήμα της λαμαρίνας που φέρει τον αριθμό πλαισίου τόσο στο κλεμμένο όσο και στο τρακαρισμένο αυτοκίνητο. Στη συνέχεια «εντοιχίζεται» η λαμαρίνα με τον αριθμό πλαισίου του τρακαρισμένου στο κλεμμένο. Πρόκειται για δύσκολη χειρουργική επέμβαση. Τα σημάδια (οι «ουλές») που αφήνει ο «εντοιχισμός» εξαφανίζονται με το «σβουράκι». Ο «εντοιχισμός» θεωρείται πιο επαγγελματική δουλειά. Τα νούμερα του «εντοιχισθέντος» αριθμού πλαισίου δεν είναι πλέον αλλοιωμένα, αλλά αυθεντικά. «Υπάρχουν κάποιοι φαναρτζήδες που δουλεύουν με κλεμμένα αυτοκίνητα. Η συντριπτική πλειονότητα του κλάδου όμως προσπαθεί να τους απομονώσει» παραδέχεται ο κ. Βασίλης Λιαμέτης, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Βιοτεχνών Επισκευαστών Αυτοκινήτων Μηχανημάτων. «Το ίδιο το κράτος ευνοεί την απάτη. Καμία κρατική υπηρεσία δεν καταγράφει τους αριθμούς κυκλοφορίας των τρακαρισμένων αυτοκινήτων που δεν έχουν καμία προοπτική να επισκευαστούν. Αυτές τις αδυναμίες εκμεταλλεύονται οι σπείρες που κλέβουν αυτοκίνητα».


* Πρόσθετη εξασφάλιση


Με την αλλαγή του αριθμού πλαισίου δουλεύει μια συνηθισμένη σπείρα. Οι σπεσιαλίστες όμως καλύπτουν «λεπτομέρειες» που προσφέρουν τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια σε περίπτωση που το αυτοκίνητο θεωρηθεί ύποπτο και ελεγχθεί. Μια πρόσθετη εξασφάλιση είναι να αλλάξει (με τις γνωστές μεθόδους «επαναχάραξης» ή «εντοιχισμού») και ο αριθμός κινητήρα. Η συνέχεια όμως είναι αυτή που καθορίζει τους πραγματικά κορυφαίους του κλάδου. Πολλές αυτοκινητοβιομηχανίες εκτός από αριθμούς πλαισίου και κινητήρα τοποθετούν σε κρυφά σημεία του αυτοκινήτου χαρακτηριστικά νούμερα ή σύμβολα. Αυτά, στον ηλεκτρονικό υπολογιστή της αυτοκινητοβιομηχανίας, παραπέμπουν στον αριθμό πλαισίου που πρέπει να φέρει το συγκεκριμένο αυτοκίνητο. Πρόκειται δηλαδή για κάποια επιπλέον χαρακτηριστικά από τα οποία μπορεί να προσδιοριστεί η ταυτότητα του αυτοκινήτου.


Πού βρίσκονται χαραγμένα αυτά τα σύμβολα; Είναι επαγγελματικό απόρρητο της κάθε αυτοκινητοβιομηχανίας. Οι κορυφαίοι κλέφτες όμως τα ξέρουν. Σε ορισμένα ακριβά μοντέλα τα κρυφά αυτά σύμβολα είναι πάνω από 10, χαραγμένα από τη θήκη του αερόσακου ως το κάτω μέρος του πίσω καθίσματος. Οταν αλλοιωθούν, η εξακρίβωση της ταυτότητας του αυτοκινήτου είναι πολύ δύσκολη. Τουλάχιστον με τη σιγουριά εκείνη που θα επιτρέψει στις διωκτικές αρχές (εφόσον το εντοπίσουν) να το αποδώσουν στον ιδιοκτήτη χωρίς αυτός να αναγκαστεί να καταφύγει σε χρονοβόρες δικαστικές διεκδικήσεις. Γιατί συμβαίνει και αυτό. Ο εντοπισμός του κλεμμένου αυτοκινήτου δεν σημαίνει και το τέλος της περιπέτειας για το θύμα της κλοπής. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα είναι η αρχή μιας νέας περιπέτειας με εξίσου οδυνηρές εμπειρίες. Δεν αρκεί να βρεθεί ο κλέφτης. Πρέπει να βρεθεί και ο ιδιοκτήτης. Και αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις είναι εξίσου δύσκολο.


