«Ο Οιδίποδας είναι ο πρώτος Χριστός»



Πριν από 40 χρόνια ήταν ο Πολυνείκης στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του Σοφοκλή, στην πρώτη παράσταση του Αλέξη Μινωτή και στην πρώτη δική του εμφάνιση στην Επίδαυρο. Σήμερα ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ είναι εκείνος που υποδύεται τον ρόλο του γέροντα πια Οιδίποδα και είναι ο πρώτος ηθοποιός μετά τον Μινωτή που «τολμά» να αναμετρηθεί με αυτόν τον ογκόλιθο της αρχαίας τραγωδίας.


«Ο πιτσιρικάς του ΄58 επιστρέφει στο σπίτι του» λέει χαρακτηριστικά. «Αλλά τα 40 χρόνια δεν μου φαίνονται και πολλά». Διατηρώντας πάντα το ίδιο τρακ, όπως την πρώτη φορά που κατέβηκε στο αρχαίο θέατρο της Αργολίδας, ο ηθοποιός, «σαν έτοιμος από καιρό», στέκεται αντίκρυ στον Οιδίποδα: με κουρεμένο το κεφάλι, με ένα κομμάτι ύφασμα γύρω από τα μάτια του ­ τυφλός πια ­, ακολουθεί την πορεία του τραγικού του ήρωα προς το τέλος και τη λύτρωση, την ίδια στιγμή που ο άνθρωπος Παπαμιχαήλ στέκεται αμήχανα μπροστά στα τεκταινόμενα της ζωής του και, όπως παραδέχεται, ενημερώνεται από τηλεοράσεως για τα όσα πράττει ο ίδιος του ο γιος.


Καθισμένος στον καναπέ, στο σαλόνι του διαμερίσματός του, κάπου στη λεωφόρο Πεντέλης, περιστοιχισμένος από δικές του (και όχι μόνον) φωτογραφίες, αποδεικτικά στοιχεία μιας λαμπρής θεατρικής και κινηματογραφικής πορείας, ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ μιλάει: για την αρχαία τραγωδία και τον ρόλο του, για την ευκολία που έχουν σήμερα οι ηθοποιοί να παίζουν αρχαίο δράμα, για την ενασχόλησή του με τα μεγάλα και σημαντικά κείμενα και τις κινηματογραφικές επιτυχίες του. Μιλάει όμως και για τη δίχρονη απουσία της Αλίκης Βουγιουκλάκη, για τις σχέσεις του με τον γιο του, για τα όσα συμβαίνουν στη ζωή του. Και όταν η κουβέντα ξανοίγεται και εκείνος παρασύρεται σε μνήμες και αναπολήσεις, ζητεί, κυρίως από τον ίδιο του τον εαυτό, να επιστρέψουμε στον Οιδίποδα, στον Σοφοκλή και στην παράσταση. «Μια άλλη φορά να έρθεις να σου μιλήσω περισσότερο για τα άλλα, τα προσωπικά και τα οικογενειακά. Τώρα προηγείται ο Οιδίποδας». Με πείθει άλλωστε ότι τώρα πια μοναδική προτεραιότητα στη ζωή του είναι η τέχνη του, το θέατρο. Και είναι ευτυχής για τη δημιουργία της «Θεατρικής Διαδρομής» από τον Κώστα Μπάλλα και τον Κώστα Πολιτόπουλο. Χαίρεται που έχουν προτάσεις να παρουσιάσουν και στο εξωτερικό την παράσταση ενώ την ίδια στιγμή σκέφτονται να αποκτήσουν μόνιμη στέγη και ­ γιατί όχι; ­ να φτιάξουν και σχολή. «Τελευταίως με απασχολεί πολύ το θέμα της σχολής» συμπληρώνει. Και τα όσα είχε πει κάποτε περί διακοπής του θεάτρου; «Ηταν μια στιγμή πίκρας. Μια στιγμή που είχα φορτισθεί με ορισμένους ανθρώπους, φίλους… Αλλωστε και οι φίλοι μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού… ή του ενός δαχτύλου».


