Στις προθήκες των μικρών μπακάλικων που διέθετε κάθε γειτονιά πριν από μερικές δεκαετίες περίοπτη θέση κατείχαν τα χύμα προϊόντα, όσπρια και ρύζι, μέσα σε σακιά. Τώρα, δύο χρόνια πριν από το 2000, τα μικρά συνοικιακά καταστήματα τροφίμων έχουν εκλείψει. Ενώ για αρκετό καιρό τα χύμα προϊόντα τα έβρισκε κανείς μόνο σε ειδικά καταστήματα και σε κάποια εναπομείναντα μπακάλικα, τα τελευταία χρόνια έχουν μπει στην αγορά αυτή και οι μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ. Αρκετές από αυτές έχουν ήδη ξεκινήσει την πώληση αυτών των ειδών με το κιλό, ενώ δεν είναι λίγες εκείνες που στο πλαίσιο του ανταγωνισμού έχουν στα άμεσα σχέδιά τους την ένταξη αυτής της πολιτικής πώλησης, όπως για παράδειγμα η αλυσίδα ΑΒ Βασιλόπουλος. Από τις μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων, εκείνες που ήδη πωλούν αυτά τα προϊόντα σε μορφή χύμα είναι τα σουπερμάρκετ Τροφό, Μετρό και Ατλάντικ, ενώ η αλυσίδα Σκλαβενίτης, επειδή διακινεί αυτά τα προϊόντα σε συσκευασία ιδιωτικής ετικέτας, δεν έχει προϊόντα σε μορφή χύμα. Το ίδιο ισχύει και για τα καταστήματα Μαρινόπουλος που και αυτά διακινούν όσπρια ιδιωτικής ετικέτας πέραν των επωνύμων.


* Ποιες είναι οι διαφορές


Οι διαφορές που παρουσιάζουν αυτά τα είδη αν τα αγοράσει κανείς συσκευασμένα ή χύμα είναι αρκετές και η μεγαλύτερη και πλέον σημαντική είναι η διαφορά στην τιμή πώλησής τους. Οι τιμές των συσκευασμένων προϊόντων είναι κατά πολύ υψηλότερες από τις τιμές των ίδιων προϊόντων που πωλούνται με το κιλό. Τα συσκευασμένα που διακινούνται στην αγορά αφορούν συνήθως ποσότητα 500 γραμμ., ενώ τα χύμα διατίθενται σε οποιαδήποτε ποσότητα επιθυμεί ο καταναλωτής. Σύμφωνα με τον κ. Μ. Τερεζάκη, εκπρόσωπο της ΕΚΠΟΙΖΩ (Ενωση Καταναλωτών η Ποιότητα Ζωής), τα χύμα προϊόντα έχουν και θετικά και αρνητικά γνωρίσματα συγκριτικά με τα συσκευασμένα.


Σύμφωνα με τον κ. Τερεζάκη το πρώτο πλεονέκτημά τους είναι η τιμή, η οποία είναι αρκετά χαμηλότερη από αυτήν των συσκευασμένων. Το δεύτερο πλεονέκτημα δεν αφορά την τσέπη αλλά την οικολογική συνείδηση των καταναλωτών. «Τα προϊόντα αυτά» αναφέρει ο κ. Τερεζάκης «συσκευάζονται τη στιγμή της πώλησης σε οικολογικά χάρτινα σακουλάκια ανακυκλώσιμα, σε αντίθεση με τα συσκευασμένα, στα οποία χρησιμοποιείται νάιλον για τη συσκευασία. Επίσης δεν γίνεται κατανάλωση φυσικών πόρων γιατί δεν βιομηχανοποιούνται. Για τα συσκευασμένα που περνούν από τη διαδικασία της βιομηχανοποίησης ξοδεύονται πρώτες ύλες σε μεγάλη ποσότητα».


Τα αρνητικά που μπορεί να διακρίνει κανείς στην αγορά και κατανάλωση χύμα προϊόντων είναι, πρώτον, ότι αν δεν τύχουν σωστής φύλαξης από το κατάστημα πώλησης, λόγω των συνθηκών παραγωγής τους, δηλαδή της εντατικής καλλιέργειας και της χρήσης λιπασμάτων, είναι πιθανόν να χαλάσουν πιο εύκολα από τα συσκευασμένα. Δεύτερον, πολλές φορές για τη διατήρησή τους γίνεται χρήση ειδικών φαρμάκων από τους παραγωγούς ή ακόμη και τους εμπόρους, όπως αναφέρουν ενώσεις καταναλωτών.


* Χρειάζεται προσοχή στην αγορά


Σύμφωνα με τις οδηγίες που δίνει η


ΕΚΠΟΙΖΩ, ο καταναλωτής πρέπει να προσέχει κατά την αγορά τέτοιων προϊόντων, να ελέγχει αν αυτά φυλάσσονται σωστά σε κλειστές προθήκες αλλά και την προέλευσή τους. Οσον αφορά τη συντήρηση αυτών των προϊόντων από τον καταναλωτή, θα πρέπει να διατηρούνται σε κλειστές συσκευασίες σε μεταλλικά ή γυάλινα δοχεία και να είναι προφυλαγμένα από τις ακτίνες του ηλίου και την υγρασία.


