Μ
ε τη συνεχιζόμενη συζήτηση πάνω στην ίδρυση μη κερδοσκοπικών, ιδιωτικών πανεπιστημίων και με τις πρόσφατες αλλαγές στον τρόπο εισαγωγής στα ΑΕΙ, το πρόβλημα της δομής και λειτουργίας της ανωτάτης παιδείας βρίσκεται πάλι στο κέντρο της επικαιρότητας. Νομίζω πως όχι μόνο οι κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις αλλά και οι διάφορες αντιδράσεις της (κομματικής και μη) αντιπολίτευσης έχουν έναν ad hoc αποσπασματικό χαρακτήρα. Και αυτό από την άποψη πως οι προτάσεις και αντιπροτάσεις δεν βασίζονται σε ένα γενικό πλαίσιο που να αναλύει με σφαιρικό τρόπο πώς λειτουργεί σήμερα το πανεπιστήμιο σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία και πώς θα πρέπει να αλλάξει στο κατώφλι του 21ου αιώνα.


Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω, με πολύ σχηματικό τρόπο, να εντάξω τις σημερινές διαμάχες σε έναν πιο γενικό προβληματισμό πάνω στις σχέσεις της ανωτάτης παιδείας με το κράτος, την αγορά και, κυρίως, την κοινωνία των πολιτών.


Ξεκινώ με δύο βασικές επισημάνσεις. Πρώτον, σε όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες οι θεσμικοί χώροι της παιδείας, του κράτους και της αγοράς διαφοροποιούνται από άποψη λειτουργίας: ο καθένας τείνει να έχει ­ τυπικά τουλάχιστον ­τη δική του λογική, τα δικά του ιδεώδη και αξίες. Δεύτερον, σε πολλές περιπτώσεις, η λογική και οι αξίες ενός χώρου μπορεί να κυριαρχήσουν και να καταργήσουν την αυτονομία των άλλων χώρων. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες πρόσφατα αναπτυγμένες χώρες, η κομματικοκρατική λογική του πολιτικού χώρου υπονομεύει τη λογική όλων των άλλων διαφοροποιημένων θεσμικών χώρων. Πιο συγκεκριμένα, στο οικονομικό πεδίο το ελληνικό κράτος, αντί να υποβοηθά και να υποστηρίζει την καπιταλιστική ανάπτυξη, αποτελεί την κυριότερη αιτία για την υπανάπτυξη της χώρας. Στο πεδίο της κοινωνίας των πολιτών, η κρατική πολιτική αποθαρρύνει συστηματικά τη δημιουργία ισχυρών οργανώσεων και άλλων ενώσεων πολιτών οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν φραγμούς στον αυταρχισμό και στις αυθαιρεσίες της κυβέρνησης. Τέλος, στην ανώτατη εκπαίδευση ο κύριος στόχος αυτού που ο Πάρσονς αποκαλεί γνωστικό ορθολογισμό (την παραγωγή και διάχυση της γνώσης) περνά σε δεύτερη μοίρα καθώς το ακαδημαϊκό ήθος υποκαθίσταται συστηματικά από διοικητική – γραφειοκρατική νοοτροπία, καθώς η ισχύς που απορρέει από τις προσωπικές διασυνδέσεις αποδεικνύεται πιο σημαντική από ό,τι η επιρροή και το κύρος που βασίζονται στην πρωτότυπη έρευνα και στην αποτελεσματική άσκηση των διδακτικών καθηκόντων.