­ Κύριε Παπαμιχαήλ, με ποια συναισθήματα αντιμετωπίζετε τον ρόλο του Οιδίποδα σε αυτή την τραγωδία; Νιώθετε φόβο απέναντι σε ένα «μεγαθήριο» το οποίο δύσκολα αγγίζουν οι ηθοποιοί;


«Θα μπορούσα να μιλήσω για φόβο αλλά όταν υπάρχει φόβος δεν μπορείς να αγγίξεις κανένα μεγαθήριο. Χρειάζεται βέβαια τόλμη αλλά χρειάζεται και αρετή ο Οιδίπους επί Κολωνώ. Είναι ρόλοι που σου δίνουν τη δυνατότητα να τους επαναλαμβάνεις ώστε κάθε φορά να έχεις κάτι καινούργιο να δώσεις. Γι΄ αυτό και εγώ ξεκινώ. Μάζεψα όλες τις εμπειρίες μου, όλες τις δυνάμεις μου, ό,τι έχω αποκομίσει ως τώρα στο θέατρο. Πιστεύω ότι πάντα υπάρχει το τρακ και η αγωνία. Αλλά αυτή η τραγωδία είναι κάτι το καταπληκτικό. Εχω κάνει σπουδαίους και μεγάλους ρόλους, όπως τον Ιππόλυτο, τον Κρέοντα, τον Προμηθέα, τον Ηρακλή, τον Αγαμέμνονα. Δεν έχω όμως παίξει τον Οιδίποδα Τύραννο. Θα έπρεπε. Ηρθαν όμως έτσι τα πράγματα και παίζω τώρα τον Οιδίποδα επί Κολωνώ».


­ Πιστεύετε ότι πράγματι είναι ο ρόλος που συμπυκνώνει, όπως ορισμένοι μελετητές παρατηρούν, την τραγωδία; Αποτελεί την επιτομή των φιλοσοφικών και τεχνικών επιτευγμάτων του κόσμου της τραγωδίας;


«Δεν είναι τυχαίο ότι είναι η τελευταία τραγωδία που γράφτηκε, αν σκεφθούμε ότι ο Σοφοκλής την έγραψε στα 92 του χρόνια. Ηθελε να αποδείξει ότι έχει πνευματική διαύγεια. Και έγραψε την τραγωδία για να τη χρησιμοποιήσει στην απολογία του στο δικαστήριο όπου τον είχαν σύρει τα παιδιά του με την κατηγορία ότι δεν μπορεί να διαχειρισθεί τον βίο του λόγω ηλικίας. Πρόκειται περί αριστουργήματος, που διαθέτει στη δομή του στοιχεία τριλογίας. Τη θεωρώ το πιο μυστηριακό έργο που έχουμε στα χέρια μας».


­ Σε τι συνίσταται το μεγαλείο του ρόλου;


«Το μεγαλείο του Οιδίποδα συνίσταται στην ως τότε πορεία της ζωής του: μετά την ύβρι που διέπραξε, περιφέρεται και καταλήγει στην πόλη των Αθηνών αναζητώντας πολιτικό άσυλο. Εχει πια καθαγιασθεί από όλα όσα έχει περάσει. Είναι, θα έλεγα, ο πρώτος Χριστός. Είναι ο διαλεγμένος των θεών για να φθάσει στο τέλος του βίου του και να αναληφθεί. Ο Οιδίποδας δεν πεθαίνει. Και είναι το μοναδικό έργο για το οποίο δεν ξέρουμε τι συμβαίνει μετά. Υπάρχει αυτό το μεταφυσικό κάλεσμα. Εκεί που πάει, στην τελευταία σκηνή, αναφέρεται στο μυστικό… Ποιο είναι αυτό το μυστικό; Δεν ξέρουμε ούτε θα μάθουμε. Ισως να είναι το μυστικό της τραγωδίας που παίρνει μαζί του ο Οιδίποδας. Γιατί μετά δεν ξαναγράφτηκε άλλη τραγωδία. Θέτει τα μεγάλα ερωτήματα που δεν έχουν απάντηση».


