Δεν είμαστε μακριά από την πίστη ότι η φωτιά είναι το πρώτο αντικείμενο, το πρώτο φαινόμενο για το οποίο το ανθρώπινο πνεύμα σκέφθηκε. Ανάμεσα σε όλα τα φαινόμενα μόνο η φωτιά αξίζει για τον προϊστορικό άνθρωπο την επιθυμία να το γνωρίσει…


Gaston Bachelard:


«Η ψυχανάλυση της φωτιάς»


Αν παρακολουθήσει κάποιος συστηματικά τα μέσα μαζικής επικοινωνίας στη συνήθως νεκρή από ειδησεογραφική άποψη θερινή περίοδο, μπορεί να αποκτήσει αρκετές γνώσεις για τις δασικές πυρκαϊές, οι οποίες θεωρούνται μία από τις κυριότερες φυσικές καταστροφές, ιδιαίτερα στη χώρα μας. Υπάρχει όμως μεγάλη πιθανότητα ο πολίτης να σχηματίσει και μια στρεβλή εικόνα της πραγματικότητας, αφού είναι γεγονός ότι τέτοιου είδους προβλήματα δεν λύνονται με δηλώσεις «εν θερμώ» που, αν δεν οφείλονται σε σύγχυση, πολλές φορές υποκρύπτουν πολιτικές και άλλου είδους σκοπιμότητες.


Σε παγκόσμια κλίμακα οι δασικές πυρκαϊές αποτελούν μία από τις σημαντικότερες απειλές του φυσικού περιβάλλοντος. Στη διάρκεια του 1998, έχουν καεί μέχρι στιγμής στην Ινδονησία 20.000 τ. χλμ. δασικών εκτάσεων, στον Καναδά 4.000 τ. χλμ., στο Μεξικό 4.000, στην Κεντρική Αμερική 5.500, ενώ στη Βραζιλία οι καμένες εκτάσεις ανήλθαν στα 52.000 τ. χλμ., δηλαδή 52 εκατ. στρέμματα!


Το φυσικό περιβάλλον και οι κλιματολογικές συνθήκες της χώρας μας ευνοούν ιδιαίτερα την εκδήλωση και την εξάπλωση των δασικών πυρκαϊών. Εχουμε συνήθως ξηρό και θερμό καλοκαίρι, με περιοδικούς ανέμους και ένα ιδιόμορφο ανώμαλο τοπογραφικό ανάγλυφο, με εύφλεκτη βλάστηση μεσογειακού τύπου. Η δραματική μείωση των ορεινών και παραδασόβιων πληθυσμών, ο μικρός αριθμός παραγωγικών δασών, η ανυπαρξία δασικού κτηματολογίου, η αυθαίρετη δόμηση είναι μερικές από τις γνωστές αιτίες της έξαρσης των δασικών πυρκαϊών στην Ελλάδα. Ετσι φθάσαμε στη θλιβερή διάκριση να έχουμε τη μεγαλύτερη κατά μέσο όρο καιγόμενη έκταση ανά πυρκαϊά στην Ευρώπη (393 στρέμματα ανά πυρκαϊά), αν και υπάρχουν κάποιες επιφυλάξεις για τον τρόπο συλλογής των στατιστικών στοιχείων. Αυτό το μέγεθος χρησιμοποιείται συνήθως και ως δείκτης αποτελεσματικότητας των δασοπυροσβεστικών επιχειρήσεων.


Το δάσος και το περιβάλλον αποτελούν κοινωνικό αγαθό, το οποίο σε μια σύγχρονη ευνομούμενη πολιτεία είναι αντικείμενο προστασίας από το κράτος. Θα πρέπει όμως οι πολίτες να ενημερωθούν και να κατανοήσουν ότι υπάρχει κάποιο όριο στο θέμα της ασφάλειας έναντι των φυσικών και τεχνολογικών κινδύνων. Η ίδια η κοινωνία με τα συντεταγμένα όργανά της οροθετεί ένα «αποδεκτό επίπεδο» ασφάλειας, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες, την κουλτούρα και την ιεράρχηση των διαφόρων εθνικών αναγκών. Απόλυτη ασφάλεια δεν είναι δυνατόν να υπάρξει, όσα μέτρα και αν ληφθούν και όσοι οικονομικοί πόροι και αν διατεθούν. Σε θέματα ασφάλειας είναι αποδεδειγμένο ότι από ένα βέλτιστο σημείο και πάνω η αύξηση της δαπάνης προστασίας ελάχιστα αυξάνει το επίπεδο ασφάλειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ΗΠΑ, όπου παρά τους πόρους, παρά την αναπτυγμένη τεχνολογία, το κόστος των φυσικών καταστροφών (πυρκαϊές, σεισμοί κλπ.) παραμένει σε υψηλά μεγέθη.


