«Η επιστροφή της Ελένης»:
αυτός είναι ο τίτλος της όπερας του Θάνου Μικρούτσικου που παρουσιάζεται από μεθαύριο, στις 8.30 μ.μ., στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Πρόκειται για το πρώτο, ολοκληρωμένο, εγχείρημα του συνθέτη στον χώρο του μελοδράματος, το λιμπρέτο του οποίου στηρίχθηκε σε πλοκή του ιδίου και του Χρήστου Δ. Λαμπράκη, ποίηση του Γιάννη Ρίτσου και κείμενο επίσης του Χρήστου Δ. Λαμπράκη. Η όπερα συνετέθη κατόπιν παραγγελίας του ΟΜΜΑ, ολοκληρώθηκε μέσα σε διάστημα επτά μηνών, τον Απρίλιο του 1993, και πρωτοπαρουσιάστηκε τον Ιούνιο του ιδίου χρόνου στην Αίθουσα των Φίλων της Μουσικής. Πεντέμισι χρόνια λοιπόν μετά την πρώτη της ­ κατά Πιερ Κονστάντ ­ σκηνική διδασκαλία, η Ελένη επιστρέφει στον ίδιο χώρο, εν τούτοις σε μια εντελώς καινούργια παραγωγή. Η σκηνοθεσία και η χορογραφία είναι του Δημήτρη Παπαϊωάννου, τα σκηνικά της Λίλης Πεζανού και τα κοστούμια του Δαμιανού Ζαρίφη ενώ στην παράσταση συμπράττουν η Καμεράτα-Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής υπό την διεύθυνση του Αλέξανδρου Μυράτ και η χορωδία της ΕΡΤ που διευθύνει ο Αντώνης Κοντογεωργίου. Οσο για τους εννέα συνολικά ρόλους του έργου, υπηρετούνται, σε διπλή διανομή, από μια δέσμη ελλήνων και ξένων τραγουδιστών τόσο έμπειρων και καταξιωμένων όσο και νεοτέρων.


Ο γνωστός μύθος της Ελένης, κόρης του Δία και της Λήδας, που, σύμφωνα με τη θέληση των θεών, παντρεύεται τον Βασιλιά της Σπάρτης Μενέλαο, ενώ, ύστερα από την αρπαγή της από τον Πάρη, γίνεται η αιτία του δεκαετούς Τρωικού Πολέμου που σκόρπισε τον όλεθρο και στα δύο στρατόπεδα των αντιμαχομένων, τροφοδότησε συχνά την όπερα από τον 17ο αιώνα ως την «Αιγυπτία Ελένη» του Στράους και τον «Βασιλιά Πρίαμο» του Μάικλ Τίπετ, δύο γνωστά έργα του 20ού. Αλλά, αν η όπερα του Στράους έχει ως θέμα την Ελένη στην Αίγυπτο και του Τίπετ την Ελένη στην Τροία, η «Επιστροφή της Ελένης» αποτελεί μια πιο σύνθετη παρουσίαση του μυθικού προσώπου. Μέσα από έξι σκηνές που διαδραματίζονται σε τρεις χρόνους, η ηρωίδα εμφανίζεται εδώ με τη μορφή μιας σημερινής γυναίκας που αναζητεί τον εαυτό της.


