«Κυνηγώ τη μεγάλη ταινία»


Ζει στη Ζυρίχη. Γεννήθηκε εκεί, νιώθει οικεία. Η καρδιά του ανήκει στην Ιταλία, από όπου κατάγεται η μητέρα του, αλλά η κουλτούρα του είναι καθαρά γερμανική. Και ας μην του αρέσει πια το Βερολίνο. Του θυμίζει εργοτάξιο, και έπειτα δεν υπάρχει πια η Σαουμπίνε, η «σκηνή θεάματος» που άνθησε στα χρόνια του ’70 ενώνοντας τον δρόμο του με εκείνον του διευθυντή της, Πέτερ Στάιν. Απέναντί μας ο Μπρούνο Γκαντς. Ο Γκαντς του Βιμ Βέντερς, του Ερίκ Ρομέρ, του Βόλφγκανγκ Πέτερσεν, του Βέρνερ Χέρτζογκ, του Κουρτ Γκλόορ, του Θόδωρου Αγγελόπουλου, αλλά και του «Δαχτυλιδιού του Ιφλαντ» ­ της μεγαλύτερης διάκρισης που έχει απονεμηθεί σε γερμανόφωνο ηθοποιό.





­ Περιγράψτε μου την πρώτη συνάντησή σας με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.


«Ηταν στο Παρίσι, σε ένα ξενοδοχείο της Μονμάρτης, όπου έμενα εκείνο τον καιρό. Θυμάμαι ότι έφερε το πρόσωπό του πολύ κοντά στο δικό μου, με κοίταξε πολλή ώρα και μου είπε: «Ναι, είσαι αυτός. Και αυτά τα ρούχα που φοράς να τα φέρεις μαζί σου». Σας διαβεβαιώ πως προτιμώ αυτόν τον τρόπο να κλείνω συμφωνίες. Το μόνο καλό που έχουν τα συμβόλαια είναι ότι με προστατεύουν από σκηνοθέτες-γκάγκστερ!».


­ Δείχνετε να μην εμπιστεύεστε και τόσο τους σκηνοθέτες.


«Εξαρτάται. Δείχνω όμως πάντα εμπιστοσύνη στο κείμενο.».


­ Πόσο κοντά αισθάνεστε τώρα στην Ελλάδα; Αναρωτιέμαι σε ποιον βαθμό ανατράπηκε η εικόνα που είχατε για αυτήν μετά τα γυρίσματα.


«Η εικόνα της χώρας σας βρισκόταν εγγύτερα στην αρχαία Ελλάδα. Με τον Αγγελόπουλο δεν γνώρισα μόνο την Ελλάδα της Ουρανούπολης, όπου έλαμπε ο ήλιος, αλλά και εκείνη τη βροχερή, της Φλώρινας. Η πρώτη εικόνα που είχα αντικαταστάθηκε έτσι από μια άλλη, περισσότερο ρεαλιστική. Οι εντυπώσεις ήταν μάλιστα τόσο δυνατές που η εξιδανικευμένη εικόνα της αρχαίας Ελλάδας εξαφανίστηκε. Τα σημάδια της βέβαια είναι παντού ορατά. Κοιτάζω από το παράθυρο, βλέπω την Ακρόπολη, περπατώ στον δρόμο του Ομήρου, παραδίπλα στου Πινδάρου, διαβάζω Σεφέρη ­ ο Σεφέρης γράφει για σπασμένα αγάλματα. Αν με ρωτήσει όμως κανείς αν γνωρίζω την Ελλάδα, θα του απαντήσω πως γνωρίζω την Ελλάδα της Φλώρινας».


­ Τι ήταν αυτό που σας έκανε να εμπιστευτείτε τον Αγγελόπουλο;


«Η μοναδική του ατμόσφαιρα. Εχει ξεκάθαρη στάση απέναντι στην εικόνα. Αυτό που είναι μια ταινία του Αγγελόπουλου είναι μόνο μια ταινία του Αγγελόπουλου. Τι σημαίνει αυτό; Οτι είναι μεγάλος καλλιτέχνης».


