Η ΕΕ παραμένει σήμερα έντονα προσδιορισμένη από την οικονομική της διάσταση. Για να μπορέσει να ενισχύσει τις δυνατότητές της στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, η διευρυμένη ΕΕ θα πρέπει να υιοθετήσει προοδευτικά μια ολοκληρωμένη προσέγγιση των διεθνών σχέσεων.


Προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να συμβάλει η ενεργοποίηση τόσο των μέσων της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ) όσο και των επιχειρησιακών δυνατοτήτων της Δυτικοευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) για τις νέες αποστολές που συμπεριελήφθησαν στη Συνθήκη του Αμστερνταμ. «Τα μέσα που επελέγησαν, στο πλαίσιο της νέας Συνθήκης της ΕΕ, για τη χάραξη και την υλοποίηση της ΚΕΠΠΑ, θα επιτρέψουν την ενίσχυση της συνεκτικότητας και της συνέχειας στις εξωτερικές ενέργειες», σημειώνει η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο Πρόγραμμα Δράσης 2000.


Μόνο αν η ΕΕ αποκτήσει προοδευτικά τη δυνατότητα να λαμβάνει αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής που να συνεπάγονται και τη χρήση στρατιωτικών μέσων, θα είναι αξιόπιστες οι εξωτερικές ενέργειες της Ενωσης, υποστηρίζει η Επιτροπή και προτρέπει την ΕΕ να ενισχύσει τα επιχειρησιακά μέσα της ΔΕΕ, «και τούτο τόσο για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των νέων αποστολών που προβλέπονται στη Συνθήκη του Αμστερνταμ όσο και για να επιτευχθεί όσον αφορά τη ΔΕΕ μια πορεία εντασσόμενη ολοένα και περισσότερο στην ανάπτυξη της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ενωσης».


Η έννοια της ευρωπαϊκής ασφάλειας συνδέεται σήμερα: α) με το ΝΑΤΟ, η δομική μεταρρύθμιση του οποίου επιτρέπει πλέον στους Ευρωπαίους να αναλαμβάνουν περισσότερες πρωτοβουλίες στους τομείς της ασφάλειας και της άμυνας, και β) με την ΕΕ, η οποία, μέσω της εφαρμογής της ΚΕΠΠΑ, θα μπορεί πλέον να αντιδρά ταχύτατα σε περιπτώσεις κρίσεων και με τη ΔΕΕ, η οποία θα αναλαμβάνει τον πολιτικο-στρατιωτικό έλεγχο ορισμένων επιχειρήσεων. Οπως διαπιστώθηκε και στη Σύνοδο Υπουργών της ΔΕΕ στη Ρόδο στις 11 και 12 Μαΐου του 1998, έχουν γίνει θετικά βήματα προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης του ρόλου της ΔΕΕ στην Κοινή Ευρωπαϊκή Ασφάλεια.


Η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στις εργασίες για την επιχειρησιακή ανάπτυξη της ΔΕΕ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους άξονες που χάραξαν οι αποφάσεις της ΕΕ στο Αμστερνταμ και του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη. Η νέα διεύρυνση της ΕΕ αλλά και αυτή του ΝΑΤΟ, η εφαρμογή της πρωτοβουλίας των CJTE (Συνδυασμένες Μεικτές Δυνάμεις) και το μέλλον της ΚΕΠΠΑ, αποτελούν το νέο πλαίσιο εξελίξεων, οι οποίες αναμένεται να επηρεάσουν μελλοντικά την υπόσταση της ΔΕΕ, τη σύνθεσή της και τις δραστηριότητές της, τόσο πολιτικά όσο και στρατιωτικά.


Το ζητούμενο σήμερα είναι αν η ΔΕΕ θα μπορέσει να αποτελέσει σύντομα έναν αξιόπιστο μηχανισμό, ο οποίος με τα κατάλληλα μέσα και την κατάλληλη υποδομή θα μπορεί να αναλαμβάνει δράση για την αντιμετώπιση κρίσεων. Στο σημερινό πλαίσιο, αυτό φαίνεται εφικτό, αρκεί να συνδυαστεί τόσο με τη συνεχή βελτίωση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων των επιχειρησιακών της ΔΕΕ όσο και με την περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεων της ΔΕΕ με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ.


