«Οι απέναντι», «Μ’ αγαπάς;», «Ελεύθερη κατάδυση». Μεγάλο μέρος της φιλμογραφίας του Γιώργου Πανουσόπουλου (οκτώ μεγάλου μήκους ταινίες μέσα σε μια περίοδο 40 χρόνων) δίνει το δικό του χρώμα στην εποχή που ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος μπήκε στη ζωή μας στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και άνθησε την αμέσως επόμενη. Σε μια κινηματογραφική περίοδο μουντή και συννεφιασμένη, ο Πανουσόπουλος προτιμούσε πάντα τη ζέστη του ελληνικού θέρους, την καλοκαιρινή ανεμελιά, τον διονυσιακό αισθησιασμό. Αυτά είναι τα πιο δυνατά σημεία των ταινιών του, μαζί με τον τρόπο με τον οποίο κινηματογραφούσε πάντα το γυμνό σώμα κάτω από τον δυνατό ελληνικό ήλιο ή τη δροσιά της νύχτας. Δικαίως χαρακτηρίστηκε ένας από τους πιο ερωτικούς σκηνοθέτες του ελληνικού κινηματογράφου στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Εχοντας περάσει πια τα 70, σήμερα ο έμπειρος δημιουργός επιστρέφει ξανά στο σινεμά από το οποίο είχε 14χρονη απουσία. «Σ’ αυτή τη χώρα κανείς δεν ήξερε να κλαίει». Ο τίτλος της τελευταίας ταινίας του, ένας στίχος του Ακη Πάνου από το τραγούδι «Ητανε λέει», αφορά μια ταινία που φλερτάρει με το ντοκιμαντέρ και είναι γυρισμένη εξ ολοκλήρου στην Ικαρία. Μια ταινία που μοιάζει με φόρος τιμής προς τους κατοίκους ενός τόπου που ζουν με τους δικούς τους ρυθμούς, στον δικό τους χρόνο, εν τέλει σε έναν δικό τους κόσμο: το Αρμενάκι της ταινίας είναι ένα αχαρτογράφητο νησί κάπου στο Αιγαίο, εκεί όπου φτάνουν με το καΐκι δύο ανυποψίαστοι ξένοι, μια νεαρή οικονομολόγος (Μαργαρίτα Πανουσοπούλου – κόρη του σκηνοθέτη) και ο γάλλος ευρωβουλευτής που συνοδεύει (Σερζ Ρεκέ Μπαρβίλ). Οι ξένοι έρχονται σε επαφή με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής, προσπαθούν να εισχωρήσουν στις ανατρεπτικές ηθικές αξίες αλλά και στην αναρχία των κατοίκων του νησιού. Το χρήμα εδώ δεν έχει σημασία, βλέπεις η ζωή είναι μικρή και θέλει καλοπέραση. Ενας παράξενος ιταλός δάσκαλος (Μπάμπης Χατζηδάκης) και μια έξω καρδιά χήρα (Φωτεινή Τσακίρη) θα προσθέσουν πινελιές στην άχαρη ζωή των επισκεπτών, ένας συνδυασμός έρωτα – φύσης θα τους αλλάξει (ίσως) για πάντα.
Μια ταινία… κατά τύχη
«Ηταν μια σύμπτωση» λέει ο Πανουσόπουλος για τη δημιουργία της ταινίας. Σε αντίθεση με αυτό που ενδεχομένως νομίσει κανείς βλέποντας την ταινία, ο ίδιος δεν είχε σχέση με το νησί, δεν είχε καν πάει στην Ικαρία πριν από τη δημιουργία της. «Εγραψα από μόνος μου αυτό το σενάριο και το πήγα εκεί, οπότε μόλις οι ντόπιοι το διάβασαν είπαν «αυτό είναι δικό μας, εμείς το έχουμε γράψει»». Οι Ικαριώτες θέλησαν να συμμετάσχουν στη δημιουργία του «Σ’ αυτή τη χώρα κανείς δεν ήξερε να κλαίει», και αυτό ακριβώς έγινε: οι περισσότεροι άνθρωποι που εμφανίζονται στην ταινία είναι ντόπιοι (το κάστινγκ των ερασιτεχνών ανέλαβε ο επίσης σκηνοθέτης Σταύρος Ψυλλάκης, γνωστός από διάφορα ντοκιμαντέρ ιατρικού χαρακτήρα που έχει γυρίσει).
Αλλά τι μπορεί να προέτρεψε τον Γιώργο Πανουσόπουλο να γράψει το σενάριο μιας τέτοιας ταινίας, στην οποία μάλιστα ο ερωτισμός είναι μειωμένος επειδή του ήταν πολύ δύσκολο να γράψει ερωτικές σκηνές με πρωταγωνίστρια την κόρη του; Ξεκάθαρη απάντηση ο ίδιος ο σκηνοθέτης δεν έχει να δώσει, λέει όμως ότι «η ζωή δεν είναι μόνο οικονομικά. Οποτε ανοίγεις την τηλεόραση, ακούς την ίδια είδηση. Τα οικονομικά. Ε λοιπόν εμένα τα οικονομικά δεν μ’ ενδιαφέρουν καθόλου. Τα θεωρώ βαρετά. Είπα λοιπόν να κάνω μια ταινία που να μην έχει καμία σχέση με τα οικονομικά. Γιατί στη ζωή υπάρχουν επίσης το γέλιο, η χαρά, το τραγούδι, η μουσική, ο έρωτας».