­ Και τι σημαίνει μεγάλος καλλιτέχνης;


«Είναι δύσκολο να το ορίσω. Απλώς το νιώθω. Ενας ελβετός κριτικός έγραψε πως η σκηνή του γάμου, που στήθηκε μόνο και μόνο για να αφήσει ο Αλέξανδρος τον σκύλο στην οικονόμο του, ήταν απίστευτα μεγάλης διάρκειας. Πιστεύω όμως πως αυτός που δίνει λόγο ύπαρξης σε μια σκηνή όπως αυτή είναι ο ίδιος ο καλλιτέχνης. Είτε αυτόν τον λένε Αγγελόπουλο είτε τον λένε Σκορσέζε είτε Μπέργκμαν».


­ Ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων δουλεύετε με σκηνοθέτες; Γιατί δουλέψατε, για παράδειγμα, με τον Βιμ Βέντερς;


«Βρίσκω απίστευτα ενδιαφέρουσα τη δουλειά του. Χαίρομαι άλλωστε πάντα όταν γνωρίζω δασκάλους. Αυτός είναι ο δικός μου τρόπος να μαθαίνω. Μου αρέσει να κοιτάζω ανθρώπους που στέκονται πιο ψηλά από μένα. Ο Αγγελόπουλος είναι ένας από αυτούς τους δασκάλους».


­ Θα δουλεύατε ποτέ με έναν άγνωστο σκηνοθέτη;


«Θα τον δοκίμαζα πρώτα. Θα μιλάγαμε. Πολλές φορές. Μέρες. Θα πήγαινα ίσως μαζί του έναν περίπατο ­ περπατάω πολύ. Το χρήμα βέβαια είναι ένα αγαθό που «καίει». Με ενδιαφέρει, αλλά δεν παύει να αποτελεί το πλαίσιο. Υπάρχουν «καθαρόαιμοι» ηθοποιοί που ριψοκινδυνεύουν και υπάρχουν και «μιγάδες» οι οποίοι το μόνο που κερδίζουν από αυτό το επάγγελμα είναι το ψωμί τους».


­ Προέρχεστε από τον χώρο του θεάτρου, γίνατε όμως διάσημος από τους κινηματογραφικούς ρόλους σας. Αισθάνεστε εγγύτερα στην εσωστρέφεια της σκηνής ή στην εξωστρέφεια της οθόνης;


«Δεν είναι τόσο απλό. Υπάρχουν εσωστρεφείς ταινίες, εξωστρεφή θεατρικά έργα, υπάρχουν ρόλοι που μπορεί να είναι και εξωστρεφείς και εσωστρεφείς. Αν η ερώτηση πηγαίνει πιο πέρα, ναι, είμαι εσωστρεφής».


­ Δεν είναι λίγες οι φορές που ερμηνεύσατε τραγικούς ήρωες. Πού ανιχνεύετε την τραγικότητα σήμερα;


«Παρατηρώ τις κοινωνίες, τις ζώνες τις γεωγραφικές που γνωρίζω ­ εννοώ την Ευρώπη, την Κεντρική Ευρώπη. Παρατηρώ ότι οι κοινωνίες αυτές απωθούν όλο και περισσότερο το τραγικό, δεν θέλουν να έχουν σχέση με το τραγικό. Ο εικονικός κόσμος που δημιουργείται αυτή τη στιγμή και που είναι υποκατάστατο του πραγματικού δεν βοηθά καθόλου το τραγικό. Οι κοινωνίες αυτές, εμείς δηλαδή, βρισκόμαστε στη διαδικασία τού να εξαφανίσουμε την εικόνα του ανθρώπου που υπήρχε ως τώρα ­ αυτό είναι τραγικό».


