«Θέλω να δημιουργώ ως αυτοδίδακτος»





Η ζωγραφική μιας νέας πλαστικής έκφρασης ως ποιο σημείο, μέσω του μύθου, μπορεί να αγγίζει την πραγματικότητα; Ο Φασιανός εκθέτει στους Δελφούς, στον ιερό τόπο όπου ο Αριστοκλείδης ζωγράφισε τον ναό του Απόλλωνα και ο Πολύγνωτος, γύρω στα 450 π.Χ., τη Νέκυα και την «Ιλίου πέρσιν», στη λέσχη των Κνιδίων. «Απεριόριστη είναι η δύναμη της τέχνης» γράφει ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος και ο Φασιανός συνδέει το σήμερα με το χθες μέσω του μύθου και της ποιητικής ενόρασης εμμένοντας στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Ο «Φαέθων», η «Φρύνη», ο «Κάστωρ», ο «Πολυδεύκης», η «Πανδώρα» και ο «Πυγμαλίων» μεταξύ των άλλων είναι οι δικοί του ήρωες-πρωταγωνιστές τους οποίους αποδίδει με το γνώριμο ζωγραφικό ύφος σε γαλήνιες ή λαμπρές στιγμές της ζωής. Το πένθος, ο πόνος, η τραγικότητα απουσιάζουν περίπου από το 1968 ως και σήμερα από τον κόσμο των εικόνων του. Η πολύχρονη ζωγραφική περιπέτειά του κρύβει τα δικά της μυστικά και ο Αλέκος Φασιανός μπροστά στον μισοτελειωμένο τελευταίο πίνακά του «Ο θησαυρός των Δελφών» άρχισε να ξετυλίγει τον μίτο της ιστορίας του.


­ Είναι αλήθεια ότι ζωγραφίζατε από πολύ μικρός και ότι επίμονα θέλατε να γίνετε ζωγράφος;


«Ναι. Ζωγράφιζα από τα πέντε μου χρόνια μάχες, ζώα και πρόσωπα από την οικογένειά μου. Πολλά έργα και σχέδια βγαλμένα από την παρατήρηση. Μετά ήρθε η κατοχή και ο εμφύλιος πόλεμος που με επηρέασε πολύ. Ζωγράφισα έργα με τανκς και ανθρώπους με οβάλ κεφάλια παρουσιάζοντας τη φρίκη και την κακία. Δεν μπορείς να ζωγραφίσεις κάτι που δεν έχεις γνωρίσει. Επίσης στο Παρίσι πέρασα μια τραγική περίοδο δημιουργώντας ανθρώπους με οβάλ κεφάλια και μύγες πάνω στη γλώσσα τους. Ζούσα τότε σε ένα μικρό δωματιάκι χωρίς παράθυρα στους τοίχους παρά μόνο με ένα στο ταβάνι όπου ανέβαινα σε μια καρέκλα και έβγαζα έξω το κεφάλι μου για να δω το Παρίσι. Ολη αυτή η δυσκολία, να πας σε μια μεγάλη πόλη άγνωστος μεταξύ αγνώστων, με έκανε ίσως να κάνω τέτοια έργα. Ηταν όμως καλά, γλαφυρά. Αργότερα άρχισαν να γίνονται πιο γλαφυρά, είχε περάσει πλέον η δικτατορία. Ζωγράφιζα γυναίκες να κάθονται σε ωραία δωμάτια δουλεμένες με μεγαλύτερη πλαστικότητα. Προσπαθούσα να κάνω σκηνές πιο πραγματιστικές, να φύγω από τη σκιά».


­ Αληθεύει η φήμη ότι θεωρείτε τους πίνακες της πρώτης περιόδου σας τη σημαντικότερη στιγμή της δημιουργίας σας;


«Είναι σημαντικές οι στιγμές που έκανα τους ποδηλάτες με το επίπεδο χρώμα. Επαιρνα ένα τεράστιο πινέλο και με αυτό ζωγράφιζα χωρίς να κάνω σχέδιο από πριν. Μετά αισθάνθηκα την ανάγκη να σχεδιάζω γιατί γινόταν πιο πολύπλοκο. Μπορούμε να πούμε ότι ήταν η αρχαϊκή περίοδός μου, περίπου από τα 18 ως τα 30 μου χρόνια. Μετά μπαίνω σε μια άλλη φάση και βασίζομαι περισσότερο στην πραγματικότητα».


