Σε κύριο ζήτημα της εσωτερικής κομματικής αντιδικίας έχει καταστεί η περιώνυμη συμφωνία των Πρεσπών, με τη ΝΔ να απειλεί ότι θα την ανατρέψει και την κυβέρνηση να εμφανίζεται με δύο γραμμές. Αυτή του Πρωθυπουργού, ο οποίος διαβεβαιώνει ότι όταν έλθει η συμφωνία στη Βουλή υπάρχει «μια ασφαλής πλειοψηφία βουλευτών» που θα τη στηρίξει, και αυτή του υπουργού Εθνικής Αμυνας που την απορρίπτει, προτείνοντας τρία εναλλακτικά σενάρια, με κυριότερο την προσφυγή στις κάλπες. Ετσι, ένα θέμα το οποίο θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο μιας ευρύτερης διακομματικής συνεννόησης, ώστε να μη χαθεί η ευκαιρία να επιλυθεί επιτέλους, ύστερα από ένα αδιέξοδο δεκαετιών, κινδυνεύει τώρα να τιναχθεί στον αέρα και να εμφανιστεί η Ελλάδα ότι δεν δεσμεύεται από την υπογραφή της σε διεθνείς συμφωνίες. Τη στιγμή μάλιστα που η διεθνής κοινότητα έχει ταχθεί αναφανδόν υπέρ, θεωρώντας ότι αποτελεί  ένα πρώτο βήμα σταθεροποίησης στην ασταθή περιοχή των Βαλκανίων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την κύρια ευθύνη για την αρνητική αυτή εξέλιξη φέρει η κυβέρνηση, η οποία, αντί να προχωρήσει σε διακριτικές, έστω, επαφές με τη Νέα Δημοκρατία για τη δημιουργία ενός απαραίτητου ενιαίου εθνικού μετώπου (πόσω μάλλον που και η ΝΔ ήδη από το 2008 είχε υιοθετήσει και εκείνη τη λύση της ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό), προτίμησε να επιχειρήσει να τη διασπάσει και να φέρει σε δυσχερή θέση τον μετριοπαθή Κυριάκο Μητσοτάκη, γνωρίζοντας ότι αντιμετώπιζε πρόβλημα με τη δεξιά του πτέρυγα, υπό την απειλή μάλιστα δημιουργίας νέου ακροδεξιού κόμματος. Και προφανώς τα κατάφερε. Κατάφερε δηλαδή, για καθαρά μικροκομματικούς υπολογισμούς, να μετατρέψει ένα ζήτημα εθνικής σημασίας σε αντικείμενο έντονης κομματικής αντιδικίας, με απώτερο στόχο να πλήξει τον αντίπαλό του, που όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι πιθανότατα θα είναι ο αυριανός πρωθυπουργός.
Ετσι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, προκείμενου να μη διασπαστεί το κόμμα του, αναγκάστηκε να απορρίψει τη συμφωνία, δημιουργώντας όμως προβλήματα στις σχέσεις του με τους φυσικούς του συμμάχους στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ, που θεωρούν απολύτως αναγκαία τη συμφωνία αυτή στη σημερινή εποχή της γενικότερης αναταραχής στην ευρύτερη περιοχή μας. Παράλληλα, όμως, τίθεται τώρα για την Ελλάδα το εξαιρετικά σοβαρό πρόβλημα του σεβασμού των διεθνών συμφωνιών, που αποτελεί την κύρια αρχή του διεθνούς δικαίου για να αποφευχθεί ο νόμος της ζούγκλας στις διεθνείς σχέσεις. Οπως άλλωστε γνωρίζουμε, «pacta sunt servanda», έστω και αν τώρα επιχειρούν να εξαλείψουν τα Λατινικά από τα σχολεία, οπότε θα έχουμε πρόβλημα και με την κατανόηση του περιώνυμου erga omnes. Προφανές είναι ότι στη νομική επιστήμη δεν μπορούμε να αποφύγουμε τις ρήσεις της αρχαίας Ρώμης. Ας αποφύγει τουλάχιστον η σύγχρονη Αθήνα τον διεθνή εξευτελισμό της με την παραβίαση των κανόνων του διεθνούς δικαίου.