Οταν έρχεται η ώρα να αρχίσει την πρόβα, ο Σπύρος Ευαγγελάτος… δεν αστειεύεται. «Παιδιά, αρχίζουμε. Ησυχία». Η φωνή του σκηνοθέτη δίνει το σύνθημα: όλοι παίρνουν τη θέση τους και ουδείς διανοείται να μιλήσει. Η ατμόσφαιρα γίνεται σοβαρή. «Ξεκινάμε. Θα το πάμε όλο από την αρχή και δεν θα σταματήσουμε παρά μόνον αν χρειασθεί». Στην αυλή της Σχολής Μωραΐτη, στο Παλαιό Ψυχικό, όπου συνηθίζει να κάνει τις ανοιχτές πρόβες του το Αμφι-θέατρο κάθε καλοκαίρι πριν από την πρεμιέρα στην Επίδαυρο, το σκηνικό για τις «Εκκλησιάζουσες» του Γιώργου Πάτσα δεσπόζει και εκπλήσσει. «Ηταν μια ιδέα του Γιώργου», λέει ο σκηνοθέτης, «αφού πρώτα συζητήσαμε πολύ ­ όπως κάνουμε άλλωστε πάντα. Αλλοτε η βασική ιδέα του σκηνικού προκύπτει από τον Πάτσα και άλλοτε από μένα» συμπληρώνει. Πώς να περιγράψεις τέσσερις γιγάντιες κατασκευές, όμοιες (αλλά σε διαφορετικό μέγεθος) γυναικείες μορφές, βγαλμένες μέσα από μια γκραβούρα του 19ου αιώνα; Μια γυναίκα εποχής ημίγυμνη, με βλέμμα λάγνο. Αυτό είναι το θηλυκό που προτείνει μέσα από αυτή την κωμωδία ο Αριστοφάνης; ή μήπως αυτό είναι το θηλυκό που προτείνει με την παράστασή του ο σκηνοθέτης; Τι σημασία έχει; Οταν ο θεατής θα μπει στο θέατρο της Επιδαύρου, οι τέσσερις αυτές κατασκευές θα είναι καλυμμένες με λευκό ύφασμα. Η έκπληξη θα έρθει αργότερα για το κοινό.


Η ώρα έναρξης της πρόβας είχε καθορισθεί για τις εξίμισι το απόγευμα. Η 15λεπτη καθυστέρηση του σκηνογράφου ήταν η αιτία για την αντίστοιχη καθυστέρηση της πρόβας. Μόλις ο Γιώργος Πάτσας κατέφθασε, με χαρτί και μολύβι παραμάσχαλα, για να κρατήσει τις απαιτούμενες σημειώσεις, ο καθένας πήρε τη θέση του γύρω από το… γήπεδο μπάσκετ, το οποίο όσο διαρκεί η πρόβα μετατρέπεται σε αρχαίο θέατρο. Ανάμεσα στις δύο μπασκέτες έχει στρωθεί το μεγάλο στρογγυλό λευκό πανί που οριοθετεί και τη σκηνή. Ως τότε ο θίασος του Αμφι-θεάτρου ήταν καθισμένος στις γύρω κερκίδες. «Σβήστηκαν από τον ήλιο τα σημάδια που είχαμε βάλει χθες πάνω στο ύφασμα» λέει ο Θόδωρος, ένας από τους τεχνικούς του θεάτρου, καθώς προβληματίζεται για το πού ακριβώς πρέπει να τοποθετήσει τα έξι λευκά κρεβάτια – τραπέζια, επίσης σκεπασμένα με το λευκό ύφασμα, που αποτελούν το λειτουργικό συμπλήρωμα του σκηνικού. Ο σκηνοθέτης ρωτά τη Λήδα Τασοπούλου και μαζί επιβεβαιώνουν τη σωστή θέση των πραγμάτων.