Το έργο ξεκινάει στη Σπάρτη, μετά την επιστροφή της Ελένης, όπου η ηρωίδα, μια γυναίκα κουρασμένη από τις ταλαιπωρίες της ζωής αλλά ακόμη όμορφη, επισκέπτεται τον ψυχίατρό της προκειμένου να τιθασεύσει τους ψυχολογικούς και συνειδησιακούς κλυδωνισμούς που αντιμετωπίζει. Εκείνος την παροτρύνει να ακολουθήσει μια διαδικασία μνήμης ανατρέχοντας σε δύο καθοριστικές φάσεις της ζωής της, σε αυτήν της Τροίας και στην αντίστοιχη της Αιγύπτου, που ταυτόχρονα ανασυνθέτουν και δύο διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητάς της. Ταραγμένη μετά την πρώτη αναδρομή η ηρωίδα, ανακουφισμένη όμως μετά τη δεύτερη, αφού ύστερα από την αποστασιοποίησή της από τη θεϊκή προστασία που την τοποθετούσε στο απυρόβλητο είναι σε θέση πια να συναισθανθεί και να αναλάβει την ευθύνη που τη βαραίνει για τους τόσους νεκρούς του πολέμου, η Ελένη κατακτά επιτέλους την υπαρξιακή ενότητα και συνέπεια που της διέφευγε. Δεν είναι πια η γυναίκα που την εξουθενώνουν οι αμφιβολίες αλλά μια ανθρώπινη οντότητα σοφή, που συμφιλιώνεται με το παρελθόν της, τους αδικοχαμένους νεκρούς και τους πολλούς εαυτούς της. Η Ελένη δεν φοβάται πια την Ελένη…


Οι παραστάσεις θα επαναληφθούν την Τετάρτη και την Πέμπτη την ίδια ώρα ενώ η εν λόγω όπερα αναμένεται να αποτελέσει μία από τις σπάνιες εξαιρέσεις υπέρβασης των ελληνικών συνόρων αφού θα παρουσιαστεί στην Οπερα του Μονπελιέ στις 16 και 18 Απριλίου καθώς και στο Θέατρο Βέρντι της Φλωρεντίας στις 9 Μαΐου, στα πλαίσια του Μουσικού Φλωρεντινού Μαΐου. Παράλληλα η «Επιστροφή της Ελένης» πρόκειται να κυκλοφορήσει σε διπλό CD από την ΕΜΙ Classics σε παγκόσμια διανομή. Θάνος Μικρούτσικος: «Η δική μου Ελένη»


«Η σύνθεση της Ελένης υπογραμμίζει την ανάγκη μου να επανασυνδεθώ με τη μεγάλη παράδοση της όπερας καθώς πιστεύω ότι, για διάφορους λόγους, μετά το 1950 η παραδεδομένη δομή του είδους εξέπεσε σε μουσικά παιχνίδια ή παραληρηματικούς μονολόγους. Ενσυνείδητα, λοιπόν, απέφυγα ανάλογες ευκολίες, έστω και αν ήξερα ότι έχανα ένα μέρος του χειροκροτήματος. Αυτό που πραγματικά με ενδιέφερε ωστόσο ήταν να αναμετρηθώ με το χαρτί, με τη μουσική που με καίει. Δεν είμαι εγώ εκείνος που θα πει αν το έργο είναι σπουδαίο ή ασήμαντο. Εκείνο που μπορώ να πω πάντως είναι ότι πρόκειται για όπερα πραγματική με τη δομή που στερεώθηκε τον 18ο, εξελίχθηκε τον 19ο και επιβίωσε ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα μέσα από το έργο του Ρίχαρντ Στράους, του Ντεμπυσί ή του Μπεργκ. Παρά τα σημαντικά πλεονεκτήματα της πρώτης παρουσίασής της, όλα αυτά τα χρόνια ένιωθα ότι έχω ανοιχτούς λογαριασμούς με το έργο. Η ηρωίδα που αναδύεται μέσα από το κείμενο είναι ένα πρόσωπο εξαιρετικά πολυεπίπεδο που δεν διστάζει να επαναστατήσει τόσο εναντίον των θεών όσο και εναντίον της ίδιας της διάθεσής της. Ενα τέτοιο έργο λοιπόν απαιτεί σκηνοθεσία «ανοιχτή», ικανή να αποδώσει τόσο το ταξίδι στον χρόνο όσο και το παιχνίδι ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο όραμα. Μπορώ λοιπόν να πως ότι η σκηνοθεσία του Δημήτρη Παπαϊωάννου με «έπεισε» με την ακρίβεια και τη σαφήνειά της αλλά κυρίως με την επινοητικότητά της. Οσο για τη μουσική «γλώσσα» που ακολούθησα, στηρίχθηκε σε μια βασική αρχή μου: πιστεύω ότι το κείμενο είναι εκείνο που προστάζει και επιβάλλει να βρεις τους τρόπους που θα το διατυπώσουν καλύτερα. Η μουσική δομή της όπερας, λοιπόν, παρακολουθεί πιστά τη δομή του λιμπρέτου, που σε αυτή την περίπτωση μου έλυσε τα χέρια προσφέροντάς μου δραματικούς χαρακτήρες και καταστάσεις που μου επέτρεψαν να κάνω θέατρο. Οι φωνές που χρησιμοποίησα εξάλλου είναι ποικίλες. Η μεγάλη πρόκληση για μένα σε αυτή την υπόθεση ήταν να μπορέσω να δαμάσω όλον αυτόν τον απίστευτο όγκο υλικού. Κάποια στιγμή ένας φίλος μου με ρώτησε τι σημαίνει για εμένα η Ελένη. Δεν χρειάστηκε να σκεφθώ πολύ. Είναι ένα πρόσχημα, του είπα, για να προσπαθήσω να ξεπεράσω τον εαυτό μου».