Τα λεφτά είναι ντεμοντέ

Το «Σ’ αυτή τη χώρα κανείς δεν ήξερε να κλαίει» όχι μόνο απλώς δεν έχει να κάνει με τα οικονομικά αλλά υποστηρίζει ότι «τα λεφτά είναι ντεμοντέ»· αυτό τουλάχιστον ακούμε να λένε οι Ικαριώτες στην ταινία. Βρισκόμαστε σε έναν τόπο όπου επικρατεί η νοοτροπία του «no banks, nο streets, no cars, no rooms to let». Θα μπορούσε όμως ένας τέτοιος «νόμος» να ισχύσει στη ζωή όχι απλώς ενός νησιού αλλά μιας χώρας ολόκληρης; «Οχι, όχι!» απαντά αμέσως ο σκηνοθέτης. «Αν έκανε μια τέτοια ταινία ο Νίκος Περάκης, θα μπορούσες να του κάνεις αυτή την ερώτηση. Ομως η δική μου ταινία δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Αυτά που λέει δεν αποτελούν λύσεις, είναι αστεία… για να γελάσουμε. Το απαντάει και στο ρεφρέν του τραγουδιού του ο Ακης Πάνου… «άσ’ τον να λέει, του ‘χει σαλέψει το μυαλό». Είναι λοιπόν μια ταινία φευγάτη. Οπως κι εγώ».
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν το καλοκαίρι του 2017 και διήρκεσαν περίπου έναν μήνα. Ο σκηνοθέτης δίνει έμφαση στο γεγονός ότι χρειάστηκαν πολλές κάμερες και ότι αυτή τη φορά δεν ήταν ο ίδιος χειριστής τους. Σπουδαίος φωτογράφος ο ίδιος, ο Πανουσόπουλος έχει κάνει τη διεύθυνση φωτογραφίας σε πολλές ταινίες – και σε δικές του. Εδώ τη διεύθυνση φωτογραφίας υπογράφει ο βοηθός του, ο Χρήστος Καραμάνης, με αρκετούς χειριστές κάμερας, ανάμεσα στους οποίους και ο Νίκος Τσεμπερόπουλος, γιος του σκηνοθέτη Γιώργου Τσεμπερόπουλου, φίλου και συνεργάτη του Πανουσόπουλου επί δεκαετίες. «Χρειαζόμουν τον αυτοσχεδιασμό και τα παιδιά μπορούσαν να μου τον δώσουν» είπε ο σκηνοθέτης που δεν γύρισε την ταινία σε φιλμ αλλά ψηφιακά. Ο Πανουσόπουλος δεν δηλώνει νοσταλγός της περιόδου του φιλμ. «Με τα λεφτά που έχουμε δεν μπορούμε να κάνουμε παρά κοινά, απλά πράγματα όσο πιο φτηνά γίνεται». Ο Πανουσόπουλος δεν είναι γενικότερα νοσταλγός του παρελθόντος, πόσω μάλλον του δικού του. Σπανίως βλέπει τις ταινίες του, ίσως το κάνει τώρα με αφορμή το αφιέρωμα που έχει διοργανώσει στο έργο του το φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας. «Οταν η ταινία τελειώσει στο μιξάζ, ο ρόλος μου έχει πια τελειώσει» λέει. «Δεν μου αρέσει καθόλου να γλείφω τις ταινίες μου».