* Η κυριαρχία του κράτους


Ως προς τους τρόπους με τους οποίους η πολιτική λογική του κράτους επικαθορίζει την ακαδημαϊκή λογική θα μπορούσε κανείς να επισημάνει τα εξής:


α. Νομικοί – γραφειοκρατικοί έλεγχοι από πάνω


Λόγω της υφιστάμενης νομοθεσίας και της τάσης της κυβέρνησης να ασκεί υπέρμετρα ρυθμιστικό ρόλο, τίποτε δεν μπορεί να γίνει σε επίπεδο πανεπιστημιακού τμήματος δίχως χρονοβόρες διαδικασίες όπου τον κύριο λόγο έχει το υπουργείο Παιδείας. Σε αντιδιαστολή με ό,τι συμβαίνει στις αγγλοσαξονικές χώρες, στην Ελλάδα το εκπαιδευτικό σύστημα δεν αφήνει περιθώρια στους επικεφαλής των τμημάτων ώστε να αξιοποιούν τη φαντασία τους και τις διοικητικές τους ικανότητες με όποιον τρόπο κρίνουν οι ίδιοι πρόσφορο. Με δεδομένο το ασφυκτικό νομοθετικό πλαίσιο, ο μόνος τρόπος με τον οποίο ένας ευρηματικός επικεφαλής τμήματος μπορεί να αλλάξει τα πράγματα είναι να αποκτήσει την εύνοια του υπουργού Παιδείας ή των διευθυντικών στελεχών του υπουργείου. Η επιστημονική επάρκεια και το πνευματικό κύρος έχουν δευτερεύουσα σημασία για την ακαδημαϊκή εξέλιξη. Αν κάτι προέχει, αυτό είναι η ικανότητα ελιγμών στις λαβυρινθώδεις δομές του υπουργείου Παιδείας, η ικανότητα να διαπραγματεύεται κανείς και να ανταλλάσσει εξυπηρετήσεις με εκείνους που ελέγχουν τον κρατικό μηχανισμό.


β. Μετατόπιση του ακαδημαϊκού ήθους


Με δεδομένο τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της ανώτατης εκπαίδευσης από το κράτος, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η ενδοπανεπιστημιακή άμιλλα μεταξύ ακαδημαϊκών αφορά όχι τόσο την παραγωγή και διάχυση της γνώσης όσο την απόκτηση «πολιτικού κεφαλαίου» μέσω διασυνδέσεων με τα κόμματα ή τη γραφειοκρατία του υπουργείου. Για τον πανεπιστημιακό δάσκαλο το ερευνητικό έργο του και η γόνιμη ακαδημαϊκή παρουσία του ­ τόσο σε σχέση με τους φοιτητές όσο και σε σχέση με τους συναδέλφους του ­ έχουν μικρότερη σημασία από το να διαθέτει τις κατάλληλες πολιτικές διασυνδέσεις και φίλους σε κατάλληλες θέσεις. Με άλλα λόγια, συχνά ένας πανεπιστημιακός που το ενδιαφέρον του είναι στραμμένο στο ερευνητικό και διδακτικό έργο του «προοδεύει» λιγότερο από άλλους που χρησιμοποιούν τον χρόνο τους και τις πνευματικές ικανότητές τους για να καλλιεργούν τις απαραίτητες σχέσεις με την πολιτική εξουσία.


Η μικροπολιτική και τα παιχνίδια εξουσίας είναι σε όλες τις χώρες φυσικά εγγενή σε κάθε πεδίο κοινωνικής δραστηριότητας. Οπου όμως υπάρχει πραγματική ακαδημαϊκή αυτονομία, το παιχνίδι εξουσίας εστιάζεται στην απόκτηση συμβολικού ή πολιτισμικού κεφαλαίου (για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Μπουρντιέ). Αντίθετα, όπου αυτή η αυτονομία πάσχει, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, το παιχνίδι εξουσίας συνδέεται άμεσα με την απόκτηση πολιτικού κεφαλαίου στο εσωτερικό της πανεπιστημιακής κοινότητας. Το πολιτικό αυτό κεφάλαιο μπορεί να αποκτάται μέσω της κομματικής υποστήριξης, μέσω διασυνδέσεων με την κρατική γραφειοκρατία, μέσω συμμετοχής σε κλίκες που βασίζονται σε προσωπικές γνωριμίες ή/και κοινά επαγγελματικά συμφέροντα κ.ο.κ. Ολα αυτά τα φαινόμενα αντανακλούν την έλλειψη ακαδημαϊκής αυτονομίας, όπως επίσης και μια αδύναμη κοινωνία πολιτών η οποία επιτρέπει σε δυνάμεις που αντλούν την ισχύ τους από το κράτος, το κόμμα και πιο γενικά την πελατειακή νοοτροπία να δίνουν τον τόνο σε όλα τα ζητήματα, ακόμη και στα ακαδημαϊκά.


Αν λάβει κανείς σοβαρά τα παραπάνω, η πρόσφατη σκανδαλώδης απόφαση απόρριψης της αίτησης μετάκλησης του διεθνούς φήμης αστροφυσικού κ. Νανόπουλου από το Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών είναι εντελώς κατανοητή και προβλεπόμενη.


γ. Εσωστρέφεια / Πολιτισμική περιχαράκωση


Με δεδομένους τους νομικούς και διοικητικούς ελέγχους από τα πάνω, καθώς και την υποκατάσταση του ακαδημαϊκού ήθους από την πολιτική – κομματική λογική, δεν είναι παράξενο ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο χαρακτηρίζεται από έντονα αμυντική, περιχαρακωμένη, επαρχιακή και εσωστρεφή στάση απέναντι στα πανεπιστήμια του εξωτερικού, είτε αυτά λειτουργούν στην Ελλάδα είτε όχι. Ετσι, από τη σκοπιά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, εύκολα μπορεί κανείς να εντοπίσει μια σειρά μηχανισμούς που αποκόπτουν το ελληνικό πανεπιστήμιο από το ευρύτερο ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό και πολιτικό γίγνεσθαι. Για να δώσω ένα απλό παράδειγμα, θεωρώ αμυντική περιχαράκωση την ιδεοληπτική αρχαιολατρία που χαρακτηρίζει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα από τη γένεσή του, η οποία συχνά καλλιεργεί στους σπουδαστές την πεποίθηση ότι καθετί σημαντικό στο πεδίο της γνώσης το είχαν ήδη πει ή ανακαλύψει οι ένδοξοι πρόγονοί μας χιλιάδες χρόνια πριν.


Αλλη διάσταση της αμυντικής περιχαράκωσης είναι ο διαβρωτικός φορμαλισμός της σύγχρονης ελληνικής εκπαίδευσης. Απόρροια αυτού είναι, μεταξύ άλλων, η μηχανιστική απομνημόνευση του «συγγράμματος» η οποία οδηγεί ουσιαστικά σε σαφή αδυναμία να έχει κανείς κριτική εποπτεία της κίνησης των ιδεών στον διεθνή ακαδημαϊκό και πνευματικό στίβο.


Συμπερασματικά, είτε παρατηρήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο το κράτος ελέγχει το πανεπιστήμιο είτε τη μορφή που παίρνει η άμιλλα στο εσωτερικό της πανεπιστημιακής κοινότητας είτε τις σχέσεις που διαμορφώνει το πανεπιστήμιο με το ευρύτερο περιβάλλον του, είναι φανερό ότι η εκπαιδευτική λογική υποτάσσεται συστηματικά στην πολιτική λογική. Πρόκειται για χαρακτηριστικό που αποτελεί απόρροια αλλά και αίτιο ταυτόχρονα της αδύναμης κοινωνίας των πολιτών στην Ελλάδα. Με δεδομένη αυτή την κατάσταση, τι είδους μεταρρυθμίσεις είναι δυνατές;


* Οι πιθανές θεραπείες


Η νεοφιλελεύθερη απάντηση στα όσα επισημάνθηκαν είναι να χρησιμοποιηθεί η λογική της αγοράς ως αντίδοτο στην κυρίαρχη πολιτική – γραφειοκρατική λογική. Δεν θα ασχοληθώ εδώ εν εκτάσει με τη συγκεκριμένη πρόταση για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Απλώς θα υπογραμμίσω ότι η νεοφιλελεύθερη στρατηγική υποκαθιστά τον πολιτικό με τον οικονομικό «αποικισμό» του εκπαιδευτικού χώρου. Με πολύ διαφορετικό τρόπο η καθεμιά, η ηγεμονία τόσο του πολιτικού όσο και του οικονομικού στοιχείου δεν αφήνει περιθώριο για να ανθήσει ­ όπως θα έπρεπε να συμβαίνει ­ η λογική εκείνη που έχει ως επίκεντρο την παραγωγή γνώσης και τη διάχυσή της.


