«Ο ρυθμός είναι κάτι πολύ δυνατό στη ζωή»




Δεν είναι η πρώτη φορά που συναντιόμαστε με τη Ζουζού Νικολούδη. Από το 1995 και μετά τα Χορικά επανέρχονται ολοένα στο προσκήνιο και οι συναντήσεις μας πυκνώνουν. Αφορμή για τη συνομιλία που ακολουθεί είναι οι παραστάσεις των Χορικών αυτή την εβδομάδα στο Μέγαρο Μουσικής, όπου η ίδια μαζί με δύο πολύτιμους συνεργάτες της, τον Κοραή Δαμάτη και τη Γιάννα Φιλιπποπούλου, συνυπογράφει σκηνοθεσία και χορογραφία στο ανέβασμα ολόκληρης της τραγωδίας «Τρωάδες» του Ευριπίδη.


Η έπαυλη Νικολούδη στη Γλυφάδα είναι πια ένας οικείος τόπος ­ αυτή τη φορά φόντο στα δωμάτια του σπιτιού που με υποδέχεται είναι τα κοστούμια, τα φτερουγάκια και οι ουρές των «Ορνίθων» που επισκευάζονται και ξαναβάφονται πυρετωδώς στα υπέροχα χρώματα του Γιάννη Τσαρούχη. Οι αποστάσεις έχουν μικρύνει και μπορώ να της απευθύνομαι στον ενικό. Κινητοποιώντας ξανά την πολύτιμη μνήμη της Ζουζούς (γενν. 1917), έρχονται σε πρώτο πλάνο πρόσωπα που σημάδεψαν το κίνημα του σύγχρονου χορού στην Ελλάδα και στην Ευρώπη σαν την Κούλα Πράτσικα, τη Μαίρη Βίγκμαν και τη Ροζάλια Κλάντεκ. Η αλήθεια, η απλότητα και η πραότητα με τις οποίες εκφράζεται φωτίζουν την ανθρώπινη πλευρά και τις αντιφάσεις σημαντικών προσώπων του παρελθόντος. Η ιστορία του έντεχνου χορού στην Ελλάδα δεν έχει δυστυχώς γραφεί ακόμη, έχω όμως την τιμή να συνομιλώ με μια σπουδαία γυναίκα αφιερωμένη εδώ και μισό αιώνα στην τέχνη της. Είναι η ζώσα μνήμη του μοντέρνου χορού στην πατρίδα μας.


­ Ποιο ήταν το όνειρό σου ως παιδιού, Ζουζού; Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;


«Ηταν και είναι ο χορός. Ηθελα πάντα να χορεύω. Τα παιδικά μου χρόνια δεν μπορώ να πω ότι ήταν πολύ ευτυχή. Μοναχοπαίδι δυστυχώς, μεγάλωσα και με μια ξένη δασκάλα, πότε καλή, πότε κακή, που με είχε σαν στρατιωτάκι. Η μητέρα μου, γερμανικής καταγωγής ­ τρίτη γενιά Φιξ καθώς ο προπάππος ήρθε με τον βασιλέα Οθωνα ως ιδιωτικός ζυθοποιός του ­, είχε μεγαλώσει σε ένα στενόμυαλο και συντηρητικό περιβάλλον. Ημουν λοιπόν δυστυχής ως παιδάκι, δεν είχα την τρυφεράδα και τη ζεστασιά που θα ήθελα».


­ Και το σπίτι αυτό στο οποίο βρισκόμαστε;


«Το ξεκίνησε ο πατέρας μου, ο αρχιτέκτων Αλέξανδρος Νικολούδης, το 1927. Το έχτισε με φοβερό μεράκι και με έναν μόνο εργάτη, βάζοντας το κάθε λιθάρι μόνος του. Η στρογγυλή πρόσοψη και ο προσανατολισμός του βγήκαν παρακολουθώντας επί ένα χρόνο τον ήλιο ώστε να δέχεται όλο τον ήλιο τον χειμώνα και καθόλου το καλοκαίρι».


