Το επενδυτικό κοινό γίνεται όλο και πιο απαιτητικό για την ποιότητα της πληροφόρησης σχετικά με τα χαρακτηριστικά που αφορούν την αξιολόγηση των επενδυτικών επιλογών του. Το σημαντικότερο ίσως από αυτά είναι και ο κίνδυνός τους. Στις ανεπτυγμένες κεφαλαιαγορές, διάφοροι αξιόπιστοι οργανισμοί προσφέρουν στους πελάτες τους, μεταξύ άλλων, και στοιχεία τα οποία προσεγγίζουν τον κίνδυνο εναλλακτικών επενδύσεων όπως μετοχών, αμοιβαίων κεφαλαίων. Στην Ελλάδα η υπάρχουσα σχετική πληροφόρηση περιορίζεται στην περιγραφή των κινδύνων των μετοχικών τίτλων. Σκοπός του άρθρου αυτού είναι να παρουσιάσει πρωτότυπα εμπειρικά αποτελέσματα εκτίμησης των κινδύνων των ελληνικών αμοιβαίων κεφαλαίων.


Είναι γνωστό ότι οι βασικές διαστάσεις για τη σωστή αξιόλογηση των επενδύσεων είναι δύο: η απόδοση και ο κίνδυνος. Οι επενδυτές στο πλαίσιο της επιλογής εναλλακτικών περιουσιακών στοιχείων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη και τις δύο αυτές διαστάσεις. Η απόδοση του αμοιβαίου κεφαλαίου ορίζεται ως η διαφορά της τιμής εξαγοράς του (συμπεριλαμβανομένων και των μερισμάτων που τυχόν διανεμήθηκαν) και της τιμής διάθεσής του, διαιρούμενης με την τιμή διάθεσής του.


Με τον όρο κίνδυνο στη χρηματοοικονομική εννοούμε την αβεβαιότητα που υπάρχει για την πραγματοποίηση ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος. Στη διεθνή βιβλιογραφία για την προσέγγιση των κινδύνων των Α/Κ χρησιμοποιούνται δύο μέτρα επικινδυνότητας:


α) Ο συνολικός κίνδυνος του Α/Κ, ο οποίος προσεγγίζεται από την τυπική απόκλιση (standard deviation) των αποδόσεών του. Ας σημειωθεί ότι η τυπική απόκλιση είναι ένα στατιστικό μέτρο όπου περιγράφεται η απόκλιση των ιστορικών αποδόσεων του Α/Κ από τη μέση τιμή του. Οσο μεγαλύτερη είναι η τιμή της στατιστικής αυτής τόσο μεγαλύτερη είναι η επικινδυνότητα του Α/Κ.


β) Ο συστηματικός κίνδυνος (ή συντελεστής βήτα). Η έννοια του συντελεστή βήτα είναι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και αποτελεί ένα μέτρο της ευαισθησίας της καθαρής τιμής του Α/Κ στις μεταβολές του Γενικού Δείκτη τού υπό εξέταση χρηματιστηρίου, ο οποίος εξ ορισμού έχει συντελεστή βήτα ίσο με τη μονάδα.


Ο συντελεστής αυτός στα αμοιβαία κεφάλαια στη χώρα μας λαμβάνει τιμές πλησίον του μηδενός, ως και τιμές που υπερβαίνουν ελαφρά τη μονάδα. Στην πρώτη κατηγορία τοποθετούνται τα αμοιβαία κεφάλαια διαχειρίσεως διαθεσίμων και τα αμοιβαία κεφάλαια ομολογιών εσωτερικού, ενώ στη δεύτερη τα μετοχικά Α/Κ, τα οποία περιλαμβάνουν στα χαρτοφυλάκιά τους αξιόγραφα υψηλής επικινδυνότητας, π.χ. επιθετικές μετοχές.


Ας δούμε όμως την ερμηνεία και τη σημαντικότητα της γνώσης του συντελεστή αυτού. Ενα Α/Κ με συντελεστή βήτα 0,5 θα μεταβληθεί κατά μέσον όρο (είτε ανοδικά είτε καθοδικά) κατά 5% σε μια μεταβολή του Γενικού Δείκτη κατά 10%. Αντίθετα ένα Α/Κ με συντελεστή βήτα κοντά στη μονάδα θα συμπεριφέρεται όπως και ο Γενικός Δείκτης του ΧΑΑ. Τα Α/Κ αυτού του επιπέδου κινδύνου θα αποφέρουν σημαντικά κέρδη σε καταστάσεις όπου η αγορά χαρακτηρίζεται από συνεχή άνοδο των τιμών (Bull market), αλλά συνήθως θα υπόκεινται σε μεγάλες απώλειες, όταν η αγορά ακολουθεί πτωτική πορεία (Bear market).


Αξίζει να σημειωθεί ότι η επικινδυνότητα ενός Α/Κ εξαρτάται από τη διάρθρωση του χαρτοφυλακίου του, το είδος των μετοχών που επενδύει (επιθετικών έναντι αμυντικών ή άλλων μετοχών) και, τέλος, τη στάθμιση που ο διαχειριστής επιλέγει για τα προαναφερθέντα είδη μετοχών.


Παρά το γεγονός ότι ο συντελεστής βήτα των Α/Κ είναι δυνατόν να αλλάξει θεωρητικά βραχυπρόθεσμα, φαίνεται από αδημοσίευτες μελέτες του γράφοντος ότι για την τελευταία πενταετία η πλειονότητα των διαχειριστών των μεικτών και μετοχικών Α/Κ στην Ελλάδα ακολουθεί την ίδια περίπου πολιτική επενδύσεων. Ως εκ τούτου φαίνεται ότι οι επενδυτές μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις παρελθούσες τιμές του συντελεστή βήτα για να προβλέψουν επικινδυνότητα των Α/Κ στο άμεσο μέλλον.


Η εκτίμηση και η γνώση του συστηματικού κινδύνου των Α/Κ είναι αναγκαία για τους παρακάτω τρεις λόγους:


α) την κατανόηση της σχέσης κινδύνου – απόδοσης στην αγορά των Α/Κ,


β) την αξιολόγηση των Α/Κ και, τέλος,


γ) την επιλογή των πιο αποτελεσματικών Α/Κ.


Ισως η πιο σημαντική χρήση των συντελεστών βήτα αφορά την αξιολόγηση της επίδοσης των Α/Κ. Η αξιολόγηση των Α/Κ με βάση την επιτευχθείσα απόδοσή τους οδηγεί σε εσφαλμένα αποτελέσματα, στον βαθμό που οι αποδόσεις αυτές έχουν επιτευχθεί μέσω διαφορετικής σύνθεσης των χαρτοφυλακίων τους.


Η επιστημονική αξιολόγηση της επίδοσης των Α/Κ απαιτεί τη σύγκριση της απόδοσης των Α/Κ σε ανά μονάδα κίνδυνο που αυτά ενσωματώνουν (Return per unit of risk). Για τους επενδυτές οι οποίοι είναι σε θέση να προβλέπουν τη μελλοντική πορεία της χρηματιστηριακής αγοράς η γνώση των κινδύνων αλλά και της επίδοσης των αμοιβαίων κεφαλαίων τούς επιτρέπει να επιλέξουν το καταλληλότερο και να μεγιστοποιήσουν τα μελλοντικά κέρδη τους.


Ο δρ Νικόλαος Φίλιππας είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Τμήμα Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής.