Στην είσοδο της Βρετανικής Σχολής, επί της οδού Σουηδίας στο Κολωνάκι, σε υποδέχεται μια μαύρη σακούλα απορριμμάτων, μια ξύλινη παλέτα και ένα πεταμένο νάιλον. Αν είσαι αφηρημένος και δεν δεις την ταμπέλα του ΝΕΟΝ που είναι αναρτημένη στον εξωτερικό τοίχο και προειδοποιεί ότι στο εσωτερικό θα συναντήσει κανείς το εφετινό «Εργο στην Πόλη» του Ανδρέα Λόλη, μπορεί να σκεφτείς προς στιγμήν ότι κάποιος ξέχασε να πετάξει τα σκουπίδια. Αν πάλι έχεις δει την ταμπέλα αλλά δεν γνωρίζεις τα έργα του συγκεκριμένου εικαστικού θα κάνεις ακριβώς την ίδια σκέψη. Χρειάζεται να έχεις τις κεραίες σου τεντωμένες καθώς περπατάς στον υπέροχο και συνήθως κλειστό στο ευρύ κοινό κήπο της Βρετανικής Σχολής για να διακρίνεις την εκκωφαντική αλλά αθόρυβη τελικά παρουσία τους. Οπως μια σκάλα που ακουμπάει σε έναν τοίχο καλυμμένο από πρασινάδα, ξύλινες παλέτες ατάκτως ερριμμένες, ένα κομμάτι φελιζόλ στα σκαλιά που οδηγούν στη Βιβλιοθήκη της Σχολής, ή μια πεταμένη μαύρη νάιλον σακούλα στο εσωτερικό της. Το οξύμωρο της παρουσίας τους οφείλεται στο ότι ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις δεσπόζουν στον χώρο, όπως συμβαίνει με ένα παγκάκι με μια κουβέρτα και ένα μαξιλάρι πάνω του, δεν υπάρχουν επεξηγηματικές ταμπέλες που να τα διαφοροποιούν ως έργα τέχνης από το μικροπεριβάλλον του κήπου.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό, αν σκεφτεί κανείς πόσο έχουμε συνηθίσει την παρουσία των άχρηστων, παρατημένων αντικειμένων στην πόλη ώστε ακόμη και αυτή η παρουσία τους στο οργανωμένο και εσωστρεφές περιβάλλον μιας αρχαιολογικής σχολής να μη μας προκαλεί εντύπωση. Το μυστικό που τα μετατρέπει σε έργα τέχνης; Πρόκειται για γλυπτικές συνθέσεις καθώς είναι όλα φτιαγμένα από μάρμαρο. «Σε ένα πρώτο επίπεδο υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης με τα έργα, ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι. Μετά περνάς στο εννοιολογικό στοιχείο και στην περίπτωση του έργου του Λόλη είναι αμιγώς πολιτικό. Γιατί η διττή υπόσταση των αντικειμένων αναφέρεται και σε κάτι άλλο: η μαύρη σακούλα για κάποιον συμβολίζει τα σκουπίδια αλλά για κάποιον άλλον μπορεί να σημαίνει εν δυνάμει φαγητό. Μιλάμε δηλαδή για σύμβολα της ρύπανσης αλλά πλέον και της παγκοσμιοποίησης και όλων των δεινών που απορρέουν από την οικονομική κρίση. Το μάρμαρο είναι ένα υλικό που θα μείνει στην αιωνιότητα. Εχει ενδιαφέρον ότι ο Λόλης καταγράφει μια πραγματικότητα γύρω μας, ότι παίρνει τα πράγματα που δεν θέλουμε στην πόλη και τα εισάγει σχεδόν με βία στη μελλοντική πολιτιστική μνήμη της πόλης» θα πει η Νάγια Γιακουμάκη, επιμελήτρια και επικεφαλής Επιμελητικών Σπουδών στη Whitechapel Gallery στο Λονδίνο, στην οποία ανατέθηκε η έκθεση του Λόλη από τον Πολιτιστικό Οργανισμό ΝΕΟΝ.

Το μήνυμα του καλλιτέχνη

Εννοείται ότι και ο ίδιος ο Λόλης εμμένει στο κοινωνικοπολιτικό μήνυμα που απορρέει από τα έργα του. «Η πρόκληση για μένα με κάθε αντικείμενο είναι να αναδείξω ένα άλλο υπόβαθρο που δεν έχει να κάνει με την υφή του. Κοινώς, δεν με ενδιαφέρει πώς μπορώ να δημιουργήσω το αντικείμενο. Με ενδιαφέρει η κούτα αφότου έχει γίνει κούτα και αντιπαρέρχεται την υλικότητά της, εκεί βρίσκω τον ρόλο μου ως καλλιτέχνης. Να αποκρυσταλλώσω τι σημαίνει αυτή η κούτα για μένα, αυτός είναι ο σκοπός μου». Ομως ο θεατής δεν μπορεί να μην εντυπωσιαστεί και από τη δεξιοτεχνία του, το λεγόμενο craftsmanship, σε μια εποχή όπου η ετικέτα «έργο τέχνης» μπαίνει πλέον σχεδόν οπουδήποτε. Γιατί το μάρμαρο, πέρα από το ευγενέστερο των υλικών, είναι και εξαιρετικά δύσκολο στη μορφοποίησή του. Ο 48χρονος Λόλης σκαλίζει μεγάλα κομμάτια του υλικού από τον Διόνυσο, το Μαρόκο, το Βέλγιο χωρίς καν να χρησιμοποιεί κάποιο προσχέδιο. Δεν είναι τυχαίο ότι είχε αποφοιτήσει με άριστα από το Α’ Εργαστήριο Γλυπτικής της ΑΣΚΤ το 2002 και ότι είχε ολοκληρώσει με τον ίδιο χαρακτηρισμό μεταπτυχιακές σπουδές στην Καρράρα της Ιταλίας, ενώ το 2011 δημιούργησε αίσθηση με τις μαρμάρινες χαρτόκουτές του στον «Μονόδρομο», την 3η Μπιενάλε της Αθήνας. «Ναι, το μάρμαρο είναι ένα βαρύ, κρύο υλικό, ιδίως τον χειμώνα, όμως αν το προσεγγίσεις έτσι έχεις χάσει το παιχνίδι. Μπορεί να ακουστεί υπερφίαλο, όμως εγώ την κούραση δεν τη νιώθω. Αν δεν αγαπάς κάτι δεν μπορείς να το κάνεις τέχνη. Θυμάμαι μια φορά με είχε ρωτήσει ένας δημοσιογράφος «δεν κουράζεσαι από το μάρμαρο;» και εγώ του είχα απαντήσει: «δεν δουλεύω αυτό το υλικό, κάνω έρωτα μαζί του». Οπως καταλαβαίνετε, είδα αυτό το παράθεμα τίτλο του άρθρου του την άλλη μέρα».