* «Μπαϊπάς» στο ιμομπιλάιζερ


Η αντικλεπτική προστασία αποτελεί πρωταρχική μέριμνα των αυτοκινητοβιομηχανιών. Το ιμομπιλάιζερ, ενσωματωμένο στο κλειδί, είναι το πλέον διαδεδομένο σύστημα που προσφέρουν. Εκτός από το μηχανικό μέρος (τα «δοντάκια»), το κλειδί διαθέτει ηλεκτρονικό σύστημα που ενεργοποιεί τις βασικές λειτουργίες του αυτοκινήτου. Και αν ακόμη αντιγραφεί το μηχανικό μέρος, το αντικλείδι «γυρνάει» στον διακόπτη αλλά το αυτοκίνητο δεν παίρνει μπρος. Δεν ενεργοποιείται το ιμομπιλάιζερ. «Μπορώ να αντιγράψω και το ιμομπιλάιζερ σε 30 δευτερόλεπτα» ισχυρίζεται πάντως ο κλειδαράς και εισαγωγέας μηχανημάτων ηλεκτρονικής αντιγραφής κλειδιών Κώστας Σωτηρόπουλος. Παίρνει κλειδί με ενσωματωμένο ιμομπιλάιζερ, το τοποθετεί σε ηλεκτρονική συσκευή, αξίας 700.000 δρχ., και σε μισό λεπτό βγάζει αντικλείδι. Τουλάχιστον 50 εξουσιοδοτημένοι κλειδαράδες σε όλη την Ελλάδα διαθέτουν συσκευές που σε 30 δευτερόλεπτα αντιγράφουν τα κλειδιά-ιμομπιλάιζερ πολλών αυτοκινητοβιομηχανιών. «Μόνο ορισμένου τύπου κλειδιά-ιμομπιλάιζερ, για συγκεκριμένα μοντέλα, δεν αντιγράφονται» λένε οι κλειδαράδες. Εν τούτοις το ιμομπιλάιζερ παρέχει σημαντική αντικλεπτική προστασία. Γιατί απλούστατα δεν μπορεί να βγάλει αντικλείδι παρά μόνο ο ιδιοκτήτες του αυτοκινήτου. Τα στοιχεία του (ταυτότητα και άδεια κυκλοφορίας) διασταυρώνονται μέσω δικτύου ηλεκτρονικών υπολογιστών. Η σύνδεση με το δίκτυο είναι υποχρεωτική για τους εξουσιοδοτημένους κλειδαράδες. «Το σύστημα λειτουργεί με βάση την αρχή θεμελίωσης ευθύνης. Αν το αυτοκίνητο κλαπεί με αντικλείδι, ξέρουμε ποιος το έφτιαξε» λέει ο κ. Σωτηρόπουλος. Τώρα, αν οι κλέφτες διαθέτουν την ηλεκτρονική συσκευή αντιγραφής κλειδιών, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Οι ιταλοί κλέφτες πάντως προτιμούν άλλη οδό παραβίασης του ιμομπιλάιζερ. Δεν μπαίνουν στον ανταγωνισμό κλειδιού-αντικλειδιού. Με υπερσύγχρονες ηλεκτρονικές συσκευές «παρακάμπτουν» (κάνουν «μπαϊπάς») το ιμομπιλάιζερ. Η επιτυχία όμως δεν είναι πάντοτε εξασφαλισμένη. Ορισμένα αντικλεπτικά συστήματα αγγίζουν πράγματι την τελειότητα. Στην ουσία πρόκειται για «πόλεμο τεχνολογιών». Η έκβαση του πολέμου αυτού πάντως εξαρτάται συχνά από τις συνθήκες κλοπής και τις ικανότητες του κακοποιού. «Αν ο επαγγελματίας έχει τα απαραίτητα χρονικά περιθώρια, οποιοδήποτε ιμομπιλάιζερ είναι ευάλωτο» ισχυρίζεται στέλεχος εταιρείας που κατασκευάζει συναγερμούς. Αλλά και ο συναγερμός εξουδετερώνεται. «Με αφρό πνίγεις τον ήχο της σειρήνας ώσπου να κόψεις τα καλώδια». Είναι η πιο συνηθισμένη μέθοδος. «Φαντάσου τον κακοποιό να ρυμουλκεί το αυτοκίνητο. Το κλέβει έστω και αν το ιμομπιλάιζερ βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία. Ενώ αν χτυπούσε η σειρήνα…» λένε οι υπέρμαχοι των συναγερμών. Οι εταιρείες συναγερμών συνδυάζουν πλέον την ενεργοποίηση της σειρήνας με την ακινητοποίηση του αυτοκινήτου. Είναι η απάντηση στην καθιέρωση του ιμομπιλάιζερ από τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Οι αντιτιθέμενες απόψεις συγκλίνουν βέβαια στην απλουστευμένη διαπίστωση ότι η συνύπαρξη υπερσύγχρονων αντικλεπτικών συστημάτων παρέχει την καλύτερη προστασία. Στην ουσία πρόκειται για επιβεβαίωση της αρχής ότι «όλα τα αυτοκίνητα κλέβονται». Με σύμμαχο τα γρανάζια της γραφειοκρατίας