Θυμός για την πολιτική

Ρωτώ τον Γ. Πανουσόπουλο αν με την εξέλιξή του στον χρόνο, από το «Ταξίδι του μέλιτος» μέχρι την τελευταία ταινία του, έχει δει τον χαρακτήρα του να αλλάζει. Παλαιότερα θεωρούνταν ένας από τους πιο «σκληρούς» έλληνες σκηνοθέτες, μύγα δεν σήκωνε στο σπαθί του και η αντιπάθειά του απέναντι στην κριτική κινηματογράφου κάθε άλλο παρά κρυφή ήταν. «Αν και είμαι ο ίδιος άνθρωπος, νιώθω ότι πλέον έχω κάπως μαλακώσει» είπε. «Νομίζω όμως ότι ποτέ δεν μπόρεσα να κάνω μια πραγματικά σημαντική ταινία γιατί ήμουν πολύ θυμωμένος με τις κυβερνήσεις μας, με τους Τσίπρες και τους Σαμαράδες».
Αν όμως σε πρώτο τουλάχιστον επίπεδο οι ταινίες του Γ. Πανουσόπουλου δεν υπήρξαν ποτέ πολιτικές, είναι ακριβώς επειδή ο ίδιος θεωρεί ότι όπως τα οικονομικά έτσι και η πολιτική είναι «το πιο βαρετό θέμα που υπάρχει. Και είναι, επίσης, περιορισμένο θέμα, κρατά για λίγο καιρό. Οι δικές μου ταινίες μπορούν να κρατήσουν για πάντα». Γι’ αυτό εξάλλου ξεχωρίζει το «Μ’ αγαπάς;» ως μια από τις πιο ευχάριστες εμπειρίες του σε ό,τι αφορά το γύρισμα. «Εγιναν όλα με ευκολία, με μια απλότητα. Ξέρω ότι σε πολύ κόσμο αρέσουν οι «Απέναντι» ή το «Ταξίδι του μέλιτος», κάποιοι βρίσκουν καλή και τη «Μανία», όμως για προσωπικούς λόγους το «Μ’ αγαπάς;» είναι που έχει μια θέση στην καρδιά μου».

«Τώρα είναι η εποχή των νέων»

«Τώρα είμαστε άφραγκοι, δεν είμαστε πια εύποροι» λέει ο Γιώργος Πανουσόπουλος όταν τον ρωτώ για ποιον λόγο χρειάστηκε να περάσουν 14 ολόκληρα χρόνια από το «Μια μέρα τη νύχτα» μέχρι να παρουσιάσει νέα ταινία. «Μεγάλωσα, και όταν κανείς μεγαλώνει τον γράφουν ξέρεις πού. Μετά τα 70 δεν σου δίνουν πια και τόση σημασία. Κι εμένα και τον Περάκη το Κέντρο Κινηματογράφου μας έχει γραμμένους στα παλιά του τα παπούτσια. Και καλά κάνουν. Τώρα είναι η εποχή των νέων. Τι να κάνουμε; Ετσι είναι».

Πού και πότε

Η ταινία «Σ’ αυτή τη χώρα κανείς δεν ήξερε να κλαίει» προβάλλεται στις αίθουσες σε διανομή Feelgood Entrtainment, ενώ ένα αφιέρωμα στο έργο του πραγματοποιείται στο φεστιβάλ κινηματογράφου Νύχτες Πρεμιέρας.