Γύρω από το γηπέδο, στις λίγες καρέκλες κάθονται ο σκηνοθέτης με τον σκηνογράφο. Παραδίπλα έχουν στηθεί τα μηχανήματα για τον ήχο. Ενας τεχνικός, μαζί με τον Νίκο Βασιλείου, υπεύθυνο για τη μουσική διδασκαλία της παράστασης, προετοιμάζονται. Ολα πρέπει να είναι στη θέση τους. Πιο ‘κεί βρίσκεται ο υπεύθυνος για το πρόγραμμα του Αμφι-θεάτρου, ο οποίος είναι εδώ για να δει την παράσταση και να εμπνευσθεί για τη μακέτα του εξωφύλλου και της αφίσας. Το κοινό της πρόβας συμπληρώνεται από μια βελγίδα θεατρολόγο, η οποία ολοκληρώνει τη μελέτη της πάνω στις αριστοφανικές παραστάσεις (σε πανεπιστήμιο των ΗΠΑ) και, ευκαιρίας δοθείσης, παρακολουθεί την προετοιμασία τους. «Εκτάκτως συμβαίνουν όλα αυτά σήμερα» μου εξηγεί ο Σπύρος Ευαγγελάτος, δικαιολογώντας τους λίγους θεατές που παρακολουθούν τα όσα ετοιμάζει με τις «Εκκλησιάζουσες». «Τις πρόβες του Αμφι-θεάτρου κατ΄ εξαίρεσιν παρακολουθούν άνθρωποι εκτός από τους συνεργάτες. Μην κοιτάς σήμερα…». Παραπέρα μια μικρή σκαλωσιά τραβά την προσοχή μου καθώς και μια καρέκλα που βρίσκεται εκεί πάνω. «Κανονικά εκεί είναι η θέση μου» μου λέει καθώς κοιτώ τη σκαλωσιά. «Από εκεί ψηλά επιτηρώ καλύτερα την πρόβα, έχω γενική εποπτεία. Αλλά σήμερα θα καθήσω κάτω».


Η Λήδα Τασοπούλου, χωρίς το κοστούμι της Πραξαγόρας («αύριο θα είναι έτοιμα τα κοστούμια» μου λέει), εισέρχεται στη… σκηνή. Κρατά ένα μπαστούνι και ξεκινά τον πρώτο της μονόλογο. Το κείμενο των «Εκκλησιαζουσών», στην εξαιρετική μετάφραση του ίδιου του σκηνοθέτη, αντηχεί στον χώρο. Ο ήλιος έχει πια πέσει και τα δένδρα που περιστοιχίζουν την αυλή του σχολείου παραπέμπουν στο αργολικό τοπίο. Ετσι όπως φυσά ελαφρά, όλα παίρνουν ένα γλυκό φως. «Μετά από τόσα χρόνια, πραγματικά με βοηθά να κάνω μόνος τη μετάφραση, που εν προκειμένω είναι απόδοση» μου είχε εξηγήσει λίγο νωρίτερα ο Σπύρος Ευαγγελάτος. «Αλλωστε και πριν από 29 χρόνια που την πρωτοανέβασα, πάλι εγώ είχα μεταφράσει τον Αριστοφάνη». Πράγματι ήταν η πρώτη του σκηνοθεσία στο αρχαίο δράμα, με το ΚΘΒΕ τότε, το 1969. «Η πρώτη στην Ελλάδα» συμπληρώνει. «Γιατί ένα χρόνο πριν, το 1968, ανέβασα στη Βιέννη τις «Τρωάδες»». Αλλά και από την τελευταία φορά που ανέβασε Αριστοφάνη στην Επίδαυρο έχουν περάσει κιόλας εννέα χρόνια. Εκτοτε τον είχε απορροφήσει η τραγωδία. «Την τελευταία τριετία, όμως, συνειδητά ξεκίνησα με έργα του αρχαίου δράματος που περιείχαν στοιχεία κωμωδίας. Πρώτα ήταν ο «Ιων» και πέρυσι η «Ιφιγένεια εν Ταύροις» που είχε, από τη μέσα και πέρα, καθαρά κωμικό χαρακτήρα. Ετσι φέτος ο Αριστοφάνης ήρθε φυσιολογικά».