Η σύγχρονη παγκόσμια τάση σχετικά με την αντιμετώπιση των πάσης φύσεως κινδύνων συνίσταται στην υποχρέωση της Πολιτείας να μεριμνά για την ασφάλεια της ζωής και τη σωματική ακεραιότητα των πολιτών, καθώς και για την προστασία του περιβάλλοντος και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η προστασία της ιδιωτικής περιουσίας αφήνεται πλέον στη μέριμνα των ιδιοκτητών και των χρηστών. Η άποψη αυτή ­ όσο και αν φαίνεται περίεργο ­ θεωρείται άκρως δημοκρατική. Δεν μπορεί π.χ. ο συνταξιούχος του εισοδήματος των 50.000 δραχμών να συνεισφέρει διά των κρατικών δαπανών στην προστασία μιας πολυτελούς ή και αυθαίρετης εξοχικής κατοικίας, που απολαμβάνει τα αγαθά του δάσους.


Φυσικά και είναι ψευδοπρόβλημα το θέμα της αρμοδιότητας μεταξύ Δασικής και Πυροσβεστικής Υπηρεσίας. Αρμόδιος είναι εκείνος που γνωρίζει καλά ή μπορεί να μάθει γρήγορα και καλά και έχει την ικανότητα να αποδίδει, κάνοντας σωστά τη δουλειά του, εφόσον φυσικά του παρέχονται τα απαραίτητα μέσα και διασφαλίζονται κάποιες βασικές προϋποθέσεις. Είναι γεγονός πάντως ότι η Πυροσβεστική Υπηρεσία στη χώρα μας επιδιώκει συστηματικά την επέκταση των αρμοδιοτήτων της και στις αστικές και στις δασικές πυρκαϊές, ενώ ίσως θα έπρεπε να κάνει οικονομία δυναμικού και να περιοριστεί στο κατασταλτικό της έργο, το οποίο είναι πολύ σημαντικό και απαιτητικό. Είναι πραγματικά περιττή και ασυγχώρητη πολυτέλεια να ασχολείται η πολιτική ηγεσία τόσο καιρό για το ποιος είναι «ο καθ’ ύλην» αρμόδιος και να μη βρίσκει τρόπους συστράτευσης του συνολικού δυναμικού στη χώρα μας.


Και φυσικά δεν μπορεί να αγνοούνται οι ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάκτυλα του ενός χεριού, ειδικοί στις δασικές πυρκαϊές επιστήμονες. Σήμερα ο κλάδος της Επιστήμης και Τεχνολογίας της Φωτιάς (Fire Science and Technology) είναι ένας αυτόνομος επιστημονικός κλάδος και υπάρχουν πανεπιστήμια που δίνουν βασικό δίπλωμα fire engineer («πυρομηχανικού ­ πυρκαλιολόγου»). Ενα ινστιτούτο ή και ένας οργανισμός πυροπροστασίας, ανάλογα με αυτά που λειτουργούν για την αντισεισμική προστασία και έρευνα (ΙΤΣΑΚ – ΟΑΣΠ), είναι πια καιρός να ιδρυθούν στη χώρα μας. Θα ασχολούνται με τον βραχυπρόθεσμο και τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της προστασίας, καθώς και με άλλα ζητήματα έρευνας και πρότυπων δοκιμών για τις αστικές και τις δασικές πυρκαϊές, ενώ θα πρέπει να στελεχωθούν από ειδικούς επιστήμονες και προσωπικό με αποκλειστική απασχόληση. Είναι ολέθριο σφάλμα, πρωτοφανές σε παγκόσμια κλίμακα, να προχωρήσει η επιχειρούμενη ίδρυση Ινστιτούτου Πυρομηχανικής από την Πυροσβεστική Υπηρεσία (προϋπολογισμού άνω των 2 δισ. δρχ.), ενός ακόμη θνησιγενούς δημόσιου φορέα, με χαρακτήρα μάλιστα Τμήματος Δημόσιας Τάξης, όπου ο διευθυντής (αρχηγός της Πυροσβεστικής) θα μετακινείται όχι μόνο με την αλλαγή της κυβέρνησης, αλλά και με τυχόν αλλαγή του αρμόδιου υπουργού.


Οι δασικές πυρκαϊές δεν είναι δυνατόν να εκλείψουν από τη χώρα μας. Μπορούν όμως να αντιμετωπιστούν οπωσδήποτε πιο αποτελεσματικά από ό,τι ως σήμερα. Απαιτείται ορθολογισμός, εκσυγχρονισμός των κρατικών μηχανισμών, ανάληψη βασικών ευθυνών από την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τους ίδιους τους πολίτες, χρήση της επιστήμης και της διεθνούς εμπειρίας, προσαρμοσμένης στις ελληνικές συνθήκες, αλλά προπαντός χαμηλότεροι τόνοι και λιγότερος πολιτικάντικος λαϊκισμός.


Ο κ. Κυριάκος Παπαϊωάννου είναι μηχανικός, καθηγητής της Οικοδομικής και της Πυροπροστασίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.