­ Ωστόσο, η πορεία του Οιδίποδα είναι μια πορεία θανάτου ή ζωής;


«Είναι μια πορεία θανάτου. Μέσα από τη στάση του Οιδίποδα αναγνωρίζουμε και τη φιλοσοφική τοποθέτηση του Σοφοκλή απέναντι στη ζωή, το πιο πολύτιμο πράγμα που διαθέτουμε. Η συγκεκριμένη τραγωδία είναι ένα έργο που μιλάει για τον θάνατο. Ο Χορός λέει ότι είναι καλύτερα να μην έχει γεννηθεί κανείς ή, αν γεννηθεί, να φύγει γρήγορα χωρίς πόνους. Εχει μια φιλοσοφία. Και έτσι στο τέλος λέγεται ότι αναχώρησε χωρίς πόνο ο Οιδίποδας. Ισως ήθελε ο Σοφοκλής να βρει το τέλειο μυστικό που δεν έχει βρει καμία θρησκεία και κανένας λαός. Η αναχώρηση του ανθρώπου, όταν τελειώνει η ζωή του, είναι το τέλειο μυστικό. Πού πάει ο άνθρωπος μετά; Και επειδή ο Οιδίποδας έχει υποφέρει πολύ, είναι ο διαλεχτός. Και γι΄ αυτό στο τέλος αναχωρεί σχεδόν γελαστός. Λυτρωμένος από όλα. Και έτσι λυτρώνει και τον θεατή».


­ Πόσο λυτρώνεται όμως και ο ηθοποιός που τον ερμηνεύει;


«Ο ηθοποιός έχει χάσει τον ύπνο του… από τις πρώτες πρόβες κιόλας. Αυτοί οι μεγάλοι ρόλοι είναι μια πρόκληση για τον ηθοποιό. Χρειάζονται θάρρος, όχι θράσος. Η αρχαία τραγωδία χρειάζεται ανθρώπους που να έχουν θητεύσει κοντά της. Σήμερα υπάρχουν ηθοποιοί που αποφασίζουν να παίξουν τραγωδία στα 65 τους χρόνια για πρώτη φορά, χωρίς ως τότε να έχουν καμία σχέση με το είδος. Και αυτό είναι θράσος. Διότι άλλο είναι να πλησιάσεις φιλολογικά ένα έργο και άλλο υποκριτικά, ερμηνευτικά. Γι΄ αυτό και μιλώ περί θράσους.


Εγώ είχα μια καλή τύχη. Ηρθα σε επαφή με το αρχαίο δράμα από τότε που μπήκα στη Δραματική Σχολή. Ο δάσκαλός μου, ο Δημήτρης Ροντήρης, με έβαλε από νωρίς. Υπάρχει μια σπουδή και μια μεγάλη ενασχόληση με το είδος. Γιατί, αν δεν αναλύσεις αυτό που κάνεις, δεν μπορείς να το κάνεις. Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται ξαφνικά. Χρειάζεται να εξελιχθείς, να έχεις μια πορεία. Στην τέχνη ο άνθρωπος εξελίσσεται με τον χρόνο. Πρέπει όμως να αντλήσεις από την παράδοση, από τις δικές σου εμπειρίες, από όσα έμαθες από τους σκηνοθέτες με τους οποίους δούλεψες και από τους συναδέλφους σου. Εχω μεγαλώσει με την Επίδαυρο, είμαι το πιτσιρίκι των Επιδαυρίων. Μπορεί να μην έπαιζα πάντα αλλά έπαιζα σε τακτά διαστήματα τόσο με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας όσο και με το Αμφι-θέατρο».


­ Θα θέλατε να επανέλθετε με τον ίδιο ρόλο ίσως αργότερα και μαζί να σκηνοθετήσετε την τραγωδία;


«Δεν αποκλείεται. Είμαι στην αρχή και θέλω να ψάξω ακόμη. Τίποτε όμως δεν αποκλείεται. Η τραγωδία είναι μια διαρκής αναζήτηση, όπως είναι το θέατρο, η δουλειά μας. Ελπίζω να μου δοθεί η ευκαιρία να επανέλθω και ­ γιατί όχι; ­ να το σκηνοθετήσω κιόλας».