Στο κατώφλι του 21ου αιώνα η Ελλάδα μπορεί να χαρακτηριστεί ­ χωρίς επιφυλάξεις ­ χώρα δημοκρατική, διεθνιστική, υπερασπιστής του εδαφικού status quo στην περιοχή της και θιασώτης της ελεύθερης αγοράς και οικονομίας, με ευαισθησία στις αρχές του κοινωνικού κράτους.


Μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της Δυτικοευρωπαϊκής Ενωσης και του ΝΑΤΟ, η χώρα μας έχει συνδέσει το μέλλον της θεσμικά και πολιτικά με μια ομάδα αναπτυγμένων οικονομιών και εδραιωμένων δημοκρατιών. Ευρισκόμενη όμως σ’ ένα ευαίσθητο στρατηγικό τμήμα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, η Ελλάδα γειτονεύει με τις ασταθείς περιοχές των Βαλκανίων και της Μεσογείου και αντιμετωπίζει μια ουσιαστική απειλή από τη γειτονική τους Τουρκία.


Η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει να συμμετέχει ενεργά και δραστήρια στη διαμόρφωση των αποφάσεων στα διεθνή fora και να προβάλει τον ρόλο που επιδιώκει να παίξει. Μόνο με τον τρόπο αυτό θα αυξήσει τα ερείσματά της και θα ενισχύσει τη διεθνή παρουσία της. Δεν αρκεί σήμερα η απλή συμμετοχή της χώρας μας σε έναν συνασπισμό (π.χ. ΝΑΤΟ ή ΕΕ). Είναι απαραίτητη η ενεργητική συμμετοχή σε αυτόν, καθώς και η ανάπτυξη πρωτοβουλιών που θα δίνουν την ευκαιρία στη χώρα να ξεφεύγει από τη λογική της τυπικής παρουσίας σε μια ομάδα κρατών.


Η επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης για πιο ενεργητική εμπλοκή στο διεθνές γίγνεσθαι και οι ριζικές οικονομικές και κοινωνικές αναπροσαρμογές που προωθεί έχουν συμβάλει καθοριστικά στο να απομακρυνθεί η χώρα από την απομόνωση και τη «σκοπιανοποίηση» της εξωτερικής μας πολιτικής. Η ένταξή μας στους διεθνείς συσχετισμούς συναρτάται στενά από τον συνδυασμό μιας δυναμικής και ουσιαστικής εμπλοκής στο διεθνές σύστημα και μιας ισχυρής οικονομίας που θα στηρίζεται σε μια σύγχρονη κοινωνία, η οποία θα επαγρυπνεί για τα μεγάλα εθνικά συμφέροντα.


Σήμερα βρισκόμαστε σ’ ένα διεθνές πολιτικό σύστημα το οποίο, αφού ξεπέρασε το «σοκ» των ριζικών γεωπολιτικών και γεωοικονομικών ανακατατάξεων, αναζητεί τη νέα ισορροπία του. Αυτό λοιπόν το πολυκεντρικό σύστημα του μεταψυχροπολεμικού κόσμου απαιτεί από την Ελλάδα περισσότερες ευθύνες απ’ ό,τι στο παρελθόν.


Μπροστά στις προκλήσεις με τις οποίες μας φέρνει αντιμέτωπους η προοπτική του 21ου αιώνα, η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει σε συνολική προσέγγιση προβλημάτων, προκλήσεων και επιλογών αλλά και να επανεξετάσει ζητήματα όπως είναι: α) ο νέος διεθνής ρόλος του κράτους, β) η σχέση ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και εξωτερικής πολιτικής, γ) ο ρόλος των διεθνών θεσμών, δ) οι νέες πηγές συγκρούσεων και ε) οι νέες τεχνολογίες.


Αυτά ­ όπως και άλλα ειδικά θέματα εξωτερικής πολιτικής ­ θα πρέπει να μελετηθούν προσεκτικά, σε μια εποχή μάλιστα που η ΕΕ διευρύνει συνεχώς τις επιλογές της τόσο στο πολιτικο-διπλωματικό και οικονομικό επίπεδο όσο και στο στρατιωτικό πεδίο. Οπως δείχνουν συγκεκριμένες πρόσφατες πρωτοβουλίες, φαίνεται να ανατρέπεται το σκηνικό στην αεροναυπηγική βιομηχανία της Ευρώπης.


Ο κ. Σ. Ντάλης είναι διεθνολόγος και διετέλεσε επιστημονικός συνεργάτης της ελληνικής προεδρίας της ΔΕΕ.