­ Αλήθεια, οι ήρωες που ερμηνεύετε, κύριε Γκαντς, γίνονται κομμάτι της προσωπικής σας μυθολογίας ή διαγράφονται από τη μνήμη σας;


«Το σίγουρο είναι ότι δεν έχω τη δύναμη να τους απαγορεύσω την πρόσβαση στα όνειρά μου. Κάποιοι από αυτούς εξαφανίζονται γρήγορα, κάποιοι άλλοι μένουν κοντά μου για χρόνια».


­ Τι είναι αυτό που τους κάνει να μένουν;


«Το ότι είναι μορφές που είχαν ένα πεπρωμένο, μια μοίρα. Μιλάω για ρόλους όπως ο Αγγελος στα «Φτερά του έρωτα» του Βιμ Βέντερς ή στον «Αμερικανό φίλο», ο ρώσος αξιωματικός στη «Μαρκησία φον Ο» του Ερίκ Ρομέρ. Πιστεύω ότι όσο θα περνούν τα χρόνια και όσο θα μεγαλώνω τόσο περισσότερο θα βρίσκεται κοντά μου ο Αλέξανδρος».


­ Γιατί το λέτε αυτό;


«Ενας λόγος είναι η φιλία που ανέπτυξα στην οθόνη και στη ζωή με τον μικρό Αλβανό, ­ ίσως γιατί έχω και ένα γιο που αγαπώ πολύ. Ενας άλλος λόγος είναι η αναμέτρηση του Αλέξανδρου με τον θάνατο».


­ Ο Αλέξανδρος είναι όμως Ελληνας. Εσείς Ελβετός. Σας επηρέασε αυτό στον τρόπο που αντιμετωπίσατε τον θάνατο;


«Ηταν ένα ερώτημα που ήθελα να το θέσω και στον Αγγελόπουλο. Ηθελα να τον ρωτήσω πώς αντιμετωπίζουν οι Ελληνες τον θάνατο και αν αυτό βγήκε ή δεν βγήκε στην ταινία. Τον εμπιστεύτηκα απολύτως, αλλά από εκεί και πέρα δεν ξέρω τίποτε. Δεν ξέρω τι θα έκανε ένας Θεσσαλονικιός το τελευταίο εικοσιτετράωρο της ζωής του. Αν συμπεριφέρθηκα διαφορετικά από ό,τι θα συμπεριφερόταν εκείνος, αυτό δεν σημαίνει ότι το έκανα χειρότερα ή καλύτερα, αλλά ίσως ότι διαθέτω περισσότερη ποιητικότητα. Εξάλλου δεν βλέπω τι ρόλο παίζει η εθνικότητα στο θέμα αυτό, δεν έχει σημασία πώς εξωτερικεύεται κάθε φορά ο πόνος. Στη Θεσσαλονίκη είδα μαυροντυμένους ανθρώπους να κατεβαίνουν από μια σκάλα, υπήρχε το μαύρο αυτοκίνητο σταματημένο μπροστά, το φέρετρο βγήκε από το σπίτι, μπήκε στο αυτοκίνητο. Δεν είχαν ακόμη καλά καλά τελειώσει όλα αυτά και οι μαυροντυμένοι άναψαν τσιγάρο. Είναι αντιμετώπιση θανάτου;».


­ Εσείς πώς στέκεστε απέναντι στον θάνατο;


«Ταλαντευόμενος».


­ Ο Αλέξανδρος της «Αιωνιότητας» ανήκει στη γενιά που βίωσε πιο έντονα τις αλλαγές οι οποίες επήλθαν μετά την πτώση του Τείχους. Εσείς τι σκεφτόσασταν εκείνο το βράδυ του ’89;


«Οταν έπεσε το Τείχος ήμουν στο Παρίσι. Το είδα στην τηλεόραση και έκλαψα. Από ευτυχία, όχι από λύπη. Συναισθηματικά ήμουν πάντα υπέρ της επανένωσης της Γερμανίας. Ενας λαός υπάρχει στην ολότητά του. Δεν μπορεί να είναι μοιρασμένος. Γι’ αυτό μισούσα πάντα τους εμφυλίους. Οταν αργότερα η Ρωσία κατέρρευσε σχεδόν αθόρυβα, τότε άρχισα να βλέπω το τέλος της ουτοπίας».