Προφανώς, η αντίθεσή μου τόσο με τον «πολιτικό αποικισμό» που χαρακτηρίζει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα όσο και με τον «οικονομικό αποικισμό» που υποστηρίζουν τεχνοκρατικοί κύκλοι στην Ελλάδα και στο εξωτερικό δεν σημαίνει και ότι προτείνω να μετατραπούν τα ελληνικά πανεπιστήμια σε «πύργους από ελεφαντόδοντο», αποκομμένους από τις πολιτικές ή τις οικονομικές ανάγκες της χώρας. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα οδηγούμασταν σε μια άλλη μορφή αμυντικής περιχαράκωσης. Αυτό που προτείνω είναι να αποκατασταθεί η ισορροπία πολιτικού, οικονομικού και εκπαιδευτικού πεδίου έτσι ώστε η στενά οικονομική λογική της παραγωγικότητας αφενός και η λογική της πολιτικής επικυριαρχίας αφετέρου να μην υπονομεύουν συστηματικά την κοινωνία των πολιτών γενικά αλλά και την αυτόνομη λογική της παραγωγής και διάχυσης της γνώσης ειδικότερα.


Σε ό,τι αφορά το ελληνικό πανεπιστήμιο, τι είδους μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πιο ικανοποιητική ισορροπία πολιτικού, οικονομικού και πολιτισμικού – εκπαιδευτικού στοιχείου;


α. Μεγαλύτερη αυτονομία απέναντι στο κράτος


Παρ’ όλο που οι κρατικοί έλεγχοι είναι απαραίτητοι, το νομικό πλαίσιο, ο γνωστός σε όλους μας νόμος – πλαίσιο, θα μπορούσε να αναδιαρθρωθεί ενισχύοντας τη δυνατότητα των επικεφαλής των τμημάτων να αμιλλώνται και να αναπτύσσουν πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της έρευνας και διδασκαλίας. Οι νομικοί κανόνες θα μπορούσαν να διατυπώνονται με τρόπο που να ενθαρρύνει την άμιλλα για την απόκτηση συμβολικού – πολιτισμικού και όχι γραφειοκρατικού – πολιτικού κεφαλαίου.


Κρίνοντας από παλαιότερες απόπειρες που έγιναν, δεν ελπίζω κανένα από τα υπάρχοντα κόμματα να προωθήσει παρόμοιες αλλαγές. Το σημερινό αδιέξοδο μπορεί να ξεπερασθεί μόνο αν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα συμφωνήσουν να αφήσουν το θέμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης έξω από το κομματικό παιχνίδι. Μόνο αν δεχθούν να μεταβιβάσουν μέρος της εξουσίας τους σε έναν αυτόνομο, μη κερδοσκοπικό οργανισμό ανεξάρτητων πανεπιστημιακών δασκάλων και ειδικών, ο οποίος θα διαθέτει τόσο τους πόρους όσο και τις εξουσίες ώστε να διαμορφώσει, να εφαρμόσει και να παρακολουθεί στην εφαρμογή τους τις απαραίτητες μακροπρόθεσμες αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση. Με άλλα λόγια, η ουσιαστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση θα πρέπει να προέλθει από τους ίδιους τους κόλπους της κοινωνίας των πολιτών και όχι από την κρατική εξουσία.


