Μισόν αιώνα μετά την πρώτη παρουσίαση στην Ελλάδα, από τον Κάρολο Κουν, του αριστουργήματος του Τενεσί Γουίλιαμς, ο Σταμάτης Φασουλής σκηνοθετεί στο θέατρο της Κάτιας Δανδουλάκη μιαν έξοχη παράσταση αυτού του κλασικού πια έργου. Γνώρισμα σπάνιο των πιο καλοδουλεμένων ερμηνειών, η νέα εκδοχή του «Λεωφορείου» κατορθώνει να διερευνήσει και να προβάλει πειστικά την ψυχολογική ενδοχώρα όλων των χαρακτήρων, πρωταγωνιστικών και μη. Ο Φασουλής δεν προτείνει, όπως συχνά συμβαίνει, ένα καλοστημένο πλαίσιο για την ανάδειξη των πρώτων ρόλων, αλλά μια σκηνική σύμπραξη, σοφά ενορχηστρωμένη, όπου ακόμη και οι σιωπές αναδεικνύονται εξίσου σημαντικές με τον λόγο.


Η Κάτια Δανδουλάκη, σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της σταδιοδρομίας της (ρόλο που δεν της ήταν μάλιστα αυτονόητα ταιριαστός), ξεπερνά τον εαυτό της και τους όποιους μανιερισμούς αποκτά με τα χρόνια μια πετυχημένη πρωταγωνίστρια. Χωρίς να μιμηθεί τη Μελίνα, τη Λαμπέτη ή την κινηματογραφική δημιουργία της Βίβιαν Λη, στήνει μια Μπλανς Ντυμπουά εύθραυστη και γοητευτική, με τις ηθελημένες αυταπάτες και τις σκοτεινές παρορμήσεις της.


Ο Απόστολος Γκλέτσος, στον πρώτο κλασικό σκηνικό του ρόλο, εκτός από μια φυσική παρουσία που τον καθιστά έναν οπτικά πειστικό Κοβάλσκι, δείχνει αναπάντεχη εκφραστική γκάμα. Πέραν του αυτονόητα βλοσυρού και εκρηκτικού αρσενικού, η αμηχανία του Κοβάλσκι καθώς πρωτοσυναντά την Μπλανς, οι σκηνές με τους φίλους του και ο διαρκής αντικατοπτρισμός της ανέλιξης του έργου στην έκφρασή του δίνουν το μέτρο της θεατρικής του προσωπικότητας. Θα ήταν αδικία να μην αναφέρει κανείς όλους τους ρόλους, με έμφαση στη Στέλλα της Κοραλίας Καράντη και στον Μιτς του Κλέωνα Γρηγοριάδη, καθώς και τα αισθητικά και ψυχολογικά εύστοχα κοστούμια της Θεώνης Ολντριτς.