Σύντομα στη σκηνή του σχολείου έρχονται και οι υπόλοιπες γυναίκες αυτής της αριστοφανικής κωμωδίας για να πάρουν όλες μαζί τις αποφάσεις τους. Μπροστάρισσα η Πραξαγόρα, της Λήδας Τασοπούλου, που βγάζει από μέσα της τον κωμικό της εαυτό και τον αφήνει να ξεδιπλωθεί. Δείχνει να απολαμβάνει τον ρόλο της, και έτσι είναι. Οι φράσεις με τα σεξουαλικά υπονοούμενα και οι «βωμολοχίες» του Αριστοφάνη έχουν πάρει άλλη μορφή από τη συνηθισμένη. Πώς είναι δυνατόν να μην ακούσει κανείς καμία βρισιά σε αυτή την αριστοφανική κωμωδία την ίδια στιγμή που όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης έχουν και τέτοια λόγια; Κι όμως. Το κείμενο ρέει, κάπου κάπου αφήνει τις λέξεις γυμνές, αλλά με μια αξιοπρέπεια στη γύμνια τους. «Πώς να βάλω λέξεις και εκφράσεις που ντρέπομαι να τις ακούω ακόμη και ο ίδιος;» μου εκμυστηρεύεται. Και η μετάφρασή του αποδεικνύει αυτή την άλλη, τη διαφορετική προσέγγιση του Αριστοφάνη στο κατώφλι του 2000.


Κρατώντας στα χέρια τους από ένα λυχνάρι, βγαίνουν από τα σπίτια τους προτού καλά καλά ξημερώσει για να πάνε στην εκκλησία του δήμου και να βάλουν σε εφαρμογή το επαναστατικό τους σχέδιο οι γυναίκες της Αθήνας. Στο ραντεβού τους με την Πραξαγόρα αποδεικνύονται συνεπείς. Σιγά σιγά μεταμορφώνονται σε άνδρες. «Ο λαός μίλησε, η εξουσία στις γυναίκες» λέει ο Αριστοφάνης και μαζί του συμφωνούν όλες. Μαύρα, γκρι και μπλε σκούρα παλτά, μπότες και γενειάδες, αυτά είναι τα εξαρτήματα για να μεταβληθούν οι γυναίκες σε άνδρες και να πάνε στην αγορά να ψηφίσουν υπέρ των… γυναικών. «Δεν είναι φινιρισμένα τα κοστούμια» μου εξήγησε και πάλι ο σκηνοθέτης, σχεδόν ψιθυριστά. Διότι κάθε ήχος ή κάθε φωνή εκτός παράστασης στην πρόβα είναι απαγορευτική ενώπιον του Σπύρου Ευαγγελάτου. Ενα «σσσσσστ…» γεμίζει κάθε φορά την ατμόσφαιρα. Στα χορικά αντηχεί από τα μεγάφωνα η μουσική του Θάνου Μικρούτσικου. Αλλοτε επαναστατική, έντονη και με επικές αποχρώσεις, άλλοτε γλυκιά και τρυφερή, θηλυκή και πονηρή. Πλούσιες οι εναλλαγές του ήχου, για να ακολουθούν τις εναλλαγές της κωμωδίας. Μαζί με τη Λήδα Τασοπούλου, επί σκηνής και η Ιλιάς Λαμπρίδου, η Κλειώ Σκουλούδη, η Χριστίνα Κουτσουδάκη, η Αννα Βυθούλκα και οι Μαρία Λιαπίκου, Ελενα ντε Βάλις, Βασιλική Ανδρίτσου, Νιόβη Κωστοπούλου, Ιωάννα Λεούση, Νίνα Μιχαλοπούλου. Μετά την επιτυχία τους στην εκκλησία, οι γυναίκες – άνδρες επιστρέφουν νικήτριες: «Ολα θα είναι κρατικά» γράφει από τη μια το πανό που κρατούν. «Και ο έρως κρατικός» γράφει από την άλλη. «Τα πάντα θα είναι κοινά. Ο έρωτας θα είναι το παν. Κοινά θα είναι και τα παιδιά». Φωνάζουν και τραγουδούν.