β. Αλλαγές στη χρηματοδότηση


Η αυτονομία του πανεπιστημίου απέναντι στο κράτος μπορεί επίσης να ενισχυθεί αν αλλάξει ριζικά το σύστημα χρηματοδότησης. Η αρχή της «δωρεάν» ανώτατης παιδείας για όλους είναι βαθύτατα άδικη προκειμένου για μια χώρα όπου οι ανισότητες αυξάνονται με ταχύ ρυθμό. Η εκπαιδευτική ανισότητα είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή αν λάβει κανείς υπόψη ότι εκείνοι που πληρώνουν υψηλούς φόρους σε σχέση με το εισόδημά τους δεν στέλνουν συνήθως τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο (λ.χ. χαμηλόμισθοι υπάλληλοι του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα), ενώ αντίθετα εκείνοι που στέλνουν κατά κανόνα τα παιδιά τους στο πανεπιστήμιο (δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί, αρχιτέκτονες κ.ά.) είτε δεν πληρώνουν σχεδόν καθόλου φόρο είτε πληρώνουν ελάχιστα σε σχέση με το πραγματικό τους εισόδημα. Παρατηρείται, λοιπόν, το φαινόμενο το οικονομικά περιθωριοποιημένο 1/3 του πληθυσμού να χρηματοδοτεί έμμεσα την εκπαίδευση των παιδιών εκείνων που ανήκουν στην ευημερούσα πλειοψηφία των 2/3.


Η λύση στην κραυγαλέα αυτή αδικία δεν είναι, φυσικά, η νεοφιλελεύθερη αντίληψη που βλέπει το πανεπιστήμιο ως απλή επιχείρηση η οποία παρέχει τις υπηρεσίες της μόνο σε όσους μπορούν να πληρώσουν γι’ αυτές. Η αρχή της «δωρεάν» εκπαίδευσης για όλους θα πρέπει να αντικατασταθεί από την αρχή της δωρεάν εκπαίδευσης για όλους όσοι δεν μπορούν να πληρώσουν δίδακτρα. Οσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα θα πληρώνουν τις υπηρεσίες που απολαμβάνουν σε τιμή ανάλογη με το κόστος τους ενώ, τέλος, για σπουδαστές που δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί το εισόδημα των γονέων τους θα μπορούσε να εφαρμόζεται το σύστημα των δανείων (που θα εξοφλούνται αν και όταν ο νέος αποφοιτήσει και βρει κατάλληλη δουλειά).


Γενναιόδωρες υποτροφίες για τους οικονομικά αδύναμους, δίδακτρα αντίστοιχα με το κόστος των παρεχόμενων υπηρεσιών για τους ευκατάστατους, σπουδαστικά δάνεια για τις ενδιάμεσες οικονομικέςκατηγορίες θα μπορούσαν, επομένως, να αποτελούν τη λύση στο πρόβλημα. Με αυτόν τον τρόπο όχι μόνο το εκπαιδευτικό σύστημα θα γινόταν δικαιότερο αλλά και τα ελληνικά πανεπιστήμια θα εξασφάλιζαν πρόσθετους πόρους ώστε να αναβαθμισθούν ριζικά οι εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου υπηρεσίες τις οποίες παρέχουν σήμερα.


γ. Ενδοπανεπιστημιακή άμιλλα


Για μια ουσιαστική μεταρρύθμιση της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης δεν αρκεί ούτε η χαλάρωση του κρατικού ελέγχου ούτε η εισαγωγή των διδάκτρων για τους φοιτητές από εύπορες οικογένειες. Κανένας από τους μηχανισμούς αυτούς δεν μπορεί να εγγυηθεί από μόνος του τη μετάβαση από τον ανταγωνισμό για πολιτικό κεφάλαιο στην άμιλλα για συμβολικό και πολιτισμικό κεφάλαιο. Με δεδομένες τις συντεχνιακές τάσεις και τις τάσεις περιχαράκωσης που κυριαρχούν κατά κανόνα στα ελληνικά πανεπιστήμια, δεν είναι καθόλου βέβαιον ότι οι αναγκαίες εσωτερικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να προέλθουν από «εκσυγχρονιστικές δυνάμεις» στους κόλπους της ακαδημαϊκής κοινότητας. Τόσο μεταξύ των καθηγητών όσο και μεταξύ των σπουδαστών υπάρχουν, ασφαλώς, τέτοιες δυνάμεις. Χρειάζονται, όμως, εξωτερική υποστήριξη και μάλιστα όχι τόσο από την κυβέρνηση ή τα πολιτικά κόμματα όσο από μηχανισμούς της ίδιας της κοινωνίας των πολιτών.