­ Μπορεί να επιβιώσει μια ουτοπία σήμερα;


«Κοιτάξτε, στον 20ό αιώνα ζήσαμε δύο μεγάλες ουτοπίες. Τον σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό από τη μια, τον φασισμό από την άλλη. Και τις δύο τις πληρώσαμε με απίστευτα μεγάλο τίμημα. Ισως τώρα θα πρέπει για λίγο διάστημα να αναρρώσουμε από τις ουτοπίες.».


­ Με την τέχνη αντιμετωπίζετε τους φόβους σας;


«Η τέχνη με αγγίζει γιατί είναι ένα μυστήριο, ένα αίνιγμα. Και τα μυστήρια καταστρέφονται όταν αρχίσουμε να τα εξηγούμε. Πρέπει να παραμείνουν αυτό που είναι, δηλαδή ανεξήγητα».


­ Κάποιοι ηθοποιοί λένε πως θα σταματήσουν να παίζουν όταν φθάσουν στην τέλεια ερμηνεία. Εσάς υπάρχει κάτι που θα σας έκανε να μην ξαναπαίξετε;


«Δεν ξέρω. Είναι αλήθεια ότι κυνηγάω τη μεγάλη ταινία ­ αλλά έχω κάνει κάμποσες καλές. Αυτό που με απασχολεί προς το παρόν είναι ο καταιγισμός που δεχόμαστε από βιντεοκλίπ ­ και εγώ εμπνέομαι περισσότερο από έναν πίνακα, για παράδειγμα, του Βελάσκεθ παρά από μια διαφήμιση μιας… ενυδατικής κρέμας. Για τον λόγο αυτό στρέφομαι περισσότερο στο θέατρο».


­ Μια και αναφέρατε το θέατρο, μπορείτε να μας μιλήσετε για την εποχή κατά την οποία δουλεύατε στη Σαουμπίνε του Βερολίνου; Τι σας λείπει περισσότερο από εκείνες τις μέρες;


«Θα μπορούσαμε να γράψουμε ολόκληρο βιβλίο! Ηταν σίγουρα το κυριότερο βίωμα της ζωής μου και σίγουρα δεν είναι επαναλήψιμο. Το γιατί είναι προφανές: αρκεί να σκεφθεί κανείς την ηλικία όσων συμμετείχαν ή την εποχή κατά την οποία συνέβησαν όλα αυτά. Γι’ αυτό και δεν μου λείπει τίποτε. Ξέρω ότι ανήκε μόνο σε εκείνη την εποχή. Ηταν κάτι που μας δόθηκε, σαν ένα είδος δώρου. Το κάναμε, τελείωσε. Τελείωσε οριστικά. Είμαι ευτυχής που κάναμε το σωστό τη σωστή στιγμή».


­ Επρόκειτο δηλαδή για μια ευτυχή συγκυρία;


«Στη ζωή τίποτε δεν γίνεται βάσει του ορθολογισμού. Πιστεύω ότι πρέπει να αφήνουμε να συμβαίνουν πράγματα μόνο και μόνο επειδή εμπιστευόμαστε τη διαίσθησή μας».


­ Αυτό τον καιρό συνεργάζεστε ξανά με τον Πέτερ Στάιν ετοιμάζοντας τον «Φάουστ» του Γκαίτε. Αισθάνεστε σαν να κλείνει ένας κύκλος;


«Για τον «Φάουστ» δεν θέλω να πω τίποτε. Τον Σεπτέμβριο θα ξεκινήσουμε τις πρόβες, η παράσταση θα ανέβει τον Ιούλιο του 2000 στο Ανόβερο. Είναι το μεγαλύτερο θεατρικό εγχείρημα στο οποίο έχω πάρει ποτέ μέρος. Ειδικά το ανέβασμα του δεύτερου μέρους του «Φάουστ» το έχουν ως σήμερα τολμήσει οι πολύ θαρραλέοι και, από την άποψη αυτή, θα αργήσει να επαναληφθεί. Οσο για τον Πέτερ Στάιν, δεν ξεχνώ ότι του οφείλω πάρα πολλά. Εκανα μαζί του, στη Σαουμπίνε, αυτή τη μεγάλη αρχή στη ζωή μου. Ισως τώρα να κάνω ένα μεγάλο τέλος».