­ Τι κρατάτε από τον Οιδίποδα επί Κολωνώ του Μινωτή;


«Το πάθος του για την τραγωδία και ειδικά γι’ αυτόν τον ρόλο. Παλιά, όταν συζητούσαμε, μου έλεγε ότι θα έπρεπε να τον παίξω αυτόν τον ρόλο. Αλλά είναι πραγματικά πολύ δύσκολος. Χρειάζονται καλοί συντελεστές. Ο Μινωτής δεν ήταν εύκολος στο να δίνει ρόλους σε νέους ανθρώπους. Μαζί μου όμως ήταν αλλιώς. Μετά, με τον Αλέξη Σολομό, τον μεγάλο δάσκαλό μου, άρχισα να καταλαβαίνω την τραγωδία, να αγαπάω τα αρχαία κείμενα και να μη θέλω τον εύκολο δρόμο. Ασχετα αν κάποιες στιγμές στη ζωή μου μεσολάβησαν και τα πιο εύκολα. Πάντα ξαναγύριζα και ξαναγυρίζω στον τόπο του εγκλήματος».


­ Μετανιώνετε για ορισμένες θεατρικές επιλογές σας;


«Υπήρχαν περίοδοι που βρισκόμουν εκτός Επιδαύρου. Ισως να χρειαζόταν και μεγαλύτερη ωριμότητα. Οι συγκυρίες, οι περιστάσεις, με κράτησαν μακριά. Δεν έχω όμως παράπονα. Είναι για μένα μια συγκλονιστική εμπειρία. Μπαίνοντας εφέτος στην Επίδαυρο θα αισθανθώ αυτό που αισθανόμουν και τότε, το 1958, όταν έπαιζα τον Πολυνείκη. Τότε υπήρχε ένα πάθος, το πάθος της ηλικίας, αλλά και μια υπευθυνότητα. Και όλα αυτά μαζί με την αγάπη με έκαναν να φθάνω στην υπερβολή. Λόγω της ηλικίας μου δεν ήταν και εύκολα τα πράγματα. Εκανα ένα φοβερό αγώνα. Δεν είχα την επίγνωση. Ενας νέος άνθρωπος δεν μπορεί να νιώθει το δέος απέναντι σε αυτά τα μεγέθη. Αλλά και κάτι άλλο: έβλεπα το πάθος του Μινωτή, της Παξινού και όλων των ηθοποιών εκείνης της εποχής. Αυτό το πάθος το συναντώ πια όλο και λιγότερο, σε πολύ λίγα άτομα πια».


­ Γιατί το λέτε αυτό; Θεωρείτε τη νεότερη γενιά πιο βολεμένη;


«Η τηλεόραση ανακάτεψε πολύ τα πράγματα και παρείχε πολλές ευκολίες στα παιδιά. Είναι βέβαια δύσκολες εποχές και γι΄ αυτό δεν αδικώ τους νέους. Εγώ όμως παλιά, αν και έκανα σινεμά, είπα και πολλά όχι για να μείνω στο Εθνικό Θέατρο. Τότε ο κινηματογράφος λειτουργούσε αντίστοιχα με τη σημερινή τηλεόραση. Αλλά για μένα δεν ήταν ανασταλτικός παράγοντας, όπως ήταν για άλλους συναδέλφους της γενιάς μου».


­ Αυτή η στάση υπαγορεύεται από την προσωπικότητα του ηθοποιού; Είναι θέμα προσωπικής άμυνας;


«Είναι θέμα αντιστάσεων, τι διαθέτει ο καθένας και πόσο μπορεί να αντέξει».


­ Είναι πικρό τελικά για έναν ηθοποιό να οφείλει τη δημοτικότητά του σε ταινίες ή έργα που δεν τον αντιπροσωπεύουν απολύτως;