­ Ποιες πλαστικές διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στα έργα της πρώτης περιόδου και στις μετέπειτα κατακτήσεις σας;


«Η αρχική έμπνευση του ζωγράφου είναι σαν τη φωτιά σε ένα τζάκι. Οταν την ανάψεις, γίνεται δυνατή και φλογώδης. Μετά αρχίζει να κατασιγαλιάζει και μπορεί να γίνει στάχτη σε μια νύχτα. Βέβαια από τη στάχτη μπορεί και πάλι να δημιουργηθεί η φωτιά. Δεν πιστεύω ότι κάνεις καλύτερα ή χειρότερα έργα με την πάροδο του χρόνου, απλά η έκφρασή σου αλλάζει. Βέβαια αυτά που κάνεις στην αρχή είναι πιο μαγικά γιατί βλέπεις τον κόσμο για πρώτη φορά όπως ένα παιδί που μεγαλώνει και το οποίο βλέποντας ένα τραπέζι το θεωρεί τεράστιο. Οταν πρωτοανακαλύπτεις τη ζωγραφική, είναι σαν ένα πρώτο είδωμα και είναι πολύ δυνατό. Μετά το πρώτο είδωμα μπορεί να γίνουν μερικά έργα που να μοιάζουν με τις πρώτες εμπνεύσεις του έργου. Μετά πάλι χρειάζεται μια άλλη έμπνευση. Η διαφορά είναι ότι θέλεις να δείξεις πως έχεις ικανότητες περισσότερες από την αρχαϊκότητα της πρώτης φοράς και μπορεί το έργο να γίνει πιο γλαφυρό με πιο πολλές αναζητήσεις, όπως έκανε ο Τσαρούχης με τα έργα που τα έλεγαν κλασικά. Οταν τα ξαναείδα, δεν τα βρήκα κλασικά αλλά πρωτοποριακά και αδρά. Δεν ξέρω γιατί τα εντάσσουν σε μια περίοδο κλασική ή αναγεννησιακή. Ηταν τελείως δική του και αδρή».


­ Η ικανότητα από ποιες αρετές ορίζεται;


«Πιστεύω ότι περνώντας τα χρόνια ο ζωγράφος αποκτά μια δεξιοτεχνία όπως ένας βιολονίστας ο οποίος μπορεί να παίζει χωρίς να κοιτάζει τις χορδές ή όπως ένας ακροβάτης ο οποίος, ενώ περπατάει πάνω στο τεντωμένο σχοινί, μοιάζει σαν να είναι στον δρόμο. Κάνεις προσπάθεια για να μάθεις να περπατάς, να ισορροπείς, όπως και όταν κάνεις ποδήλατο στην αρχή πέφτεις και μετά κάνεις χωρίς χέρια. Είναι δεξιοτεχνία. Εγώ βέβαια προτιμώ την προσπάθεια που γίνεται και ο κόσμος να βλέπει τον αγώνα που κάνεις. Ενα έργο π.χ. δεξιοτεχνικό δεν είναι ολκής γιατί φαίνεται περισσότερο ο τρόπος του».


­ Εκτός από τον Τσαρούχη, ποιους άλλους ομοτέχνους σας εκτιμάτε;


«Τον Διαμαντόπουλο, τον Θεόφιλο και τον Μόραλη από τους ζώντες, ο οποίος ήταν και καθηγητής μου στη Σχολή Καλών Τεχνών. Στον Μόραλη μου αρέσει πολύ ο τρόπος με τον οποίο συλλαμβάνει τα σχήματα. Εχει μια μανία και ένα σκοπό στο πώς θα σχηματοποιήσει αυτό που βλέπει».


­ Ποια είναι η άποψή σας για τη σύγχρονη ελληνική τέχνη;


«Υπάρχει αλλά είναι λίγη. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες μιμούνται ή ακολουθούν ρεύματα του εξωτερικού γιατί τα θεωρούν σπουδαία. Ο καλλιτέχνης πρέπει να εμπνέεται από τον τόπο που ζει».


­ Πώς θα χαρακτηρίζατε την πρώτη ενότητα της δουλειάς σας;


«Αρχαϊκή. Πέρασα όλες τις φάσεις της αρχαίας ελληνικής τέχνης: προϊστορική, αρχαϊκή, κλασική. Ακόμη δεν έχω φθάσει στην ελληνιστική περίοδο. Σήμερα γνωρίζουμε πώς γίνεται ένα έργο αρχαϊκό ή κλασικό. Εμείς δεν ανακαλύπτουμε τη ζωγραφική αλλά μεταχειριζόμαστε αυτά που έχουν ανακαλυφθεί. Εγώ βέβαια θέλω να δημιουργώ ως αυτοδίδακτος, να μην ακολουθώ κανόνες».


