«Για μένα ο Κάραγιαν ήταν απλώς ο Χέρμπερτ…»






«Ηταν Μάιος,
στη Βιέννη. Ενα πρωί χτυπάει το τηλέφωνο. «Πάμε έναν περίπατο; « ακούω τη φωνή του στην άλλη άκρη της γραμμής. «Ναι, γιατί όχι; « απαντώ. Το αυτοκίνητο μας άφησε έξω απ’ το μεγάλο νεκροταφείο της Βιέννης. Πρώτα μου έδειξε τους τάφους του Μπραμς και του Σούμπερτ. Μετά με πήγε στο σημείο που ήταν θαμμένοι όλοι οι σημαντικοί ορθόδοξοι Ελληνες της Βιέννης. «Τώρα» λέει «θα σου δείξω κάτι που μπορεί να μην ξέρεις». Είχε πάρει το ύφος παιδιού που κάνει κάτι και σχεδόν ντρέπεται. Σχεδόν είχε δακρύσει. «Κοίτα! « μου είπε. Κοιτάζω τον τάφο μπροστά μου. Εγραφε «Τεοντόρ φον Κάραγιαν». Ηταν του προπάππου του».


Η συγγραφέας Ελενα Ματθαιοπούλου άκουσε την Παρασκευή στο Μέγαρο Μουσικής την Ορχήστρα Φιλαρμόνια να δίνει συναυλία αφιερωμένη στη μνήμη του φίλου της, του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν. Ηταν κι εκείνη εκεί, όπως και η οικογένεια του μαέστρου. Μα γι’ αυτήν δεν είχε σημασία το χειροκρότημα, η τιμή, η ελληνική καταγωγή του θρυλικού πια μαέστρου. Το μόνο που μετρούσε ήταν πως όλα αυτά γίνονταν για τον φίλο της. Και πως ακόμη θυμάται τις συζητήσεις τους και γελά, μ’ αυτό το χαμόγελο το κάπως θλιμμένο που σου αφήνουν οι φίλοι όταν φεύγουν.


«Μια φορά μου έλεγε πως πήγε στην Κοζάνη να βρει το πατρικό του και ανακάλυψε ότι είχε γκρεμιστεί και στη θέση του υπήρχε πια ένα παπουτσήδικο. «Λογικό είναι» του απάντησα. «Αφού κι εσύ έχεις φετίχ με τα γυναικεία παπούτσια, τι άλλο θα μπορούσε να γίνει το σπίτι σου αν όχι παπουτσήδικο;». Τον μαέστρο-θρύλο τον πρωτογνώρισε το 1981, όταν ετοίμαζε το πρώτο βιβλίο της, το «Maestro». Η Deutsche Grammophon οργάνωσε τη συνέντευξη, ή μάλλον την πρώτη τους συνάντηση, στο Βερολίνο. Ο Κάραγιαν έδινε συνεντεύξεις μόνο σε όσους δημοσιογράφους τού έκαναν καλή εντύπωση. «Πήγα λοιπόν στην πρόβα…» λέει η κυρία Ματθαιοπούλου «κάθησα και με περικύκλωσε ένας ήχος τόσο εξαϋλωμένος… σαν να έβλεπα στον αέρα σχήματα αόρατα να κινούνται. Κι εκείνος να λέει στην ορχήστρα: «Μη μου δίνετε αυτή τη χοντρή σούπα!». Με το που γίνεται διάλειμμα, μου κάνει νόημα να πάω στο καμαρίνι…».


«Ηταν πολύ κουρασμένος. Μου έκαναν εντύπωση τα μάτια του ­ είχαν ένα παράξενο πρασινοκαφέ χρώμα, καμία σχέση μ’ αυτό το επιθετικό μπλε που είχαν κανονικά. Αρχισε να μου λέει πως κι εκείνος ήθελε να γράψει ένα βιβλίο. «Οχι για τη ζωή μου βέβαια» είπε. «Η ζωή μου δεν έχει σημασία. Θέλω να γράψω για την ερμηνεία της μουσικής». «Ακριβώς αυτό ήθελα να σας ρωτήσω κι εγώ! « του λέω, κάτι μου απαντά, αρχίζει η συζήτηση, και ξαφνικά σαν να έκαναν σπίθες τα μάτια του, και σαν βολβός που στριφογυρίζει το πρασινοκαφέ χάνεται και πετιέται πάλι στην ίριδα αυτό το βαθύ μπλε, το ηλεκτρισμένο!».