«Είναι μια αλήθεια την οποία αποδέχομαι. Αυτά τα πράγματα τα έχω ξεχωρίσει και ό,τι έκανα το έκανα συνειδητά. Και στο καθένα από αυτά έδωσα τον εαυτό μου. Αλλες είναι οι απαιτήσεις ενός ρόλου στο σινεμά και άλλες ενός ρόλου στο θέατρο. Αλλά πρέπει να τα ξεχωρίζουμε αυτά τα πράγματα. Για να καταφέρεις να ισορροπήσεις πρέπει να έχεις πειθαρχία. Παίζει ρόλο όμως και ποιους ανθρώπους έχεις γύρω σου. Εγώ είχα φωτισμένους δασκάλους, που ήταν και φίλοι μου. Ο Αλέξης Σολομός και η Δέσπω Διαμαντίδου είναι οι άνθρωποι που με καθοδήγησαν. Τους άκουγα όμως πολύ. Και τώρα ξέρω πού βρίσκεται το κέρδος: σε αυτές τις δύσκολες επιλογές. Και αυτό δεν σου το δίνει μια ελληνική ταινία. Ηξερα πού ήταν το κέρδος, πού χάραζα την πορεία μου. Το έβλεπα. Φαινόταν. Τη λύτρωση που σου δίνει ένα κλασικό έργο δεν μπορεί να σου τη δώσει καμία ταινία. Ο κινηματογράφος είναι βιομηχανία. Εμείς κοιτάξαμε να την κάνουμε όσο καλύτερα μπορούσαμε. Και είναι και κάτι άλλο: παίζοντας τραγωδία γνώρισα μεγάλη επιτυχία καθώς παίζαμε τότε με τα θηρία του θεάτρου. Και έξω από το θέατρο υπήρχαν ουρές».


­ Νιώθετε ότι σας αλλοίωσε η πορεία σας;


«Εκανα μια πορεία μέσα από σαράντα κύματα. Μετά από μια ηλικία κατάλαβα τι ακριβώς είναι αυτό που θέλω να κάνω. Αντιλήφθηκα πού υπάρχει «ζουμί» και στράφηκα σε αυτό. Και βλέπω με μεγάλη ευχαρίστηση ότι σήμερα ο κόσμος γεμίζει τα θέατρα και η επιλογή μου ήταν σωστή. Εβλεπα κάπου ότι ο κόσμος με ήθελε στα σπουδαία έργα. Δεν ήταν εμπορικοί οι λόγοι που με ώθησαν. Πήρα όμως μαζί μου τον κόσμο του κινηματογράφου. Τα τελευταία χρόνια γεμίζουν με νέους οι παραστάσεις που κάνω».


­ Τι διαφορετικό κρατάτε από κάθε θεατρική εποχή;


«Κάποτε είχα πει σε ένα συνάδελφο και φίλο, όταν ήμασταν στις μεγάλες εμπορικές δόξες μας στον κινηματογράφο και στο θέατρο, ότι εγώ θα τα αφήσω όλα αυτά, θα αφήσω το ψυχαγωγικό θέατρο γιατί δεν μου λέει τίποτα τελικά. Και από οικονομικής πλευράς είπα ότι θα τα καταφέρω. Και έφυγα για το ΚΘΒΕ. Με 22.000 δρχ. τον μήνα ξεκίνησα τις πρόβες στον Μπρεχτ. Ηταν αλλαγές που συνέπεσαν και με αλλαγές στη ζωή μου».


­ Τέχνη και ζωή πρέπει να συμβαδίζουν;


«Αν και τώρα πια είναι αργά για να αλλάξω τρόπο ζωής, ωστόσο πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης είναι καλόγερος, μοναχός. Η ζωή του είναι μοναχική. Και δεν το λέω με πίκρα αυτό. Εχω τόσα πράγματα μπροστά μου να κάνω που μακάρι να είχα πέντε ζωές να τα κάνω. Δεν μπορείς να ξενυχτάς και να μελετάς παράλληλα αυτούς τους ρόλους. Οι νέοι μπορούν να το κάνουν. Εγώ και ξενύχτησα και μπουζούκια πήγα αλλά με μέτρο».


­ Ποια είναι σήμερα η προτεραιότητά σας στη ζωή;


«Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς την τέχνη. Δεν έχω κανένα άλλο ενδιαφέρον. Για μένα το θέατρο είναι μόνον νερό, ούτε καν και ψωμί ή λίγο ψωμί. Είναι πάρα πολύ όμορφο, μετά από μια κουραστική πρόβα και μετά από φαγητό με φίλους, να γυρίζεις σπίτι και να διαβάζεις πάλι αυτά τα κείμενα. Αυτή είναι η πεμπτουσία της ζωής. Σε αυτό κατέληξα τα πέντε τελευταία χρόνια περίπου. Σε αυτό συνέβαλαν και άλλες αλλαγές που υπήρχαν στη ζωή μου. Και όλα καταλήγουν εκεί, στην τέχνη. Και λέω «ευτυχώς, έχω το θέατρο»».