Τα επιχειρήματα για τη διατήρηση του κρατικού μονοπωλίου στην παιδεία βασίζονται είτε σε ψηφοθηρικούς υπολογισμούς (το περίφημο πολιτικό κόστος) είτε σε καθαρά δογματικές προκαταλήψεις. Τέτοιες προκαταλήψεις έχουν ως βάση την απλοϊκή ιδέα ότι καθετί το κρατικό είναι εξ ορισμού καλύτερο και δικαιότερο από το μη κρατικό. Το ότι το μη κρατικό μπορεί να είναι μη κερδοσκοπικό, καθώς επίσης και το ότι το κρατικοκρατούμενο πανεπιστήμιο προσφέρει, με μερικές εξαιρέσεις, άθλιες υπηρεσίες, αυτό ποσώς ενδιαφέρει όλους αυτούς που στηρίζουν την επιχειρηματολογία τους στο ανεγκέφαλο δόγμα.


Υποστηρίχθηκε για παράδειγμα ότι η αποδοχή μη κρατικών πανεπιστημίων θα υποβαθμίσει ακόμη περισσότερο την ήδη υποβαθμισμένη παιδεία μας. Αλλά η ύπαρξη μη κερδοσκοπικών, ιδιωτικών πανεπιστημίων σε τίποτε δεν εμποδίζει το κράτος να αναβαθμίσει τα κρατικά πανεπιστήμια μέσω αύξησης πόρων ή με άλλα μέσα. Το επιχείρημα της υποβάθμισης έχει μια λογική μόνο αν κάνει κανείς την υπόθεση πως το τωρινό ελληνικό κράτος είναι ανίκανο ­ ακόμη και αν διαθέσει επιπλέον πόρους ­ να αναβαθμίσει τα κρατικά πανεπιστήμια. Σε αυτή την περίπτωση η ύπαρξη μη κρατικών πανεπιστημίων θα δείξει κατά κραυγαλέο τρόπο τα χάλια του κρατικού τομέα και θα οδηγήσει τους φοιτητές να σπουδάζουν στον μη κερδοσκοπικό, ιδιωτικό χώρο. Αν κάτι τέτοιο συμβεί, πράγματι ο κρατικοκρατούμενος εκπαιδευτικός τομέας θα υποβαθμισθεί. Αλλά γι΄ αυτό δεν θα φταίνε τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, θα φταίει το κράτος και το κρατικοκρατούμενο πανεπιστήμιο. Σε αυτή την περίπτωση χίλιες φορές καλύτερα ένα υποβαθμισμένο κρατικό σύστημα που συνυπάρχει με ένα πιο αποτελεσματικό μη κρατικό παρά ένα υποβαθμισμένο κρατικό σύστημα που απαγορεύει τον ανταγωνισμό.


Ενα δεύτερο επιχείρημα για τη μη κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου είναι ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα αυξήσουν τις κοινωνικές ανισότητες. Αλλά σε αυτή την περίπτωση τίποτε δεν εμποδίζει το κράτος να δίνει γενναιόδωρες υποτροφίες στους μη εύπορους φοιτητές ­ υποτροφίες που θα έδιναν τη δυνατότητα στους τελευταίους να επιλέξουν μεταξύ του ιδιωτικού και του κρατικού τομέα.


Το τρίτο επιχείρημα για τη διαιώνιση του σημερινού status quo είναι ότι τα ήδη υπάρχοντα παραρτήματα αλλοδαπών πανεπιστημίων που λειτουργούν (χωρίς κρατική αναγνώριση) σε ελληνικό έδαφος δεν είναι αρκετά «σοβαρά». Αλλά, αντί το επιχείρημα της «σοβαρότητας» να χρησιμοποιείται για να προστατεύεται η σημερινή απαράδεκτη μονοπωλιακή κατάσταση, θα ήταν προτιμότερο να υπάρχει αξιόπιστος μηχανισμός ή φορέας ικανός να αποφαίνεται ποια παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις εγκυρότητας και ποια όχι. Ο σχετικός φορέας θα μπορούσε να στελεχωθεί από ανθρώπους κύρους που θα θεσπίζουν κριτήρια για την αναγνώριση των τίτλων σπουδών από το κράτος. Οντας ανεξάρτητος από την κυβέρνηση, τα πολιτικά κόμματα και τις πανεπιστημιακές αρχές, όχι μόνο θα ασκούσε ένα είδος «ποιοτικού ελέγχου» αλλά και θα ενίσχυε τον ρόλο της κοινωνίας των πολιτών.