Αλλαγή σκηνικού. Ο σύζυγος της Πραξαγόρας, ο Βλέπυρος, όπως τον πλάθει ο Σπύρος Κωνσταντόπουλος, μπαίνει στη σκηνή. Από κοντά και ο Χρέμης του Σπύρου Μαβίδη. Ο Σπύρος Ευαγγελάτος παρακολουθεί σιωπηλός, άλλοτε γελώντας άλλοτε χαμογελώντας, προσεκτικός και προσηλωμένος. Καπνίζει όμως αρειμανίως (ελαφρά τουλάχιστον τσιγάρα). Πλάι του ο Γιώργος Πάτσας δεν σταματά να σημειώνει, να σχεδιάζει. Ενίοτε σηκώνεται από τη θέση του, κάνει ένα γύρο, κοιτά το σκηνικό και επιστρέφει στη θέση του. Σιωπηλός και απορροφημένος στη δουλειά του. Ο μόνος που σηκώνεται και κινείται είναι ο επί της μουσικής διδασκαλίας Νίκος Βασιλείου. Αυτή είναι άλλωστε και η δουλειά του. Δίνει τον ρυθμό, ζητεί από τους ηθοποιούς να είναι πιο εκδηλωτικοί, πιο γρήγοροι, πιο ρυθμικοί. Ανάλογα με τις στιγμές, ανάλογα με το κείμενο. Επιτέλους και οι άνδρες (εκτός από τους δύο προαναφερθέντες στον θίασο συμμετέχουν και οι Γιώργος Κροντήρης, Μιχάλης Κουκουλομάτης, Θανάσης Κουρλαμπάς) συνειδητοποιούν τι συνέβη: «Παρέδωσαν την εξουσία στις γυναίκες».


Οταν οι γυναίκες επιστρέφουν, θα γίνει και η αποκάλυψη του σκηνικού. «Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα», λένε, «γιατί τώρα πήραμε την εξουσία». Οι προβολείς εκπέμπουν κόκκινο φως και οι γυναίκες νωχελικά και με ύφος πολλά υποσχόμενο… κάνουν στριπτίζ. Με τον δικό τους τρόπο, βγάζουν τα ανδρικά ρούχα για να μείνουν με τα εσώρουχά τους, εσώρουχα θηλυκά, δείγματα πονηριάς και ερωτικής διάθεσης. «Είμαστε οι λάγνες γυναίκες της Αθήνας». Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη, τα κρεβάτια γίνονται θεωρεία και έδρανα της Βουλής, οι γυναίκες βγάζουν πύρινους λόγους ­ με την Πραξαγόρα να δίνει πάντα τον παλμό. Είναι άλλωστε και η εκλεγμένη πρόεδρος έχοντας από κοντά τον Βλέπυρο, άνδρα της προέδρου πλέον, αλλά και τον Χρέμη, φίλο του άνδρα της προέδρου. Μία μία λύνονται οι απορίες των ανδρών και η Πραξαγόρα με τις πολιτικές απόψεις της βάζει τα πράγματα στη θέση τους. «Ποιοι θα καλλιεργούν τη γη;». «Μα οι αλλοδαποί. Θα φέρουμε κατοίκους από τη γειτονική Ιλλυρία». «Πού θα μένουν οι άστεγοι;». «Μα όλη η Αθήνα θα γίνει ένα απέραντο κοινόβιο». «Και οι πόρνες;». «Θα καταργηθούν». «Και οι κλέφτες;». «Μα γιατί να κλέβουν αφού όλα θα είναι και δικά τους. Αφού όλα θα είναι κοινά». «Κοινά τα πάντα. Κλείνει η εποχή της αδικίας». Και όταν ο Χρέμης, πεπεισμένος για τα σωστά μέτρα που πήραν οι γυναίκες, επιχειρεί να τηρήσει τους νέους νόμους αφού τον καλεί η νέα εποχή, βρίσκεται μπροστά σε εκείνους που δεν θέλουν να τον ακολουθήσουν. «Είσαι αρχι-λαλάκας» λένε του Χρέμη και ο Σπύρος Ευαγγελάτος σκύβει και μου λέει: «Ηθελα να βρω μια λέξη στον ίδιο ρυθμό, που να έχει την ίδια μελωδία αλλά να μην είναι αυτή. Κι έτσι βρήκα το λαλάκας και αρχι-λαλάκας».