­ Ποιες ήταν οι απόψεις του για την αρχιτεκτονική;


«Ο πατέρας μου δεν ήταν μόνο πνευματικά καταρτισμένος, ήταν και καλλιτέχνης. Ηταν όμως δυστυχώς εντελώς δυτικόθρεφτος. Το λέω αυτό από δικές μου εμπειρίες γιατί ήταν ντροπή την εποχή εκείνη να χορεύεις ελληνικούς χορούς ή να ακούς ελληνικό τραγούδι. Αυτά ήταν για τους χωριάτες ενώ στα σαλόνια χορεύαμε μόνο βαλς. Ο πατέρας μου, ερχόμενος λοιπόν μετά από 20ετή παραμονή στη Γαλλία, ήθελε βεβαίως να εφαρμόσει το δυτικό πνεύμα στα κτίρια. Ούτε τον ενδιέφερε ούτε καν πλησίασε την ελληνική παράδοση».


­ Εσένα τι σε διαφοροποίησε από ένα τέτοιο οικογενειακό περιβάλλον;


«Ευτυχώς έτυχε να ζήσω κοντά στην Κούλα Πράτσικα. Εκείνη με έκανε να αγαπήσω την Ελλάδα και αυτή ασφαλώς είναι η πνευματική μου μάνα. Στο μικρό στούντιο της οδού Μασσαλίας, με την Πόλυ Ματέι στο πιάνο ­ έπαιζε θαυμάσια ­, έδινε τα αξέχαστα μαθήματά της με τόση πίστη και αγάπη που βγαίναμε κυριολεκτικά σαν μεθυσμένες. Είχε το μοναδικό χάρισμα να μπορεί να μεταδίδει τον δικό της ενθουσιασμό και την αγάπη της για την Ελλάδα μέσα από τη χαρά της κίνησης».


­ Υπήρχε όμως και μια διάχυτη αρχαιολατρία, κάτι που δεν σημαίνει πάντα δημιουργική σχέση με το παρελθόν.


«Νομίζω ότι η Πράτσικα θέλησε να μας εμφυσήσει μια δημιουργική αγάπη για το ελληνικό πνεύμα. Ελεγε πάντα: «Μην αντιγράφετε τα αγγεία, αυτό είναι κάτι μουσειακό και πεθαμένο. Η Ελλάδα είναι φως, ρυθμός και πνεύμα». Η Πράτσικα άλλωστε ήταν μια κοσμική αστή με τακούνια και καπέλα, γαλουχημένη από το σπίτι της στη γερμανική μουσική παράδοση, ώσπου την ανακάλυψε η Σικελιανού. Παλλόταν η ψυχή της και μέσω αυτών της άνοιξε ένας κόσμος που τον αναζητούσε και δεν τον έβρισκε. Μετά τις σπουδές της στο Λουξεμβούργο γύρισε στην Ελλάδα για να φτιάξει την ελληνική όρχηση ξανά, που δεν είναι ούτε το κλασικό μπαλέτο ούτε η αντιγραφή κάποιου ξένου μοντέλου. Στα οράματα της Πράτσικα αισθάνομαι ότι συνεχίζω κι εγώ».


­ Ανήκεις στη λεγόμενη «γενιά της ελληνικότητας» ενώ, αντιθέτως, οι σημερινοί καλλιτέχνες δεν έχουν τόσο την ανάγκη εθνικής ταυτότητας. Μάλλον προτιμούν να αισθάνονται «πολίτες του κόσμου».


«Το αίτημα της ελληνικότητας διατυπώθηκε για πρώτη φορά έντονα μετά τους Σικελιανούς. Η Δελφική Ιδέα κατάφερε να συσπειρώσει την ελληνική και την παγκόσμια διανόηση. Θυμάμαι τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα γαλλόφιλων και φιλοβαυαρών αρχιτεκτόνων της εποχής του πατέρα μου, καθώς και όλο τον πνευματικό κόσμο να αλληθωρίζει προς τα έξω. Την Ελλάδα αρχίσαμε να την ψάχνουμε και να μας συγκινεί μέσα μας μόνο μετά τη Χατζημιχάλη, τον Καρά, την Πράτσικα και όλους αυτούς τους σημαντικούς ανθρώπους που έστησαν γέφυρα με τη δική μας παράδοση».