­ Και ο ρόλος του πατέρα;


«Δεν θα μπορούσα να πω ότι υπάρχει κάποια δυσκολία γιατί εγώ δεν έζησα πολύ με το παιδί μου. Αν ήταν άλλες οι συνθήκες… Τώρα πια το παιδί μου μεγάλωσε, είναι ανεξάρτητος. Εκείνο που θέλω είναι να προσπαθήσει όσο το δυνατόν πιο πολύ γιατί η ζωή είναι περίεργη. Ας πάρει λίγα από αυτά που λέω γιατί θα του κάνουν καλό. Ποτέ δεν προσπάθησα να μεταβιβάσω στον Γιάννη ότι ζει δίπλα σε γονείς διάσημους. Ασφαλώς όμως πιστεύω ότι θα του ήταν πολύ δύσκολο. θα του δημιούργησε κάποια προβλήματα. Τα έφερε έτσι η ζωή και τα πράγματα σήμερα είναι ξεκάθαρα. Ή τα ακολουθείς ή όχι. Δεν επηρεάστηκε από μας στις επιλογές του και αυτό μπορεί να ήταν καλό.


Κάνει όμως κάτι πράγματα τελευταίως ο Γιάννης που εγώ δεν θα τα έκανα».


­ Αναφέρεστε σε επιλογές ζωής ή δουλειάς;


«Και στα δύο. Οχι ότι κάνει άστατη ζωή. Αλλά βρέθηκε ανάμεσα σε πάρα πολλά λεφτά και κάπου εκεί χάθηκε. Ελπίζω να τον βρει τον δρόμο του».


­ Η ιστορία με το σπίτι της οδού Στησιχόρου, που πούλησε, σας πίκρανε;


«Ηταν κάτι που με ξάφνιασε. Δεν μπορώ να το αρνηθώ. Ηταν ένα σοκ. Αλλωστε μέσα σε αυτό το σπίτι ζήσαμε με την Αλίκη, γεννήθηκε ο Γιάννης και ξαφνικά άκουσα από την τηλεόραση ότι πουλήθηκε το σπίτι. Δεν με είχε ενημερώσει. Δεν θα του έλεγα τι να κάνει. Απλώς μπορούσε να μου έχει κάνει μια ενημέρωση.


Καλά τα λέγαμε πριν, τώρα πια δεν τα λέμε. Καλά τα λέγαμε και μετά την Αλίκη. Τον τελευταίο καιρό όμως δεν τα λέμε καθόλου».


­ Δύο χρόνια μετά, η απουσία της Αλίκης τι σημαίνει για σας;


«Δεν μου φαίνεται ότι η Αλίκη έχει φύγει. Ισως γιατί βλέπω καμιά ταινία… Ισως… Αυτό που σκέφτομαι δεν είναι ότι πέθανε. Πιστεύω ότι έχει πάει στην Αμερική, ότι απλώς δεν είναι στην Αθήνα. Οντως έτσι θέλω να το βλέπω, έτσι το έχω συνειδητοποιήσει».


­ Πιστεύετε ότι η Αλίκη Βουγιουκλάκη τιμήθηκε όπως θα έπρεπε;


«Δύσκολη ερώτηση. Νομίζω, πάντως, πως όχι».


Η τραγωδία του Σοφοκλή «Οιδίπους επί Κολωνώ» παρουσιάζεται την Παρασκευή και το Σάββατο στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου (9 μ.μ.). Μετάφραση: Κ. Χ. Μύρης, σκηνοθεσία: Σταύρος Τσακίρης, σκηνικά – κοστούμια: Λαλούλα Χρυσικοπούλου, μουσική: Γιώργος Κουρουπός, μουσική διδασκαλία: Νένη Ζάπα. Με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Παίζουν: Γιώργος Κέντρος, Τάσος Χαλκιάς, Γιώργος Παρτσαλάκης, Δήμητρα Χατούπη – Μίνα Χειμώνα (σε διπλή διανομή), Ελισάβετ Γιαννοπούλου, Γιάννης Θωμάς. Μετά την Επίδαυρο θα δοθούν παραστάσεις στην Πελοπόννησο, στα πλαίσια της πανελλήνιας περιοδείας του θιάσου. Η παράσταση είναι μια παραγωγή της «Θεατρικής Διαδρομής».