Δημήτρης Παπαϊωάννου: «Σκηνοθετώντας τον μύθο»


«Θα έλεγα ότι η καινούργια παρουσίαση της Ελένης διαφοροποιείται έντονα από την προηγουμένη καθώς υπήρξε εντελώς διαφορετική από μέρους μου η κατανόηση του λιμπρέτου. Αρχικά πρέπει να πω ότι στην προσέγγιση του έργου ακολουθήθηκε μια παγκόσμια, ας πούμε, πατέντα. Η όπερα σκηνοθετήθηκε εξ ολοκλήρου επάνω σε χορευτές, οι οποίοι κατόπιν «δίδαξαν» τους τραγουδιστές. Από εκεί και πέρα η μουσική ήταν αυτή που με οδήγησε στο λιμπρέτο. Καθώς οι χαρακτήρες είναι πολύ συγκεκριμένοι, γεγονός που απελευθερώνει από το άγχος της κατανόησης, προσανατολίστηκα σε μια σκηνοθεσία-πραγματική πρόταση για ταξίδι. Ηθελα μια παράσταση που απελευθερώνει τη φαντασία, που εκμαιεύει από τον θεατή οράματα. Προς αυτή την κατεύθυνση, λοιπόν, κινήθηκαν όλα τα επί μέρους στοιχεία. Αφαιρετικό σκηνικό, ανάλογα κοστούμια, χορογραφία ικανή να «συνδιαλέγεται» με το ευρύτερο εικαστικό περιβάλλον, ενώ οι φιγούρες των ηρώων ανάγονται σε σύμβολα βγαλμένα από τον κόσμο των κόμικς. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή, επέλεξα να υπηρετήσω το οπερατικό μέγεθος μέσα από ένα είδος Θεάτρου Σκιών επιχειρώντας ένα γενικότερο σχόλιο πάνω στην ίδια τη θεατρική πράξη.


Η πρώτη αυτή επαφή μου με την όπερα ήταν ένα πείραμα για μένα. Αισθάνομαι ότι βούτηξα σε πολύ βαθιά νερά. Θα ήθελα να έχω μέλλον στο είδος, αν και ο τρόπος που με ενδιαφέρει η όπερα είναι κάπως διαφορετικός από τον τρόπο που λειτουργούν συνήθως τα πράγματα. Είμαι πολύ τυχερός πάντως γιατί σε αυτή την παρθενική «πάλη» μου μαζί της μου δόθηκε η απαιτούμενη άνεση τόσο σε επίπεδο χρόνου όσο και σε επίπεδο παραγωγής, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα καλλιτέχνες προερχόμενοι από διαφορετικούς κόσμους να μου προσφέρουν αληθινά διαμάντια ομοιογένειας. Και δεν μιλάω για την ομοιογένεια που προκύπτει αυτονόητα σχεδόν μέσα από μια δυνατή εικαστική ιδέα. Μιλάω για ουσιαστική ομοιογένεια, κινησιολογική και εκφραστική. Και αυτό το στοιχείο το θεωρώ πραγματικά μεγάλη κατάκτηση της συγκεκριμένης παράστασης».