Τα τρία μνημόνια αλλά και οι δεσμεύσεις που έχουμε λάβει ως χώρα μέχρι το 2060 είχαν και έχουν δύο βασικούς προσανατολισμούς: την αναδιοργάνωση της ελληνικής οικονομίας και την αναδιανομή της πίτας στον επιχειρηματικό τομέα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι ελληνικές τράπεζες που στο πλαίσιο ενίσχυσης των εποπτικών κεφαλαίων τους υποχρεώθηκαν να πουλήσουν τις θυγατρικές τους στα Βαλκάνια, όπου είχαν πολύ ανταγωνιστική παρουσία.
Στο πλαίσιο αυτό, ενισχύθηκε και η παρουσία των πολυεθνικών στην Ελλάδα. Ο ΟΤΕ, για παράδειγμα, είχε θυγατρικές σε όλα τα Βαλκάνια, για αυτό και συγκέντρωσε το ενδιαφέρον της Deutsche Telekom, η οποία και τον εξαγόρασε. Από τη συναλλαγή αυτή η ελληνική οικονομία δεν κερδίζει, καθώς μέχρι την εξαγορά η καρδιά των αποφάσεων ήταν στην Ελλάδα ενώ σήμερα βρίσκεται στη Γερμανία, η οποία «απλώνει» το μεγάλο της χέρι και στην Ελλάδα. Εσωστρέφεια καταγράφεται και στον κατασκευαστικό κλάδο. Παράδειγμα η Ελλάκτωρ που επεκτάθηκε σε Μέση Ανατολή και Βαλκάνια – ανεξάρτητα από τα λάθη που έγιναν – και σήμερα η νέα διοίκηση επιχειρεί μια αναδίπλωση της στρατηγικής.

Aνάδειξη νέων επιχειρηματικών τζακιών

Η αναδιανομή της πίτας στις επιχειρήσεις συντελείται ήδη, είτε μέσα από την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας (ΤΑΙΠΕΔ) είτε μέσα από την ανάδειξη νέων επιχειρηματικών τζακιών που πήραν τις θέσεις ομίλων οι οποίοι ήταν εξαρτημένοι από τις προμήθειες του κράτους και από το πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων.
 Σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος δανεισμού και τα capital controls γνωστοί επιχειρηματικοί όμιλοι είδαν τα μεγέθη τους να συρρικνώνονται και τη θέση τους να παίρνουν εταιρείες, οι μέτοχοι των οποίων πριν από την κρίση είχαν επιδοθεί σε χρηστή διαχείριση, με αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια της κρίσης να βρεθούν χωρίς δάνεια και κυρίως με ρευστότητα που τους επέτρεψε να πρωταγωνιστήσουν.
Σήμερα εντοπίζονται τρεις κατηγορίες επιχειρήσεων:
Α) Υπάρχει η ελληνική επιχειρηματικότητα που δημιουργεί αξία αλλά χάνει έδαφος για τρεις λόγους: Πρώτον, το κράτος δεν έχει δαπάνες να τη στηρίξει, δεύτερον, σε μεγάλους παίκτες έχει «χτυπήσει» το βιολογικό ρολόι, όπως Στασινόπουλος, Βαρδινογιάννης, Κόκκαλης, Αγγελόπουλος, Μπόμπολας, και το μεγάλο στοίχημα είναι τι θα καταφέρει η νέα γενιά που τους διαδέχεται και τρίτον, και σημαντικότερο, είναι ότι δεν έχουν να βάλουν τα 100 δισ. ευρώ επενδύσεων που χρειάζεται η ελληνική οικονομία για να καλύψει το χαμένο έδαφος των μνημονιακών ετών.
Β) Υπάρχει η πολυεθνική επιχειρηματικότητα. Ο ξένος παράγων που σε αντίθεση με την ελληνική επιχειρηματικότητα κερδίζει έδαφος. Ο ρόλος τους έχει αναβαθμιστεί λόγω των επενδύσεων που είναι διατεθειμένες να κάνουν στην Ελλάδα. Το θέμα είναι ο προσανατολισμός των κεφαλαίων. Αν οι μητρικές τοποθετήσουν κεφάλαια στην Ελλάδα για να ενισχύσουν τις θυγατρικές τους και να διευρύνουν την πίτα στα μερίδια αγοράς αυτό είναι μια εξέλιξη θετική.
Εξέλιξη όμως που θα έχει πολλαπλασιαστικό αντίκτυπο στην οικονομία θα είναι οι επενδύσεις αυτές να συμβάλουν στην εξαγωγική δραστηριότητα των θυγατρικών που έχουν φορολογική έδρα την Ελλάδα με τη δημιουργία νέων γραμμών παραγωγής ώστε να αντισταθμιστεί η εγχώρια πτώση της ζήτησης για αγαθά.
Οι επενδύσεις αυτές δηλαδή να αυξάνουν τον βαθμό εξωστρέφειας της οικονομίας και να δημιουργούν μεγαλύτερη δυνατότητα για επέκταση από την πλευρά της προσφοράς των εξαγώγιμων αγαθών (βιομηχανία) και υπηρεσιών (κατασκευές στο εξωτερικό κ.ά.).
Γ) Η τρίτη κατηγορία είναι η «γκρίζα» επιχειρηματικότητα. Επιχειρηματίες που κάνουν αισθητή την παρουσία τους στην οικονομική δραστηριότητα αλλά η προέλευση των χρημάτων που ξοδεύουν δεν είναι διαφανής. Και όχι μόνο αυτό, αλλά συχνά-πυκνά το όνομά τους εμπλέκεται σε σκάνδαλα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.