«ΠΟΙΟΣ παίρνει την ευθύνη να επιστρέψει ένα κλεμμένο αυτοκίνητο εκατομμυρίων όταν το διεκδικούν περισσότεροι του ενός ιδιοκτήτες;»
λέει αστυνομικός της Γενικής Ασφάλειας. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο όταν το κλεμμένο αυτοκίνητο εντοπιστεί όχι στα χέρια του κλέφτη, αλλά στην ιδιοκτησία ενός ανύποπτου αγοραστή που το πήρε «δεύτερο χέρι». Αγνοώντας δηλαδή ότι είναι κλεμμένο. «Πώς να πείσεις αυτόν τον αγοραστή να παραδώσει το ύποπτο αυτοκίνητο στην Ασφάλεια για να διαπιστωθεί αν είναι κλεμμένο;». Η διαδικασία είναι εξαιρετικά χρονοβόρα. Το αυτοκίνητο από τα γρανάζια της σπείρας περνάει στα γρανάζια της γραφειοκρατίας. Αν διαπιστωθεί ότι έχει παραποιημένο αριθμό πλαισίου, αποστέλλεται στο υπουργείο Μεταφορών. Εκεί μελετάται ο φάκελος, αλλά σπανίως δίδεται μια γνωμάτευση. Ετσι επιστρέφει στη Γενική Ασφάλεια. Αρχίζει τότε αλληλογραφία με την αντιπροσωπεία, η οποία καλείται να πιστοποιήσει την ταυτότητα του αυτοκινήτου. Αλλά και η αντιπροσωπεία αποφεύγει να δώσει οριστική γνωμάτευση. Ο αριθμός πλαισίου μπορεί να είναι παραποιημένος, αλλά ποιος είναι ο γνήσιος; Το επίδικο αυτοκίνητο μπαίνει σε λίστα αναμονής για εξέταση στα εργαστήρια της Ασφάλειας. Η αναμονή αυτή διαρκεί, λόγω φόρτου εργασίας, περίπου ένα χρόνο. Αν η αλλοίωση έγινε με «εντοιχισμό», είναι αδύνατο να βρεθεί ο πραγματικός αριθμός πλαισίου. Η ταυτότητα, μοιραία, θα αναζητηθεί σε άλλα χαρακτηριστικά. Αν η αλλοίωση έγινε με «επαναχάραξη», πρέπει να αποκαλυφθούν τουλάχιστον τρία νούμερα από τον αληθινό αριθμό πλαισίου. Μόνο τότε επιστρέφεται το αυτοκίνητο στον ιδιοκτήτη του. Διαφορετικά, καταλήγει στον ΟΔΔΥ. Ο ιδιοκτήτης αρχίζει δικαστικό αγώνα. Αν τον κερδίσει, για να πάρει πίσω το αυτοκίνητο, πληρώνει προηγουμένως φύλακτρα στον ΟΔΔΥ.


Η γραφειοκρατική διαδικασία που ακολουθεί τον εντοπισμό του κλεμμένου αυτοκινήτου είναι σε πολλά σημεία διάτρητη. Μπορεί να κολλήσει για μήνες στην υπογραφή ενός υπαλλήλου. Η έλλειψη προσωπικού στις αρμόδιες υπηρεσίες δημιουργεί συχνά συνθήκες γραφειοκρατικής τρέλας. Το δεύτερο γραφείο του τμήματος εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας της ΓΑΔΑ στελεχώνεται από δύο υπαστυνόμους, δύο βαθμοφόρους και τέσσερις αστυφύλακες. Αυτοί εξαρθρώνουν σπείρες κλεφτών, οδηγούν τα κλεμμένα αυτοκίνητα από υπηρεσία σε υπηρεσία, κάνουν ελέγχους, διεκπεραιώνουν αλληλογραφία, ερευνούν καταγγελίες για κλοπές αυτοκινήτων και μοτοσικλετών. Βρήκαν πάντως χρόνο να παρακολουθήσουν το συνέδριο της Ιντερπόλ στη Βουλγαρία και να διεκδικήσουν από τη γειτονική χώρα 75 κλεμμένα αυτοκίνητα που με «καθαρά χαρτιά» κυκλοφορούν στους βουλγαρικούς δρόμους.