Πέντε ημέρες μετά, η κυρία Ματθαιοπούλου έφυγε απ’ το Βερολίνο. Ετσι απλά, όπως το πρασινοκαφέ πήρε πάλι τη θέση του μπλε. «Θυμάμαι το βλέμμα του ­ μοναξιά απέραντη… Η έκφρασή του σχεδόν παρακαλούσε να μείνω. Πολλά χρόνια μετά, που το σκέφτομαι, λέω: «Καλά, γιατί δεν άλλαζα το εισιτήριό μου;». Αλλά πώς να το ήξερα τότε; Πώς να φανταζόμουν πως αυτή η συντροφιά των τεσσάρων-πέντε ημερών γι’ αυτόν μπορεί να είχε τόση σημασία. Και όμως… Είχε!». Εχουν οι θρύλοι αδυναμίες; «Αν έχουν λέει; Αυτή ήταν η αδυναμία του ­ και την ήξερε: δεν μπορούσε να κάνει εύκολα φίλους, να δείξει στους άλλους τον πραγματικό του εαυτό, δεν είχε αυτό που λέμε «ταλέντο της κοινωνικής συναναστροφής». Μισούσε να συζητεί περί ανέμων και υδάτων. Και έτσι, έμενε μόνος του. Η μοναξιά του, όσο την αποζητούσε για να μπορέσει να δουλέψει, τόσο μετά τον έπνιγε».


Φαινόταν να έχει τις απαντήσεις για όλα όταν στεκόταν πάνω στο πόντιουμ. Μπορούσε να συνταιριάξει τους ήχους τόσο ιδανικά που και η ελάχιστη προσθαφαίρεση να μοιάζει παραφωνία. Και όμως όσο αρμονική ήταν η μουσική του τόσο αντιφατική ήταν η ύπαρξή του πέρα απ’ αυτήν. «Μια φορά του λέω» θυμάται η κυρία Ματθαιοπούλου «»μα είναι δυνατόν; Δεν ντρέπεσαι η κόρη σου να κυκλοφορεί έτσι; Πάμε να της πάρουμε κάτι. Ολο τα ρούχα της μαμάς της θα φοράει;». «Τι λες; « μου κάνει. «Εκατομμυριούχος είμαι;». «Ναι! « λέω «είσαι!». «Μα εμένα δεν μου έδωσε ποτέ κανείς τίποτα! « απαντάει. Και μιλάμε για έναν άνθρωπο πάρα πολύ ανοιχτοχέρη, και με τρομερή αδυναμία στις κόρες του». Ισως έφταιγαν τα δικά του παιδικά χρόνια. Τότε που, αντί να ανακαλύψει αυτός τη μουσική, τον ανακάλυψε εκείνη. Θα γινόταν πιανίστας αλλά αργότερα μια πάθηση στον τένοντα τον σταμάτησε. Πέντε-έξι ετών έδινε ρεσιτάλ πιάνου, και δεν είχε κανένα τρακ. Ηταν η εποχή που η μητέρα του, μια πολύ σκληρή γυναίκα από τη Σλοβακία, του έκοβε τις μερίδες του φαγητού του όταν θεωρούσε πως δεν μελετούσε ή δεν διάβαζε όσο έπρεπε!


Τα πρώτα του χρόνια στη γενέτειρά του, το Σάλτσμπουργκ, ήταν παράξενα. Ισως γι’ αυτό αργότερα, ενώ στο Βερολίνο ήταν ο πιο απλός άνθρωπος και μπορούσε ο καθένας να τον πλησιάσει στον δρόμο ή στο σινεμά, στο Σάλτσμπουργκ συμπεριφερόταν σαν βασιλιάς ­ κυκλοφορούσε με τον σωματοφύλακα και πάντα είχε ύφος απόμακρο, συγκρατημένο. «Ωρες ώρες μού έδινε την εντύπωση πως είχε ακόμη κάτι να αποδείξει στους ανθρώπους εκεί» λέει η κυρία Ματθαιοπούλου. «Γιατί μπορεί μεν να ήταν από καλή οικογένεια, να ήταν «Φον», αλλά ήταν ξένοι «Φον»». Και όμως ο ίδιος δεν υπολόγιζε τον εαυτό του ως «Φον» ­ τουλάχιστον όχι όταν ήταν με φίλους.


«Στην πραγματικότητα το να ζεις δίπλα του ήταν απλό. Τόσο απλό που μόνο εκ των υστέρων καταλάβαινες ότι ήταν και πάρα πολύ χρήσιμο» λέει η κυρία Ματθαιοπούλου. Θυμάται ακόμη τις συμβουλές του. «»Κάθε πράγμα χρειάζεται συγκεκριμένη προσπάθεια για να γίνει» μου έλεγε. «Ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη. Γι’ αυτό, σε ό,τι κι αν θες να πετύχεις, να βάζεις την προσπάθεια που χρειάζεται. Ποτέ λιγότερη, γιατί δεν θα το πετύχεις, ποτέ παραπάνω γιατί θα φθαρείς. Και πρόσεξε ­ να δίνεις προσοχή στα πράγματα. Οταν ξεκουράζεσαι, να ξεκουράζεσαι. Οταν τρως, να τρως. Οταν δουλεύεις, να δουλεύεις. Να είσαι συγκεντρωμένη σ’ αυτό που κάνεις, να του δίνεις όλη σου την προσοχή. Ειδάλλως δεν θα το κάνεις καλά»».