­ Τέλος; Νόμιζα ότι ένας ηθοποιός δεν σκέφτεται ποτέ το τέλος.


«Θα είμαι τότε 60, μάλλον σχεδόν 60, και θα πρέπει να αρχίσω να σκέφτομαι κάτι σαν τέλος. Δεν ξέρω αν ο Στάιν θα έχει κατόπιν τη διάθεση να ετοιμάσει κάτι άλλο, ίσως ο «Φάουστ» να είναι και για τους δύο η κατάληξη μιας πορείας. Εχω δει βέβαια ηθοποιούς να ανεβαίνουν και στα 90 τους στη σκηνή, αλλά είδα και ότι πολλά πράγματα δυσκολεύουν, όπως το να μάθει κανείς ένα κείμενο. Δεν θέλω να βγω στα 64 στη σύνταξη, αλλά δεν παύω να βρίσκομαι στη δεύτερη γραμμή πια…».


­ Πλησιάζετε δηλαδή στο τέλος του ταξιδιού; Τελευταία ερμηνεύσατε στο Μόναχο τον Οδυσσέα στην «Ιθάκη» του Μπότο Στράους.


«Αν ξέραμε πού τελειώνει η περιπλάνηση, δεν θα ήταν περιπλάνηση. Εννοιες όπως «ταξίδι», «περιπλάνηση», «προσκύνημα», «οδοιπορία» υπάρχουν πάντα στη ζωή μου. Δεν παρουσιάζει βέβαια τόση δράση όσο η ζωή του Οδυσσέα, αλλά καλή είναι. Εζησα πολλά. Αν όλα αυτά ήταν εν τέλει ταξίδι ή όχι, αυτό θα το κρίνουν αργότερα κάποιοι άλλοι. Οι περιπλανήσεις πάντως έχουν σίγουρα μεγαλύτερο ενδιαφέρον από μια πεζοπορία σε ευθεία γραμμή. Προτιμώ τους παράδρομους και αυτό όχι από αντίδραση. Είναι γιατί ψάχνω. Ψάχνω και υποκύπτω σε πειρασμούς».


­ Οι ρόλοι είναι αφορμές για πολλές διαφορετικές ζωές;


«Σε εκείνο το αρχέγονο που βρίσκεται πίσω από την ανάγκη τού να γίνει κανείς ηθοποιός συναντάμε σίγουρα τον ναρκισσισμό και τη θέληση για προβολή. Εκείνο όμως που θεωρώ βασικότερο από όλα είναι η «δυσαρέσκεια στην πραγματικότητα». Δεν έχω ξεκαθαρίσει ακόμη αν το να είμαι ηθοποιός είναι ένα άθροισμα δυνατοτήτων να ζει κανείς διαφορετικές ζωές ­ με τη θετική έννοιά τους ως διεύρυνση ζωής ­ ή αν είναι φυγή. Το σίγουρο είναι πως η ηθοποιία παραμένει πάντα ένα παιχνίδι».


Αύριο στο Ινστιτούτο Γκαίτε προβάλλεται η ταινία «Μαχαίρι στο κεφάλι» του Ράιχαρντ Χάουφ, την Τρίτη η ταινία «Μαύρο και άσπρο όπως οι μέρες και οι νύχτες» του Βόλφγκανγκ Πέτερσεν και την Τετάρτη η ταινία του Βέρνερ Χέρτζογκ «Νοσφεράτου ­ Το φάντασμα της νύχτας». Ωρα προβολής: 8 μ.μ. Η αναδρομή στο κινηματογραφικό έργο του Μπρούνο Γκαντς ολοκληρώνεται στις 27 Ιανουαρίου.