Και όταν το επαναστατικό δώσει τη θέση του στο λυρικό, ένα μπλε φως θα πλημμυρίσει τον χώρο. «Δεν είναι ζάχαρη η ζωή. Αλλά και πάλι άδικο θα ΄ναι να ‘ναι άγευστη σαν τέφρα». Ακολουθεί η σκηνή με τις γριές, υπό τους ήχους του γαλλικού τραγουδιού (με ελληνικούς όμως στίχους) της Εντίθ Πιάφ «Non, je ne regrette rien» αλλά και της «Εύθυμης χήρας». Και ενώ όλα δείχνουν ότι θα τελειώσουν μέσα στον ξέφρενο ρυθμό του πλούσιου σε ελέη δείπνου και ο ρυθμός δυναμώνει και η μουσική το ίδιο, όλα μοιάζει να έχουν ξεφύγει από το μέτρο. «Εκτός από τα δικά μου, όλα κοινά». Ανατροπή; Η Πραξαγόρα προχωρεί τρομαγμένη αφήνοντας πίσω της το αγριεμένο πλήθος των γυναικών και των ανδρών που κατασπαράζουν ό,τι βρίσκουν πάνω στα τραπέζια του γιορταστικού (;) δείπνου. Μια φωνή θα δώσει τη λύση – έκπληξη στις «Εκκλησιάζουσες», έτσι όπως το επέλεξε ο Σπύρος Ευαγγελάτος. «Σκοτάδι. Μπράβο, παιδιά, ωραία πρόβα. Διάλειμμα τώρα. Σε λίγο να ξαναρχίσουμε την πρόβα αλλά επιλεκτικά. Θέλω να δουλέψουμε το φινάλε». Ο σκηνοθέτης δίνει το γενικό πρόσταγμα και όλοι χαλαρώνουν. Η ώρα έχει φθάσει περίπου εννέα. Μετά το διάλειμμα η πρόβα θα ξαναρχίσει για να ολοκληρωθεί λίγο πριν από τις δώδεκα.


* Ο Σπύρος Ευαγγελάτος για τις «Εκκλησιάζουσες»


«Πρόκειται για ένα έργο που αποτελεί το πρώτο σχόλιο της ανθρωπότητας για τον κομμουνισμό. Για μένα έχει μια παράξενη επικαιρότητα και στην παράστασή μας θα καταλάβει κανείς τι εννοώ. Παράλληλα όμως θέλω να είναι μια σπαρταριστή παράσταση. Με αυτό το έργο, που διαθέτει στοιχεία ηθογραφίας αλλά και σπαρταριστής φάρσας, περνάμε στη μέση κωμωδία. Ο χορός περιορίζεται. Το παιχνίδι που γίνεται με τις γυναίκες που ντύνονται άνδρες για να ξαναγίνουν έπειτα γυναίκες είναι πολύ ελκυστικό. Οταν βάζει στο στόμα της Πραξαγόρας ρητορικά σχήματα και πολιτική ανάπτυξη, την οποία διανθίζει με χιούμορ, από τη φύση της αυτή η σύλληψη έχει μια κρυμμένη σοβαροφάνεια που οδηγεί στην ιλαρότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι οδηγούμαστε στην παρωδία. Αλλά όλα αυτά τα σχολιάζουμε με τον τρόπο που παίζουν οι ηθοποιοί. Το ιδεολογικό υπόβαθρο και η εκρηκτική του σύνθεση δίνουν το στίγμα της πιο γελαστικής κωμωδίας του Αριστοφάνη. Επέλεξα να κάνω και τη μετάφραση γιατί μέσα από αυτήν το σκηνοθετώ κιόλας. Επέλεξα να τοποθετήσω το έργο, έστω με κάποια αφαιρετικότητα, στο διάστημα του Μεσοπολέμου ακριβώς γιατί τότε έχουμε τον θρίαμβο του κομμουνισμού και επίσης τότε ολοκληρώνεται το φεμινιστικό κίνημα».


