Οι τεχνολογικές εξελίξεις που διεισδύουν ολοένα και περισσότερο στην παραγωγική διαδικασία, ως μέσα βελτίωσης της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και των εθνικών οικονομιών, βρίσκονται στο υπόβαθρο των εξελίξεων που συντελούνται στην αγορά εργασίας.


Επίσης συμβάλλουν στη διαφοροποίηση των ειδικοτήτων, των γνώσεων, των ικανοτήτων καθώς και των μορφών απασχόλησης ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες. Οι πιέσεις της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα έχουν ήδη εμφανισθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η ικανότητα του παραγωγικού συστήματος να αυξάνει τις θέσεις εργασίας εμφανίζεται αρκετά περιορισμένη. Αρα η ανεργία στον ορίζοντα του 2000 σταδιακά θα αυξάνεται.


Οι εξελίξεις αυτές στην αγορά εργασίας που ιδιαίτερα αποτυπώνουν την ανεργία και ειδικότερα των νέων (αποφοίτων λυκείου, ΤΕΙ και ΑΕΙ) και των γυναικών συνοδεύονται και από την επέκταση της μερικής απασχόλησης, της εργασίας κατ’ αποκοπήν, της παράνομης απασχόλησης νέων, μεταναστών κλπ.


Οι εξελίξεις αυτές στην αγορά εργασίας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το 25% των ανέργων είναι πτυχιούχοι ΤΕΙ και ΑΕΙ, τροφοδοτούν με επιχειρήματα όσους πολιτικούς και πανεπιστημιακούς υποστηρίζουν στη χώρα μας την αλλαγή προσανατολισμού του πανεπιστημίου προς την κατεύθυνση παροχής επαγγελματικής εκπαίδευσης και άμεσης σύνδεσής του με τις βραχυχρόνιες ανάγκες της αγοράς εργασίας.


Η παρατήρηση αυτή σημαίνει την υποβάθμιση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με την εγκαθίδρυση της σχέσης «πανεπιστήμιο-αγορά». Αντίθετα, θεωρούμε ότι η πανεπιστημιακή κοινότητα μπορεί και έχει ακαδημαϊκό και κοινωνικό καθήκον να αξιοποιήσει τις εξελίξεις της τεχνολογίας, της παραγωγής και της αγοράς εργασίας με την ανάπτυξη των αναγκαίων προϋποθέσεων ενδυνάμωσης της σχέσης «πανεπιστημίου-κοινωνίας».


Από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστικά τα αποτελέσματα μιας έρευνας του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με τα οποία σε μια χώρα με 10% ανεργία το 6% οφείλεται στη διαρθρωτική κρίση (επενδύσεις, ανάπτυξη κλπ.), το 2% σε αλλαγές επαγγελμάτων και το υπόλοιπο 2% στη σχέση εκπαιδευτικού συστήματος και αγοράς εργασίας.


Αυτό σημαίνει ότι η αύξηση της απασχόλησης και η πρόσβαση στην αγορά εργασίας αναφέρεται στο 4% των ανέργων και εξαρτάται από την ικανότητα της πολιτικής απασχόλησης να προσδιορίσει τις μεσοπρόθεσμες ανάγκες της αγοράς εργασίας και να οργανώσει αποτελεσματικές δομές εκπαίδευσης και κατάρτισης οι οποίες θα ανταποκρίνονται στις ειδικότητες με τη μεγαλύτερη ζήτηση στην αγορά εργασίας.


Στην κατεύθυνση αυτή οι σχετικές έρευνες στην Ελλάδα έχουν αναδείξει ότι επαγγέλματα που θα παρουσιάσουν στον ορίζοντα του 2005 αυξημένη ζήτηση αναφέρονται στα εξής: πληροφορική, τηλεποικοινωνίες, μηχανολογία – ηλεκτρολογία, μηχανική, γραφικές τέχνες, τεχνολογίες τροφίμων και ποτών, διοίκηση επιχειρήσεων, χρηματοοικονομική, κοστολόγηση, προώθηση προϊόντων, ποιοτικό έλεγχο, χημική βιομηχανία, πετρελαιοειδή, φυσικό αέριο, κοινωνικές υπηρεσίες, φυσική αγωγή και αθλητισμό, ξένες γλώσσες, περιβάλλον, οικολογία και τουρισμό.


Ο κ. Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ.