«Υπερασπίζομαι ό,τι αγαπάω»



Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης από τη Νέα Κυψέλη, η Preservation Hall Jazz Band από τη Νέα Ορλεάνη. Συναντήθηκαν στο θέατρο του Λυκαβηττού στις αρχές Σεπτεμβρίου πέρυσι, έδωσαν μια συναυλία, η συναυλία αυτή έγινε δίσκος και η απόσταση μεταξύ τους μίκρυνε. «Ερχόμαστε από τον ίδιο δρόμο της καρδιάς» είπε ένας από τους μουσικούς, ο Benjamin Jaffe, στα παρασκήνια της συναυλίας.


Μια συνεργασία απρόβλεπτη, αφού η Preservation παίζει μόνο δικό της ρεπερτόριο ­ έχει 2.500 τραγούδια ­ και ποτέ ως τώρα κομμάτια άλλων συνθετών. Τι κέρδισαν λοιπόν; «Αυτοί πήραν μερικά λεφτά από τον Μάτσα, αλλά εμένα μου έδωσαν μεγάλη χαρά» λέει ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. «Ακουσα τα τραγούδια μου παιγμένα έτσι όπως τα φανταζόμουν όταν τα έγραφα. Τα στοιχεία που πρόσθεσαν είναι στοιχεία αυτοσχεδιασμού. Το είδος το κατέχουν πολύ καλά οι μουσικοί της Preservation». Στον δίσκο υπάρχουν τρία καινούργια τραγούδια του συνθέτη και μερικά από τα πιο αγαπημένα του, όπως το «Αχ! Ρίτα», το «Νύχτα καταστροφής», το «Ενα γουρούνι λιγότερο» κ.ά. «Επέλεξα τραγούδια που είχαν τις προδιαγραφές να παιχτούν έτσι. Η δύναμη της Preservation Band είναι ο τρόπος που παίζουν τα κομμάτια. Παίζουν με κέφι και ζωντάνια». Οταν συναντήθηκαν στη Νέα Ορλεάνη για να κάνουν κάποιες πρόβες, ο Κηλαηδόνης πρότεινε να τους μεταφράσει τους στίχους για να ξέρουν τι παίζουν. «Δεν μας νοιάζει τι λένε οι στίχοι» του απάντησαν. Στον Λυκαβηττό ο κόσμος όμως αντιδρούσε πολύ στα λόγια, χειροκροτούσε στη μέση των τραγουδιών, γελούσε. Οι μουσικοί έμειναν έκπληκτοι. «Μα επιτέλους τι λένε αυτοί οι στίχοι;» αναγκάστηκαν να τον ρωτήσουν.


Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, με 30 χρόνια καριέρας και 12 προσωπικούς δίσκους, είναι εμφανές ότι δεν έχει ακόμη τελειώσει ούτε με τη νοσταλγική του διάθεση ούτε με το «αμερικανικό όνειρο». Το ομολογεί. «Οπως δεν μου έχει τελειώσει η δεκαετία του ΄50, κάπως έτσι δεν μου έχουν τελειώσει και οι αμερικάνικοι ήχοι. Σε κάθε δουλειά μου υπάρχει η νοσταλγία, υπάρχει όμως και το σήμερα. Κουβαλάω τρεις-τέσσερις εμμονές που βγαίνουν στις συνθέσεις μου». Αυτό μήπως τελικά τον εμποδίζει να εξελίσσει τη μουσική του; Κάποιοι του το χρεώνουν. «Μπορεί να έχουν δίκιο» λέει. «Τραγούδια κάνω. Αν αποφασίσω ν΄ αλλάξω θα πρέπει ν’ αλλάξω τη φόρμα. Τι να γράψω; Σουίτες! Το παρελθόν είναι πάντα παρόν για μένα. Και ο Φελίνι ξαναγύριζε στα παιδικά του χρόνια. Αυτό το δέσιμο με τα παιδικά χρόνια είναι κάτι που σε πολλούς δημιουργούς υπάρχει. Γιατί θα πρέπει να ξαφνιάζω τον κόσμο; Παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι έχω προχωρήσει τη μουσική μου. Αν την προσέξει κανείς στο βάθος, θα το διαπιστώσει. Τα στοιχεία της είναι βεβαίως αναγνωρίσιμα. Είναι μια γλώσσα. Αυτό κατακτά κανείς. Προσπαθώ να μην κάνω μια μανιέρα. Υπερασπίζομαι τα πράγματα που αγαπάω, όμως είμαι ένας άνθρωπος που ζει στο σήμερα». Τον εμπνέει το σήμερα; «Υπάρχει στις προσωπικές μου δουλειές. Γράφω τραγούδια σύγχρονα και στη θεματολογία και στη μουσική. Ετσι πιστεύω τουλάχιστον».


Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης κρατάει ανοιχτή τη σχέση με το παρελθόν («Μικροαστικά» 1973, «Media Luz» 1976, «Θερινά σινεμά» 1984, «Μαθήματα πατριδογνωσίας» 1991, «Αχ πατρίδα μου γλυκιά» 1992 κ.ά.). Από εκεί είναι οι ρίζες του, εκεί διαμορφώθηκε το γούστο του. Οι επιρροές του είναι τα πρώτα του μαθήματα στο πιάνο, τα τραγούδια που άκουγε παιδί στο ραδιόφωνο, τα αμερικανικά τραγούδια, οι μουσικές των πάρτι. Μεγάλωσε με διαφορετικά ακούσματα στην Αθήνα του ΄40 και του ΄50 όπου όλες αυτές οι μουσικές συνυπήρχαν με την ίδια δύναμη. Αν για κάτι μπορεί να είναι ευτυχής, εκτός των άλλων που ο ίδιος ξέρει, είναι ότι κατάφερε να κάνει πάντα το κέφι του στη μουσική και να μην είναι ποτέ μόνος του. Υπήρχαν πάντα πολλοί που είχαν την ίδια διάθεση για τραγούδι, χορό, μνήμη, χιούμορ. Είτε έπαιζε κάντρι ήχους είτε σατίριζε πρώην αγάπες είτε σχολίαζε την καθημερινότητα της σύγχρονης γυναίκας, το κοινό ήταν εκεί, δίπλα του, για να δηλώσει την εύνοιά του στον δημιουργό που ξέρει να διασκεδάζει τις εμμονές του.


Ομολογεί ότι προσέχει πολύ τους δίσκους που κάνει, άλλωστε δεν ηχογραφεί συχνά. Εχει ιδιότυπο χιούμορ, καλή διάθεση, αισιόδοξη στάση ζωής. «Προσέχω την αναλογία πλάκας και μελαγχολίας» εξηγεί. «Είμαι και λίγο άσπρο-μαύρο. Δεν μ΄ αρέσουν τα γκρίζα τραγούδια. Χαρούμενα ή λυπημένα. Μ΄ αρέσει τα τραγούδια να λειτουργούν με το πρώτο άκουσμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν σέβομαι τα πιο βραδυφλεγή που θα τ΄ ανακαλύψει κανείς μετά από λίγο καιρό. Τα τραγούδια που δεν σου φανερώνονται με το πρώτο έχουν και μακρά ζωή και ιδιαίτερο ενδιαφέρον».


Αυτός ο δίσκος με τον προφανή τίτλο «Νέα Κυψέλη – Νέα Ορλεάνη» έχει έναν άξονα και μια συγκεκριμένη ταυτότητα. Εχει τον ήχο της Νέας Ορλεάνης και το εντελώς προσωπικό στυλ του Κηλαηδόνη. Ο ίδιος θέλει να ακούγεται σε μια παραλία, σ΄ ένα μπαράκι. Θέλει να φτιάχνει τη διάθεση των ακροατών του, να τους λικνίζει, να τους προξενεί ευφορία. «Αυτό που διαπίστωσα είναι ότι αυτή η μουσική «περνάει» εύκολα και σε ανθρώπους που δεν είναι εξοικειωμένοι με τέτοιους ήχους. Η απήχηση που είχαν τα κομμάτια στις κοινές μας ζωντανές εμφανίσεις με ασφαλίζει εν μέρει και για τον δίσκο».


