Ο Λουκάς Χατζηιωάννου γεννήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου του 1927 στο χωριό Πεδουλάς της Κύπρου, όπου και τέλειωσε το Κολλέγιο. Ασχολήθηκε με το εμπόριο και αναπτύχθηκε επιχειρηματικά στη Σαουδική Αραβία. Από το 1968 μπαίνει στο χώρο των τάνκερ και γίνεται «βασιλιάς», έχοντας τον μεγαλύτερο ιδιωτικό στόλο του κόσμου. Είναι παντρεμένος και έχει τρία παιδιά: τον Πόλυ, ο οποίος ασχολείται με τη ναυτιλία και την αγορά ακινήτων, τον Στέλιο, ο οποίος στα 22 του χρόνια χαράζει τον δικό του δρόμο στη ναυτιλία και στις αερομεταφορές, και την Κλέλια, η οποία ασχολείται με τον τραπεζικό χώρο.


Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ που απεκλήθη «βασιλιάς των τάνκερ», ο κ. Λουκάς Χατζηιωάννου, ήταν το πρώτο παιδί μιας οικογένειας η οποία δεν είχε καμία σχέση με τη θάλασσα. Ο παππούς του ήταν «εφοπλιστής ξηράς», αφού είχε καραβάνια με καμήλες που έκαναν μεταφορές. Οι γονείς του ήταν μια ευκατάστατη εμπορική οικογένεια στον Πεδουλά της Κύπρου. Εκαναν 12 παιδιά, από τα οποία σήμερα ζουν τα εννέα. Ο Λουκάς όταν μεγάλωσε ήθελε να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα, αλλά από ένα… λάθος εγγραφής του στο Ληξιαρχείο τον έκοψαν! Είχαν γράψει ότι γεννήθηκε την ημερομηνία της βάφτισής του και όχι της πραγματικής γέννησής του. Από αυτό το λάθος επέπρωτο να δημιουργηθεί ένας από τους πλουσιότερους Ελληνες!


Με λύπη για την ατυχία του, άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο. Πήγε υπάλληλος σε έναν θείο του που εμπορευόταν υφάσματα. Λίγοι μήνες ήταν αρκετοί για να διαπιστώσει πως με το εμπόριο μπορούσε να βγάλει εύκολα χρήματα. Ετσι, από υπάλληλος αποφάσισε να γίνει αφεντικό.


Το 1946 βρήκε δουλειά σε άλλον έμπορο που ασχολούνταν με το γενικό εμπόριο. Τακτοποίησε τα βιβλία της επιχείρησης κατά τον καλύτερο τρόπο και κέρδισε την εμπιστοσύνη του αφεντικού του. Το 1947 ένας θείος του που είχε πλουτίσει στο Κάιρο στέλνει στην οικογένεια μια παρτίδα δέρματα και λάστιχα αυτοκινήτων, απομεινάρια του στρατού, με σκοπό να αναστήσουν το μαγαζί του παππού στη Λευκωσία. Οπως και έγινε. Το άνοιξαν, και ο πατέρας του, παίρνοντας εμπόρευμα από τον γιο, άνοιξε μαγαζί στη Λεμεσό. Αυτή η δουλειά κράτησε πέντε χρόνια.


«Είμαστε από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Κύπρου, αλλά τα κέρδη ήταν ελάχιστα, και μάλιστα ήμουν χρεωμένος. Ετσι, όταν ο θείος μου ήρθε να μας δει στην Κύπρο, του ζήτησα, αν υπήρχε, δουλειά στην Αφρική», θυμάται. Υστερα από έξι μήνες, ο θείος του τού πρότεινε να πάει στη Σαουδική Αραβία και να ασχοληθεί με το γενικό εμπόριο. Είχε εκεί φίλους, έναν καλό έμπορο και έναν πρίγκιπα, αλλά συγχρόνως του περιέγραψε με μελανά χρώματα τον τρόπο ζωής: «Δεν θα βρεις ούτε καφενείο να καθήσεις και τα ωραία κοστουμάκια που έχεις θα πρέπει να τα ξεχάσεις». Ο Λουκάς Χατζηιωάννου όμως είχε ραντεβού με τη μοίρα του και αποφάσισε να πάει.