­ Τι σημαίνει για σένα να είσαι Ελληνίδα;


«Αφυπνίστηκα και έκτοτε αισθάνθηκα υπερήφανη που είμαι Ελληνίδα. Υπήρξε μια τεράστια αλλαγή σε όλους μας γιατί ανακαλύπταμε κάτι μεγάλο, ιερό, πνευματικό και καταδικό μας. Ως τότε υποτιμούσαμε τα δικά μας πράγματα, τον καλαματιανό, πως είναι τάχα για τους βλάχους. Τότε ανακαλύψαμε τα Αναστενάρια, που ξεκινούν από πολύ μακριά. Γιατί μέσα από τον ρυθμό έχουν έρθει ζωντανά σε μας βιώματα, είναι ο ζωντανός κρίκος από την αρχαία Ελλάδα ίσαμε σήμερα, ο ρυθμός».


­ Πάντως πολλοί καλλιτέχνες της γενιάς αυτής και της επόμενης ­ Σεφέρης, Τσαρούχης, Χατζιδάκις ­ ενσάρκωσαν κάτι σαν γέφυρα μεταξύ ελληνικότητας και μοντερνισμού. Μπορούσαν, δηλαδή, να είναι Ελληνες και συγχρόνως να ανήκουν σε όλο τον κόσμο.


«Εγώ λάτρεψα τη δυτική μουσική γιατί αυτήν σπούδασα και με αυτήν γαλουχήθηκα. Για χρόνια δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτε πέραν αυτού. Μπορώ να σου πω ότι ανακάλυψα την ελληνική μουσική με τους «Ορνιθες» του Χατζιδάκι. Και θαύμασα τα όμορφα ελληνικά στοιχεία που μετέφερε ο Χατζιδάκις σε έντεχνη πια μορφή».


­ Να εστιάσουμε λίγο περισσότερο στην επιβλητική μορφή της Κούλας Πράτσικα που ήταν αναμφίβολα μια πρόδρομος. Είχε όμως και αρνητικά στοιχεία στον χαρακτήρα της, όπως η παροιμιώδης σκληρότητά της. Εσύ θυμάσαι μόνο τις θετικές πλευρές της;


«Αντιθέτως, δεν μπορώ παρά να θυμάμαι και τα δύο γιατί είχε ισοπεδωτική δύναμη για το καλό και για το κακό ως καλλιτέχνης και ως άνθρωπος. Είναι αυτή που θεμελίωσε το μεγάλο κεφάλαιο που λέγεται ρυθμική αγωγή στην Ελλάδα, ήταν όμως αυταρχική και δεν ευνοούσε τον διάλογο. Οπότε δεν κατάφερε να βγάλει τα ιδιαίτερα στοιχεία του καθενός μας, κάτι που στη νεότερη παιδαγωγική είναι το αιτούμενο. Ηταν της άποψης «εγώ μιλάω και εσείς ακούτε». Γι’ αυτό και έφυγα από το σχολείο για ένα μεγάλο διάστημα, για να βρω τον εαυτό μου».


­ Αν σκεφθείς την καλλιτεχνική πορεία σου ως σήμερα ­ με περισσότερα από 45 χρόνια ενεργό δράση στον χορό ­, ποια σημεία θα ξεχώριζες ως τα πιο σημαντικά;


«Οπως σου έχω πει και παλιότερα, εγώ από τη μουσική ξεκίνησα, μουσική ήταν η παιδεία μου. Και η μουσική με συγκινούσε και με συγκινεί βαθύτατα. Αισθανόμουν την ανάγκη να τραγουδήσω με το σώμα μου σαν ένα τρίτο όργανο και αυτό έκανα με τα ρεσιτάλ μου. Με συγκινεί τόσο αυτή η απόλυτη και καθαρή σχέση χορού και μουσικής, χωρίς άλλα εκφραστικά στοιχεία, που θα ήθελα προτού τελειώσει η ζωή μου να πραγματοποιήσω αυτό το όνειρο. Τότε βέβαια χόρευα εγώ και είχα τη μουσικότητα, σήμερα όμως είναι δυσεύρετοι οι μουσικοί χορευτές».


