Ο Τζιανφράνκο Μαριότι υπήρξε ο εμπνευστής του Φεστιβάλ Οπερας Ροσίνι του Πέζαρο που «γεννήθηκε» το 1980 με σκοπό την επανανακάλυψη του συνόλου της δημιουργίας του συνθέτη ο οποίος υπήρξε γέννημα της πόλης και είναι γνωστός στο ευρύ κοινό από τον θρυλικό «Κουρέα της Σεβίλλης» και γενικότερα από τις κωμικές όπερές του.
Πέρυσι, ύστερα από 37 χρόνια στο «τιμόνι» της διοργάνωσης, ο βετεράνος Μαριότι παραιτήθηκε από την καλλιτεχνική διεύθυνση λαμβάνοντας τον τίτλο του επίτιμου προέδρου της αλλά και του επικεφαλής της επιτροπής εορτασμών για την εφετινή επέτειο των 150 χρόνων από τον θάνατο του Ροσίνι.
Στο πλαίσιο των τιμητικών εκδηλώσεων στις οποίες συμμετέχουν πολλές πόλεις ανά τον κόσμο εντάσσεται και το λαμπερό γκαλά που ετοιμάζεται να παρουσιάσει η Εθνική Λυρική Σκηνή στις 16 Σεπτεμβρίου στην κεντρική σκηνή της, στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, σε συνδιοργάνωση με το Φεστιβάλ Οπερας Ροσίνι. Το γκαλά, το οποίο περιλαμβάνει αποσπάσματα από όπερες του συνθέτη σε μουσική διεύθυνση του Ιταλού Σεμπαστιάνο Ρόλι και με τη συμμετοχή καταξιωμένων μονωδών, τελεί υπό τη σκέπη του προγράμματος Tempo Forte το οποίο διοργανώνει η Πρεσβεία της Ιταλίας στην Ελλάδα με τη συνεργασία των υπουργείων Πολιτισμού των δύο χωρών. Ολα τα έσοδα της βραδιάς θα προσφερθούν στους πληγέντες από τις πυρκαγιές της Αττικής.
Ποιο είναι άραγε για τον Μαριότι το μήνυμα της εφετινής επετείου; Ο ίδιος έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει στον ιταλικό Τύπο ότι ο δρόμος δεν ήταν εύκολος και χρειάστηκε να δώσει πολλές μάχες, ακόμα και με την ίδια την πόλη, η οποία δεν πίστευε αρχικά στο πρότζεκτ. Ωστόσο, χάρη στην επιμονή και στις συστηματικές προσπάθειες του Φεστιβάλ Οπερας Ροσίνι του Πέζαρο, πολλά από τα ξεχασμένα έργα του Ροσίνι ήρθαν εκ νέου στο φως τη δεκαετία του ’80. Σήμερα, τίτλοι όπως η «Σεμίραμις», ο «Ταγκρέδος», ο «Οθέλος», η «Κυρά της λίμνης» παρουσιάζονται τακτικά στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του κόσμου και έχουν πάρει δικαιωματικά τη θέση τους πλάι στα κωμικά του αριστουργήματα, όπως τον «Κουρέα της Σεβίλλης», την «Ιταλίδα στο Αλγέρι», τη «Σταχτοπούτα» και τον «Κόμη Ορί».
Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα ο Μαριότι θεωρεί πως υπάρχουν ακόμη πλευρές του Ροσίνι που δεν έχουν αποκαλυφθεί; «Σε πρώτο επίπεδο μπορούμε να πούμε ότι ο Ροσίνι έχει πλέον έρθει εξ ολοκλήρου στο φως. Ωστόσο, σίγουρα υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει ακόμη να γίνουν. Ο δραματικός Ροσίνι δεν είναι τόσο γνωστός στο ευρύ κοινό… Στην εποχή του ο συνθέτης ήταν πολύ σπουδαίος, πολύ γνωστός. Σφράγισε τη μουσική ζωή, επηρέασε άλλους συνθέτες, υπήρχε το φαινόμενο της «Ροσινο-μανίας», να το πω έτσι. Σήμερα όμως δεν μπορούμε ακόμη να ισχυριστούμε πως το έργο του είναι τόσο γνωστό όσο του Βέρντι και του Πουτσίνι. Εχει να κάνει με το ότι οι προσπάθειες για την αποκατάστασή του μετρούν 40 χρόνια μόνο… Γι’ αυτό λέω ότι υπάρχει δρόμος ακόμη και σαφώς η εφετινή επέτειος των 150 χρόνων από τον θάνατο του συνθέτη σηματοδοτεί ένα νέο πεδίο δράσης στην προσπάθεια διεθνούς διάχυσης της ανακτημένης του κληρονομιάς».

Εικόνα, μύθος, εισόδημα

Ο Μαριότι επισημαίνει πως η κεντρική ιδέα επάνω στην οποία έχει στηριχθεί ο εφετινός εορτασμός είναι ότι ο Ροσίνι δεν είναι μόνο η μουσική του αλλά και η εικόνα του, ο μύθος του, η επιρροή του στον μουσικό πολιτισμό όλων των εποχών, ενώ αποτελεί επίσης πηγή εισοδήματος. Κάθε καλοκαίρι χιλιάδες φιλόμουσοι επισκέπτονται τη γενέτειρα του συνθέτη για να παρακολουθήσουν ένα ή περισσότερα έργα του στο ομώνυμο φεστιβάλ, γεγονός που τονώνει αποφασιστικά την τοπική οικονομία. «Κάθε ευρώ που επενδύεται στο Φεστιβάλ, γυρίζει πίσω στο πολλαπλάσιο» λέει ο Μαριότι.
Το γεγονός ότι τα τελευταία 30 περίπου χρόνια έχουν αυξηθεί διεθνώς οι ροσινιάνοι λυρικοί τραγουδιστές σε τι βαθμό συμβάλλει στην ευρύτερη αναγνώριση του συνθέτη; «Ας μου επιτραπεί να πω πως το γεγονός αυτό οφείλεται στον μέγιστο βαθμό στο έργο της Ακαδημίας Ροσίνι «Αλμπέρτο Τζέντα» που λειτουργεί στο Πέζαρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ» λέει ο Μαριότι. «Εκεί, ένας νέος τραγουδιστής δεν διδάσκεται μόνο τα έργα του Ροσίνι αλλά μια ολόκληρη μουσική κουλτούρα. Ξέρετε κάτι όμως; Στην πραγματικότητα ο όρος «ροσινιάνος τραγουδιστής» δεν υπάρχει. Οποιος τραγουδά Ροσίνι, μπορεί να τραγουδήσει τα πάντα. Αυτό δεν συμβαίνει με τον Βέρντι και τον Πουτσίνι. Πάρτε για παράδειγμα τον Παβαρότι. Είναι γνωστός από τους ρόλους του στις όπερες των δύο συνθετών που προανέφερα αλλά Ροσίνι δεν τραγουδούσε. Δεν μπορούσε. Χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι δεν ήταν σπουδαίος τραγουδιστής».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