Ιδιοκτήτης καταστήματος με χύμα προϊόντα, μπαχαρικά και βότανα επισημαίνει: «Το σημαντικότερο σημείο που πρέπει να προσέχει ο καταναλωτής όταν αγοράζει χύμα όσπρια και ρύζι είναι οι συνθήκες φύλαξης και η καθαριότητα του καταστήματος. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση τα προϊόντα να παραμένουν εκτεθειμένα σε σκόνη και κάθε είδους βρωμιά, γι’ αυτό και δεν ενδείκνυται η έκθεσή τους έξω από το κατάστημα σε σακιά».


* Μεγάλο το εύρος των τιμών


Η διαφορά στην τιμή πώλησης των χύμα προϊόντων σε σχέση με τα συσκευασμένα είναι μεγάλη. Τις περισσότερες φορές τα χύμα προϊόντα πωλούνται στο μισό της τιμής των συσκευασμένων ή ακόμη χαμηλότερα. Ετσι η τιμή πώλησης της χύμα φακής είναι 230 δρχ. το κιλό, ενώ της συσκευασμένης 435 δρχ. το μισό κιλό, των χύμα φασολιών 370 δρχ. το κιλό και των συσκευασμένων 393 δρχ. τα 500 γραμμ. Τέλος, το ρύζι νυχάκι πωλείται χύμα 305 δρχ. το κιλό, ενώ τα 500 γραμμ. σε συσκευασία κοστίζουν 399 δρχ. «Η διαφοροποίηση στην τελική τιμή πώλησης» αναφέρει η κυρία Ελένη Χοϊδά, διευθύντρια πωλήσεων των σουπερμάρκετ Ατλάντικ, «οφείλεται στο γεγονός ότι τα χύμα δεν επιβαρύνονται με το κόστος της συσκευασίας, δεν έχουν κόστος τοποθέτησης στα ράφια και, τέλος, δεν έχουν καθόλου διαφημιστικό κόστος. Επιπλέον πολύ σημαντικό είναι ότι δεν υπάρχουν μεσάζοντες στην προμήθεια αυτών των προϊόντων ή είναι τουλάχιστον μειωμένος ο αριθμός τους».


Ο κ. Αντώνης Δημητρακόπουλος, γενικός διευθυντής της 3 Αλφα που παράγει συσκευασμένα όσπρια και ρύζι, υποστηρίζει: «Κύριο μέλημα της εταιρείας μας είναι να διαθέτουμε στην αγορά προϊόντα άριστης ποιότητας, τα οποία είναι κατάλληλα επεξεργασμένα, έχουν υποβληθεί σε απεντόμωση και είναι συσκευασμένα κατάλληλα ώστε να μπορούν να διατηρηθούν. Γίνεται τακτικός έλεγχος των προϊόντων ώστε να είναι σοδιές του ίδιου χρόνου, σύμφωνα πάντα με τις απαιτήσεις του καταναλωτή, και γίνεται προσπάθεια να υπάρχει σταθερή τιμή όλο τον χρόνο αλλά και σταθερή ποιότητα στα προϊόντα που παράγουμε».


* Γιατί είναι φθηνότερα


Ο ίδιος παραδέχεται ότι τα χύμα προϊόντα είναι πιο φθηνά από τα συσκευασμένα. «Η υψηλότερη τιμή των συσκευασμένων» επισημαίνει «δεν είναι μόνο αποτέλεσμα του κόστους παραγωγής, συσκευασίας, διαφήμισης, διανομής και ανανέωσης ή ακόμη και συντήρησης στο ράφι ή τοποθέτησής του σε αυτό, αλλά και πολιτικής τιμών που ακολουθείται από τα καταστήματα. Το επώνυμο προϊόν, επειδή τυγχάνει της καθολικής αποδοχής του καταναλωτή, δίνει την ευκαιρία για υψηλότερο περιθώριο κέρδους στο καταστήματα πώλησης, πράγμα που δεν μπορεί να συμβεί με τα χύμα προϊόντα, τα οποία προωθούνται μέσω της χαμηλής τιμής».


Η επιλογή ανάμεσα στα χύμα και στα συσκευασμένα ανήκει στον καταναλωτή, αφού αυτός σταθμίσει τις ανάγκες και τις προτιμήσεις του και λάβει υπόψη του τα χαρακτηριστικά που προσφέρει κάθε κατηγορία προϊόντος. Είναι γεγονός πάντως ότι τα χύμα προϊόντα κερδίζουν έδαφος στην αγορά, αφού κάνουν όλο και πιο συχνά την εμφάνισή τους σε κατηγορίες καταστημάτων όπως τα σουπερμάρκετ, όπου πριν από λίγα χρόνια δεν είχαν καμία παρουσία.