­ Και τι ύφους μουσική θα ήθελες να χορογραφήσεις γι’ αυτές τις αμιγώς μουσικές χορογραφίες που σκέφτεσαι για το μέλλον;


«Αγαπώ πολύ την προκλασική μουσική, ύστερα περνώ στον ρομαντισμό, το πολύ ως τον Στραβίνσκι και τον Σατί φθάνουν οι μουσικές αγάπες μου. Παρακάτω, όσο και να θέλω να κάνω τη μοντέρνα ­ και θέλω να είμαι μοντέρνα ­, δεν με αγγίζουν ούτε ο Σένμπεργκ ούτε ο Ξενάκης. Σου έχω πει το παράδειγμα των σκύλων μου; Ψάχνοντας μουσική για μια παράσταση έβαζα διάφορα πράγματα, από Μοντεβέρντι ως Μπάρτοκ και Ξενάκη. Οταν έφθασα στα σύγχρονα ακούσματα, έβαλαν την ουρά στα σκέλια και έφυγαν. Και εμένα, δυστυχώς ή ευτυχώς, με οδηγεί κάποια εσωτερική φωνή του συναισθηματικού μου χώρου και όχι του διανοητικού».


­ Για να επανέλθουμε όμως στο έργο σου, πέρα από το σπάνιο χάρισμά σου να καταλαβαίνεις βαθιά και να μεταφράζεις τη μουσική σε κίνηση, σε διακρίνει και μια μίνιμαλ όσο και συγκινητική, θα έλεγε κανείς, εμμονή με το αρχαίο δράμα.


«Κοίταξε, όταν πιστεύεις κάτι βαθιά, θέλεις με κάθε τρόπο να το φθάσεις. Και ας είναι εις βάρος της υγείας σου, της οικογενείας σου, των ερώτων σου, των πάντων. Και εγώ θυσίασα τα πάντα γι’ αυτό».


­ Πώς θυμάσαι την πρώτη σου χορογραφία χορικών του αρχαίου δράματος;


«Ηταν μια βουτιά στα βαθιά νερά. Αρχικά το δέος και ο ενθουσιασμός για να ακολουθήσει η απογοήτευση. Με την Πράτσικα είχα μάθει σε πολύμηνες συνεργασίες για να εμπεδωθεί η σχέση λόγου-μουσικής-κίνησης. Αντιθέτως, στο Εθνικό οι άνθρωποι ήταν με το ρολόι στο χέρι, με ελλιπέστατη μόρφωση, δεν γνώριζαν ούτε μουσική ούτε κίνηση τότε. Ηταν ένα χέρσο και αντικαλλιτεχνικό κλίμα να θέλουν να ανεβάσουν σε ένα μήνα αρχαία τραγωδία, κάτι που με οδήγησε στη συνέχεια στη δημιουργία δικής μου ομάδας».


­ Δεν υπάρχει κάποια θετική μνήμη από τις συνεργασίες σου με θεατρικά σχήματα όλα αυτά τα χρόνια;


«Μόνη φωτεινή στιγμή ήταν οι «Ορνιθες» με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Ηταν κάτι μοναδικό, δεν μου είχε τύχει ξανά κάτι τέτοιο. Ηταν ο «ευτυχισμένος γάμος» όπως τον αποκάλεσε εύστοχα ο Γιάννης Τσαρούχης. Δεν το επιδιώξαμε, δεν συνεργαστήκαμε, αλλά ταιριάξαμε όλως τυχαίως».


Τα Χορικά της Ζουζούς Νικολούδη «Τρωάδες», «Ορνιθες» και «Βάκχες» παρουσιάζονται στο Μέγαρο Μουσικής την Παρασκευή, το Σάββατο και την Κυριακή, 8.30 μ.μ.