Ο Κηλαηδόνης αναγνωρίζει τη σχέση που έχει αυτός ο δίσκος με τη «Media Luz», έναν πολύ δημοφιλή δίσκο του, κυρίως ορχηστρικό. Ενα υποτιθέμενο soundtrack αμερικανικής αστυνομικής ταινίας που εκδόθηκε το 1976. «Η διαφορά είναι ότι ο ήχος της Media Luz είναι ο ήχος της Νέας Υόρκης με λίγα μόνο στοιχεία από Νέα Ορλεάνη, ενώ τώρα η Νέα Ορλεάνη είναι κυρίαρχη και στα 14 κομμάτια του δίσκου». Δεν κρύβει την αγάπη του για την τζαζ, τις μπάντες, τις χορευτικές μουσικές. Την Preservation Hall Jazz Band την άκουσε για πρώτη φορά τον χειμώνα του ΄96, τότε που έδιναν μια συναυλία στο θέατρο Μινώα. Οταν πήγε να τους ακούσει θυμάται πως ήταν κακόκεφος. Με το που άρχισαν να παίζουν άλλαξε αμέσως η διάθεσή του. Ο Μιχάλης Αδάμ ήταν ο άνθρωπος που τον έφερε σε επαφή μαζί τους. Η μουσική είναι κοινή γλώσσα και λειτούργησε με το πρώτο τους ραντεβού. Μετά, αυτοί έφυγαν. Η ιστορία έμοιαζε πως δεν θα είχε συνέχεια. Αρχές Ιουνίου του ΄97 ο Κηλαηδόνης πήγε στην Αμερική. Τι ήταν πια η Νέα Ορλεάνη; Δυο βήματα. Μουσικά. Τα υπόλοιπα ήρθαν φυσικά. Γρήγορα.


Ο Κηλαηδόνης από το ΄69 που ηχογράφησε τα πρώτα του τραγούδια ως τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 έχει κάνει πολλά σουξέ: «Είμαι ένας φτωχός και μόνος κάουμποϊ», «Ψυχραιμία, παιδιά», «Μια μέρα μιας Μαίρης», «Στα κορίτσια λέμε ναι» και πολλά άλλα. Εχει 150 τραγούδια περίπου, αλλά δεν είναι πολλά σε σχέση με άλλους. Ισως φταίει το γεγονός ότι ο Λουκιανός εκτός από το τραγούδι ενδιαφέρεται και για τη ζωή.


Είναι 55 χρόνων, το γιόρτασε με φίλους προσφάτως στην αυλή του σπιτιού του, έχει εδώ και χρόνια άσπρα μαλλιά, φοράει πάντα τζιν, αν είναι βράδυ κρατάει κι ένα ποτήρι ουίσκι. Φιγούρα γνωστή, άνθρωπος με χαμόγελο. Δείχνει πάντα ήρεμος, δεν έχει το άγχος της επικαιρότητας. Ξέρει ότι το κοινό δεν εγκαταλείπει τόσο εύκολα ­ όσο νομίζουν μερικοί ­ τους καλλιτέχνες με τους οποίους πράγματι έχει σχέση. Αυτή την περιττή ανασφάλεια δεν την έχει. Εχει όμως μια σταθερή φιλοσοφία που διατρέχει τα χρόνια που κινείται στον χώρο της μουσικής: «Ο,τι έγινε, καλώς έγινε. Πάμε γι΄ άλλα». Τα πιο κοντινά «άλλα» είναι κάποιες κοινές εμφανίσεις για δέκα ημέρες τον χειμώνα στην Αθήνα με την Preservation Hall Jazz Band.


Τον ενδιαφέρουν πολύ οι ζωντανές εμφανίσεις. Πάντα έψαχνε πέρα από τα στάνταρντ μιας τέτοιας παρουσίας. Πότε ένα πάρτι στη Βουλιαγμένη, πότε περιοδεία μ΄ ένα κότερο, ξανά ένα πάρτι, μια θεατροποιημένη παράσταση στον Λυκαβηττό. Υπάρχει μια ανησυχία, είναι εμφανές. «Αυτό που κάθε φορά ψάχνω είναι η επικοινωνία με τον κόσμο. Δεν μ΄ ενδιαφέρει το «καθήστε να μ΄ ακούσετε». Το κίνητρο για μένα είναι η επαφή με τον κόσμο. Αισθάνομαι ένας απ΄ αυτούς που είναι κάτω από τη σκηνή. Ενας από την ομάδα που κάνει κάτι ­ ό,τι μπορεί ­ για το γλέντι όλων. Για να περάσουμε καλά. Μ΄ αρέσουν οι παρέες. Οχι ο καθένας μόνος του».