To επενδυτικό κενό και το ΑΕΠ

Οι επενδύσεις σήμερα στην Ελλάδα ανέρχονται σε ετήσια βάση στα 20 δισ. ευρώ. Είναι δηλαδή λιγότερες από τις μισές σε σχέση με το 2009, όταν έφταναν τα 44 δισ. ευρώ (με τη βοήθεια βεβαίως και του εξωτερικού δανεισμού).
Για να ξαναφτάσουν όμως οι επενδύσεις στα 40 δισ. ευρώ ετησίως και σε σύντομο χρονικό διάστημα, με δεδομένη την περιορισμένη αποταμίευση των ελληνικών επιχειρήσεων και των ιδιωτών, απαιτούνται ισόποσα κεφάλαια από το εξωτερικό.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, οι σημερινές επενδύσεις των 20 δισ. προέρχονται χονδρικά κατά 10 δισ. από τις επιχειρήσεις, 5 δισ. από τα κράτος και 5 δισ. από τα νοικοκυριά που επενδύουν σε σπίτια, γραφεία, μαγαζιά κ.λπ. (περιλαμβάνουν και τους αυτοαπασχολουμένους).
Η επιτάχυνση των επενδύσεων είναι ο μοναδικός τρόπος ώστε να μπορέσει να σπάσει το φράγμα της ανάπτυξης του 2%, το οποίο δεν μας οδηγεί πουθενά, δεδομένου ότι το 1%-1,5% προέρχεται από τον τουρισμό και η υπόλοιπη οικονομική δραστηριότητα προσθέτει μόλις μισή μονάδα στο ΑΕΠ.
Πώς όμως να γίνει αυτό όταν η κυβέρνηση φάσκει και αντιφάσκει με τη φορολογία των επιχειρήσεων. Θυμίζουμε ότι το 2017 ψηφίστηκε η μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων από το 29% σε 26% από το 2019 ώστε σε ετήσια βάση να έμεναν στα ταμεία τους για επενδύσεις 460 εκατ. ευρώ.
Από το βήμα όμως της ΔΕΘ ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας άλλαξε γραμμή και είπε ότι θα επέλθει μείωση του συντελεστή από 29% σε 25% μέσα σε μια τετραετία, ώστε το 2019 το όφελος για τις επιχειρήσεις να φτάνει μόνο τα 150 εκατ. ευρώ!