Ενα τελευταίο επιχείρημα εναντίον της κατάργησης του κρατικού μονοπωλίου είναι ότι σε πολλές άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες (π.χ. στη Βρετανία) τα πανεπιστήμια είναι κρατικά και χρηματοδοτούνται ως επί το πλείστον από τον δημόσιο προϋπολογισμό. Αρα η κατάσταση στη χώρα μας, λέει αυτή η άποψη, δεν διαφέρει και πολύ από αυτήν των άλλων δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Νομίζω ότι ο παραπάνω ισχυρισμός είναι εσφαλμένος για δύο λόγους:


* Το παράδειγμα της Βρετανίας


Πρώτον, σε χώρες όπου τα σπουδαιότερα πανεπιστημιακά ιδρύματα έχουν χαρακτήρα δημοσίου δικαίου, τα μη δημοσίου δικαίου πανεπιστήμια δεν απαγορεύονται από το Σύνταγμα. Αν πάρουμε ως παράδειγμα τη Βρετανία, πέρα από το ότι η Οξφόρδη και το Κέιμπριτζ δεν είναι κρατικά πανεπιστήμια, τα διπλώματα των λιγότερο γνωστών μη κρατικών πανεπιστημίων (π.χ. του Πανεπιστημίου του Buckingham που είναι ιδιωτικό ή του Richmond College που είναι παράρτημα αμερικανικού πανεπιστημίου) αναγνωρίζονται και από το κράτος και από τα κρατικά πανεπιστήμια. Ετσι π.χ. ένας πτυχιούχος από μη κρατικό πανεπιστήμιο μπορεί κάλλιστα να συνεχίσει τις μεταπτυχιακές σπουδές του σε ένα πιο γνωστό κρατικό πανεπιστήμιο χωρίς να έχει πρόβλημα αναγνώρισης του δεύτερου πτυχίου του. Στη χώρα μας, από την άλλη μεριά, τα μεταπτυχιακά διπλώματα από σοβαρά πανεπιστήμια του εξωτερικού αμφισβητούνται από τη στιγμή που το πρώτο δίπλωμα του φοιτητή είναι από μη κρατικό πανεπιστημιακό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, φοιτητής μου που έκανε μια εξαιρετική διατριβή στη London School of Economics αλλά που είχε πάρει το πρώτο του πτυχίο στο Deere College, όταν γύρισε στην Ελλάδα, όσον αφορά το κράτος, ήταν σαν να μην είχε κανένα πτυχίο! Τέτοιου είδους παράλογη και άκρως συντεχνιακή νοοτροπία, από όσο ξέρω τουλάχιστον, δεν συναντά κανείς σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα.


Δεύτερον, και πιο βασικό, τα δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια δημοσίου δικαίου έχουν πολύ μεγαλύτερη αυτονομία απέναντι στον κρατικό μηχανισμό από ό,τι στην Ελλάδα. Και όπως υποστήριξα πιο πάνω, είναι ακριβώς αυτή η αυτονομία που τους επιτρέπει να λειτουργούν στη βάση μιας περισσότερο ακαδημαϊκής και λιγότερο συντεχνιακής, κομματικοκρατικής λογικής. Και επειδή λειτουργούν σωστά, δεν έχουν βέβαια τίποτα να φοβηθούν από τα μη κρατικά πανεπιστήμια που όντως παίζουν δευτερεύοντα ρόλο. Στον τόπο μας, όπου τα κρατικά πανεπιστήμια δυσλειτουργούν, τα μη κρατικά ­ με τον κατάλληλο ποιοτικό έλεγχο ­ θα μπορούσαν να παίξουν, μέσω του ανταγωνισμού, πολύ σημαντικό ρόλο στην αναβάθμιση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.