­ Πώς αισθάνεστε όταν αρχίζετε τη δημιουργική διαδικασία ενός έργου σας;


«Αισθάνομαι σαν τη μέλισσα που φτιάχνει την κερήθρα της ενστικτωδώς».


­ Σας είναι εύκολο να θυμηθείτε πόσα έργα έχετε ζωγραφίσει;


«Θα πρέπει να έχω κάνει 4.000 έργα ως σήμερα και 1.000 χαρακτικά. Επίσης έχω καταστρέψει περίπου 50 έργα».


­ Υπάρχουν μυστικά στην τεχνική σας;


«Βέβαια και υπάρχουν. Τα λέω όμως σε όλους, όπως ο Περικλής ο οποίος, εκτός από το φιλοκαλούμεν μετ΄ ευτελείας, λέει ότι και ωραία σπίτια έχουμε αλλά και γνώσεις. Εμείς δεν μιμούμεθα κανέναν αλλά δημιουργούμε χωρίς να εμποδίζουμε κανέναν να τα μάθει».


­ Ποια είναι τα μυστικά σας;


«Δεν είναι μυστικά. Είναι η γνώση. Διάφοροι τρόποι και τεχνικές τις οποίες μπορώ να υποδείξω σε ένα ζωγράφο που αρχίζει για να φθάσει στον δρόμο του πιο εύκολα».


­ Εσείς πώς μάθατε να ζωγραφίζετε;


«Για να μάθεις σημαίνει ότι πρέπει να αποκτήσεις τη γνώση όλων των πραγμάτων. Πρέπει να ξέρεις απ΄ έξω πώς είναι π.χ. η άρθρωση του χεριού, μια μέλισσα ή μια ακρίδα. Να μη χρειάζεται να τα βλέπεις. Να σχεδιάζεις αυτόματα. Με ενοχλεί να κοιτάζω μια το μοντέλο και μια το χαρτί. Θέλω να κοιτάζω μόνο στο χαρτί και να αναζητώ τη γνώση».


­ Ο μύθος και ο έρωτας με ποιον τρόπο συνυφαίνονται στη δουλειά σας;


«Ο μύθος μάς ελευθερώνει από την καθημερινότητα. Πετάμε στον αέρα και σαν πουλιά πλανιόμαστε. Οταν βλέπω ένα ζευγάρι σε ποδήλατο με τη γραβάτα του ποδηλάτη να ανεμίζει, στο μυαλό μου μετασχηματίζω την εικόνα σε Πήγασο. Ο μύθος είναι αναγκαίος στην εποχή μας. Ο κόσμος θέλει να πετάξει και να ελευθερωθεί στα ουράνια γιατί δεν αντέχει πια τη σκληρή πραγματικότητα».


­ Πώς αντιμετωπίζετε και πώς αξιολογείτε την τωρινή σας έκθεση στους Δελφούς;


«Αισθάνομαι μεγάλη συγκίνηση γι’ αυτή την έκθεση επειδή με συνδέει με τους μεγάλους ζωγράφους της αρχαιότητας, όπως π.χ. με τον Πολύγνωτο. Ο Πολύγνωτος έχει ζωγραφίσει την κάθοδο του Οδυσσέα στον Αδη. Μοναδικό έργο που παριστάνει το μαρτύριο των πληγωμένων ανθρώπων. Το δελφικό περιβάλλον με ελκύει πάντα αφάνταστα. Δεν πρόκειται για μια τυποποιημένη έκθεση όπως σε κάποια γκαλερί. Είναι μια έκθεση ολκής με έργα που ανήκουν σε συλλέκτες και τα οποία δεν γνωρίζει ο κόσμος. Είναι λοιπόν μια μεγάλη ευκαιρία μαζί με τους θεατές να τα δω και εγώ πάλι γιατί πρόκειται για μια αντιπροσωπευτική ολοκλήρωση του ζωγραφικού μου κόσμου».


Η έκθεση «Αλέκος Φασιανός. Ανθρωποκεντρική Ζωγραφική 1960-1998» θα εγκαινιασθεί το Σάββατο 3 Οκτωβρίου 1998, στις 19.30, στους Δελφούς με την παρουσία της προέδρου τού ΔΣ του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών, πρυτάνεως Ελένης Γλύκατζη-Αρβελέρ. Η είσοδος είναι ελεύθερη για το κοινό.