* Η Πραξαγόρα της Λήδας Τασοπούλου





«Για μένα η Πραξαγόρα είναι ένα σύμβολο του 2000 γραμμένο το 392 π.Χ.
από τον Αριστοφάνη. Είναι ένα έργο που θα μπορούσε να γραφτεί μεθαύριο και να είναι πάλι επαναστατικό. Θίγει ιδέες και ερωτηματικά που έχουν παραμείνει αναπάντητα. Νομίζω ότι δυναμώνει και τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία ειδικά με τις «Εκκλησιάζουσες» και είναι απίθανο το γεγονός ότι το έχει γράψει ένας άνδρας. Μπαίνει όμως βαθιά στην ψυχολογία της γυναίκας. Βγάζει αυτή την εσωτερική δύναμη που διαθέτει η γυναίκα, κυριαρχεί. Και τελικά η Πραξαγόρα με το αφελές της σχέδιο αφήνει μια ελπίδα για το μέλλον. Υπάρχει ακόμη χρόνος. Η Πραξαγόρα ζητεί την επικοινωνία με όλους και πηγαίνει ενάντια στην αρμονία αφού βάζει στην ίδια ομάδα τις ωραίες με τις άσχημες και τις σημαδεμένες. Αν και το έργο είναι πολιτικό, ωστόσο ο Αριστοφάνης στις «Εκκλησιάζουσες» πηγαίνει παραπέρα και από την «Ειρήνη» και από τη «Λυσιστράτη». Αν και έχω κάνει σαφώς λιγότερους ρόλους στην κωμωδία, ωστόσο με τις επιλογές μου στην κωμωδία χάραξα μια πορεία και στέκομαι ιδιαίτερα στην «Ιφιγένεια εν Ληξουρίω». Μετά την Πενία, το 1976, στον «Πλούτο», για μένα είναι ο δεύτερος Αριστοφάνης. Δουλεύοντας έναν σαφέστατα κωμικό ρόλο αισθάνομαι να δουλεύω σταδιακά, γι΄ αυτό και αισθάνομαι ώριμη για την Πραξαγόρα. Προηγήθηκε η Κρέουσα στον «Ιωνα», που είχε μια κωμική νότα, και βέβαια πέρυσι το καλοκαίρι η Ιφιγένεια στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις», που ήταν καθαρά κωμική, από την αναγνώριση και πέρα. Με τον Πιραντέλο δε τον χειμώνα αλλά και με τον Διάβολο που έπαιξα πρόσφατα στη Μικρή Επίδαυρο πιστεύω ότι έφθασα γλυκά και μαλακά, μελετημένα στην Πραξαγόρα. Θεωρώ άλλωστε την κωμωδία πολύ δύσκολο πράγμα και γι’ αυτό είναι καλό που άργησα να την κάνω».


Η κωμωδία του Αριστοφάνη «Εκκλησιάζουσες» με το Αμφι-θέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου θα κάνει πρεμιέρα την Παρασκευή στην Επίδαυρο ( 9 μ.μ.) και θα επαναληφθεί το Σάββατο.