Μαζί με τον θείο του έφτιαξαν βυρσοδεψείο και υποδηματοποιείο, υπολογίζοντας στα δέρματα αρνιών που άφηναν οι προσκυνητές της Μέκκας. «Είναι περί τους 100.000 και καθένας είναι υποχρεωμένος να σφάξει ένα αρνί, να το ψήσει και να δώσει στον κόσμο να φάει. Τα δέρματα τα θάβουν στη γη. Εμείς θα τα αγοράζουμε και θα στήσουμε τη δουλειά», του είπε. Οταν πέθανε ο θείος του από καρδιακή προσβολή, η περιουσία μοιράστηκε στον πατέρα του και στα έξι αδέλφια του. Σε εκείνον δεν έμεινε παρά ένα νεκρό εμπόρευμα. Του έδωσαν μόνο 1.200 λίρες για τον ενάμιση χρόνο που είχε εκεί ως μέτοχος. «Ο υπάλληλος που είχα πήρε περισσότερα», αναφέρει χαρακτηριστικά.


Ο Λουκάς Χατζηιωάννου δεν δέχθηκε να συνεχίσει με διευθυντή πάνω από το κεφάλι του. Είχε δεχθεί τις σκληρές συνθήκες της Σαουδικής Αραβίας με την προϋπόθεση ότι θα ήταν μέτοχος. Ο καφές που έπινε κάθε πρωί με τον πρίγκιπα της χώρας και οι φιλίες που είχε συνάψει στο μεταξύ με υπουργούς της χώρας τον βοήθησαν. «Ημουν ο μόνος ξένος που πήρε βασιλική άδεια για να κάνει δουλειά στο όνομά του», εξηγεί.


Ετσι, ξεκίνησε μόνος του πια, σε ένα μικρό γραφείο. «Μέρος της ζωής μου ήταν κάθε ημέρα να ακούω το BBC στα ελληνικά. Εκεί άκουσα και μια είδηση από την Αθήνα, σύμφωνα με την οποία οι τσιμεντοβιομηχανίες Τιτάν και ΑΓΕΤ ζητούσαν να κάνουν εξαγωγές τσιμέντου. Με πήγαν στον Τσάτσο και με συνέστησαν ως «τον κύριο Χατζηιωάννου, τον αλληλογραφούντα διά τηλεγραφημάτων». Τι να έκανα, έναν υπάλληλο είχα, έστελνα τηλεγραφήματα ζητώντας δουλειές. Μου ζήτησαν να τους ξεκαθαρίσω και μια ναυτιλιακή υπόθεση. Ιδέα δεν είχα από ναυτιλιακά, αλλά το σχολείο μας στον Πεδουλά ήταν ένα μικρό πανεπιστήμιο. Εκανε εμπορικά μαθήματα επιπέδου Ανωτάτης Εμπορικής. Αυτά με βοήθησαν να δώσω λύση στο πρόβλημα. Ο Τσάτσος με ρώτησε: «Πού σπουδάσατε εμπορικά, στην Ανωτάτη Εμπορική ή στο Λονδίνο; » «Στο πεντατάξιο πανεπιστήμιο του Πεδουλά», του απάντησα. Ναυτιλιακά έμαθα αργότερα. Οταν έκανα ναυτιλιακό πρακτορείο για την εξυπηρέτηση των πλοίων που έφερναν το τσιμέντο, σαν καλός μαθητής, πήρα δύο φορτωτικές για τα προϊόντα που εισήγαγα και έμαθα όλους τους όρους που αναγράφονται σε αυτές. Αν τους ξέρεις, γνωρίζεις τη ναυτιλία όλη», λέει.


Γίνεται λοιπόν ναυτιλιακός πράκτορας και σημειώνει ρεκόρ. Το 1948 είχε ναυλώσει μια ανεμότρατα και το 1952 είχε το 50% σε ένα αλιευτικό, τώρα ήταν καιρός να αγοράσει το πρώτο δικό του καράβι.


Το 1958 πήρε πάμφθηνα ένα «Λίμπερτι»: 42.000 λίρες. Σε έξι μήνες είχε τρία καράβια της ίδιας κατηγορίας. Σιγά σιγά έγινε υπολογίσιμος εφοπλιστής, με πέντε καράβια στην ιδιοκτησία του.


Οταν τα «Λίμπερτι» ξεπεράστηκαν, ασχολήθηκε με επιβατηγά. Ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος και οι μόνοι κερδισμένοι ήταν οι πράκτορες, όπως λέει. Το 1968 διαλύει την εταιρεία. Τα φορτηγά ήταν ακριβά, αλλά οι τιμές των τάνκερ πεσμένες. Πήρε λοιπόν το πρώτο του τάνκερ για να μεταφέρει αρχικά σιτάρια. Από τότε και ως το 1982 έγινε ο βασιλιάς των τάνκερ. Η οικογένεια Χατζηιωάννου έχει τώρα 35 τάνκερ.


Ο Λουκάς Χατζηιωάννου ετοιμάζεται στις 18 Οκτωβρίου, την ημέρα της γιορτής του, να γιορτάσει το «χρυσό ιωβηλαίο» του στη ναυτιλία. «Το χωριό μου, ο Πεδουλάς», λέει, «έβγαλε 38 σπουδασμένους εκατομμυριούχους. Εγώ είμαι ο 39ος. Και επειδή θέλω η παράδοση να συνεχιστεί, θα δημιουργήσω στον Πεδουλά ένα πανεπιστήμιο επιπέδου Οξφόρδης».


Οταν είδε τον θείο του να ψυχορραγεί από καρδιακή προσβολή, υποσχέθηκε στον εαυτό του να βοηθήσει την καρδιολογία με όλες τις δυνάμεις του. Δημιούργησε λοιπόν την Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία, η οποία έχει μέλη κορυφαίους καρδιολόγους, και ως σήμερα την έχει χρηματοδοτήσει με περισσότερα από πέντε εκατ. δολάρια.


Ο Λουκάς Χατζηιωάννου σήμερα δεν ασχολείται παρά με τη ναυτιλία, τα τάνκερ: «Η μητέρα μου μου είχε πει πως κάτω από το ίδιο καπέλο δεν χωρούν δύο κεφάλια». Τις επιχειρήσεις ξηράς τις έχει αφήσει στα αδέλφια του και τα πλοία στα παιδιά του. Εκείνος δεν σταματά να διαπραγματεύεται νέες αγορές.


«Η ναυτιλία είναι σαν τα κύματα», λέει ο κ. Λουκάς Χατζηιωάννου, «μία πάνω, μία κάτω. Σήμερα, τα φορτηγά είναι πεσμένα, τα τάνκερ επιπλέουν. Ο 21ος αιώνας είναι μακριά. Η ναυτιλία κάθε ένα-ενάμιση χρόνο κάνει… κύμα! Το κακό είναι πως ενώ η επίσημη Ελλάδα ξέρει τη δύναμη της ναυτιλίας, δεν ξέρει πώς να την εκμεταλλευθεί. Το υπουργείο Ναυτιλίας δεν έχει καμία σχέση με τον εφοπλισμό. Θα έπρεπε να συγχωνευθεί με το υπουργείο Εργασίας. Αν η Ελλάδα ενδιαφερόταν για τη ναυτιλία, θα έπρεπε να αντιγράψει τη σχετική νομοθεσία της Νορβηγίας. Αμφιβάλλω αν διαθέτουμε σήμερα περισσότερους από 4.000 ναυτικούς. Είναι πανάξιοι και μπορούν να βρουν δουλειά. Δεν έχουν ανάγκη την προστασία του υπουργείου. Με την τακτική που ακολουθείται, ο ελληνικός λαός, στο σύνολό του, χάνει τα πλεονεκτήματα από τη μόνη μεγάλη οικονομική του δύναμη: τη ναυτιλία».