Είναι νομίζω προφανές ότι κανένα από τα παραπάνω επιχειρήματα για τη διατήρηση και τη συνταγματική κατοχύρωση του αναχρονιστικού κρατικού μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση δεν έχει ορθολογική βάση. Επιπλέον, αν λάβουμε υπόψη μας τα άλλα πλεονεκτήματα της κατάργησης του μονοπωλίου (μείωση της διαρροής συναλλάγματος, τέλος στην ανισορροπία μεταξύ της τεράστιας ζήτησης για ποιοτική παιδεία και της ανεπαρκούς προσφοράς, αναβάθμιση του κρατικού τομέα μέσω του ανταγωνισμού κλπ.), δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα μη κερδοσκοπικά, ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν είναι μόνο επιθυμητά αλλά και αναγκαία.


Ο κ. Ν. Μουζέλης είναι καθηγητής στη London School of Economics.


Οι προϋποθέσεις της μεταρρύθμισης


Ενώ τα δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια υφίστανται σήμερα «οικονομικό αποικισμό» στον οποίο δεσπόζουν οι νόμοι της αγοράς, τα πανεπιστήμια στην Ελλάδα εξακολουθούν να λειτουργούν σε καθεστώς «κρατικού/πολιτικού αποικισμού». Η κυριαρχία του πολιτικού εις βάρος του εκπαιδευτικού στοιχείου αποτελεί το κλειδί για την ερμηνεία των τριών κύριων αρνητικών χαρακτηριστικών της ανώτατης εκπαίδευσης: α) υπεργραφειοκρατικοποίηση, σε συνδυασμό με ασφυκτικό έλεγχο από το κράτος, β) ενδοπανεπιστημιακός ανταγωνισμός, με στόχο την απόκτηση πολιτικού κυρίως κεφαλαίου και όχι πολιτισμικού και γ) εσωστρέφεια και περιχαράκωση σε σχέση με το ευρύτερο περιβάλλον.


Σε ό,τι αφορά πιθανές μεταρρυθμίσεις, η νεοφιλελεύθερη συνταγή, που είναι σήμερα της μόδας, αντικαθιστά τη μια μονολογική λύση με μια άλλη: αντικαθιστά την κρατοκρατούμενη με την εμπορικοκρατούμενη παιδεία. Αυτό όμως που απαιτείται είναι, αντίθετα, μεταρρυθμίσεις με πολυλογικό προσανατολισμό. Λύσεις στο πλαίσιο των οποίων η εκπαιδευτική λογική θα διατηρεί σχετική αυτονομία τόσο σε σχέση με τις απαιτήσεις της αγοράς στο οικονομικό πεδίο όσο και σε σχέση με τις απαιτήσεις του κράτους και των κομμάτων στο πολιτικό πεδίο.


Αναγκαίες προϋποθέσεις για μια τέτοια λύση είναι: α) χαλάρωση των κρατικών ελέγχων και δημιουργία ενός αυτόνομου, μη κομματικού οργανισμού που θα παρακολουθεί την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, β) αντικατάσταση της αρχής της «δωρεάν» παιδείας από ένα πιο δίκαιο σύστημα που θα συνδυάζει δίδακτρα, γενναιόδωρες υποτροφίες και δάνεια και γ) κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση μέσω της αναγνώρισης μη κερδοσκοπικών, ιδιωτικών ιδρυμάτων που πληρούν σαφώς καθορισμένες προϋποθέσεις. Πιστεύω ότι με τις μεταρρυθμίσεις αυτές όχι μόνο το σύστημα ανώτατης εκπαίδευσης θα αναβαθμισθεί αλλά και το εξαιρετικά αδύναμο πεδίο της κοινωνίας των πολιτών στην Ελλάδα θα ενισχυθεί.