Η διεθνοπολιτική σημασία και οι επιπτώσεις από την πτώχευση της Lehman Brothers και τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008 γίνονται πιο κατανοητές αν τοποθετήσει κανείς τις ανατροπές εκείνες στο πλαίσιο δυναμικών που είχαν προηγηθεί και δυναμικών που ακολούθησαν, και, πλέον, προσδιορίζουν μια νέα τάξη πραγμάτων. Θα περιοριστώ στις ακόλουθες διαπιστώσεις και συμπεράσματα:
Πρώτον, οι κυρίαρχοι πρωταγωνιστές στη Δύση, ήδη αρκετά πριν από το 2008, επιδεικνύουν μια συνεχή απομείωση της ικανότητάς τους να αντιμετωπίσουν τα πολύπλοκα προβλήματα και τους παγκόσμιους κινδύνους που δημιουργούν η παγκόσμια αλληλεξάρτηση και οι διεθνείς ανακατατάξεις δύναμης.
Δεύτερον, η κρίση του 2008 δημιούργησε δύο μεγάλους χαμένους: τη «δημοκρατική Δημοκρατία» και τους ανοικτούς ορίζοντες σε παγκόσμια κλίμακα (ανοικτούς στις ιδέες, στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στην ανταλλαγή προϊόντων και υπηρεσιών, στη διακίνηση προσώπων). Οι αρνητικές επιδράσεις των περιοδικών χρηματοοικονομικών κρίσεων σε εκατομμύρια οικογένειες είχαν ως συνέπεια τη διόγκωση της δυσπιστίας απέναντι στις ελευθερίες, στη Δημοκρατία και στις πολιτικές δυνάμεις που ήσαν υπεύθυνες για όσα έγιναν. Η ανικανότητα του πολιτικού μάνατζμεντ σε εθνικό επίπεδο έβαλε σε κίνηση συγκρουσιακές επιλογές, με πολλαπλούς κινδύνους.
Τρίτον, οι κρίσεις που παράγει η χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση είναι πλέον πολύ πιο συχνές και έντονες. Τις κρίσεις αυτές τις πληρώνουν οι αφελείς, οι μωροί και (σε μικρότερο βαθμό) οι άπληστοι, που σε κάθε ενδιάμεση φάση μεταξύ δύο κρίσεων αγνοούν κάθε μέτρο και προσπαθούν να αντλήσουν ό,τι μπορούν, αδιαφορώντας για όλα τα άλλα. Στους αφελείς, μωρούς και άπληστους δεν υπάγονται μόνο άτομα και κοινωνικές κατηγορίες, αλλά, κυρίως, κυβερνήσεις, πολιτικές δυνάμεις και συστημικοί φορείς, το κόστος των επιλογών των οποίων μετατοπίζεται «προς τα κάτω». Οι επιπτώσεις των κρίσεων αυτών αποκτούν συστημικό χαρακτήρα, που, πέρα από την οικονομία, αποσταθεροποιούν το ίδιο το κοινωνικό σύστημα, και, στη συνέχεια, το πολιτικό σύστημα.
Τέταρτον, πριν καν κλείσει μία δεκαετία από την κρίση του 2008, έχουν επανακάμψει έντονα πιέσεις και δυνάμεις για ανατροπή των κανόνων που θεσπίστηκαν για μια ασφαλέστερη συμπεριφορά και λειτουργία των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων (τράπεζες, επενδυτικές ή ανεπίσημες χρηματοοικονομικές εταιρείες κ.ά.) και επιστροφή στο απορρυθμισμένο σύστημα που ίσχυε πριν από την κρίση και οδήγησε στην κρίση. Παράλληλα, αναπτύσσονται νέες μορφές χρηματοοικονομικών προϊόντων και υπηρεσιών, με ελκυστικά χαρακτηριστικά, αλλά με εξίσου υψηλό και αφανή κίνδυνο, που προετοιμάζουν έναν νέο γύρο κρίσης για την επόμενη γενιά απλήστων και αφελών.
Πέμπτον, η επίπτωση της κρίσης στα υψηλά εισοδήματα έβαλε σε κίνηση ισχυρούς μηχανισμούς αντιστάθμισης των απωλειών αυτών σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες, μέσω της εσωτερικής κατανομής του εισοδήματος και της αύξησης των ανισοτήτων. Οι εσωτερικές ανισότητες αναδεικνύονται, σιωπηλά ή εμφανώς, ελκυστικό εργαλείο πολιτικής για να ξεπεραστεί το πρόβλημα. Η περίπτωση των ΗΠΑ σήμερα, με τα μέτρα μείωσης των φόρων στα υψηλά εισοδήματα και στα εταιρικά κέρδη και την περικοπή κοινωνικών δαπανών, είναι ιδιαίτερα παραστατική.
Εκτον, η χρηματοοικονομική κρίση έπληξε άνισα τις χώρες και επιτάχυνε την ανάδειξη της νέας διεθνούς τάξης πραγμάτων, με την περαιτέρω ενίσχυση της Κίνας, της Ινδίας και άλλων ανερχόμενων κοινωνιών. Η διεθνής κατανομή του εισοδήματος καθορίζεται, ακόμα και πριν από την κρίση, σε πολύ πιο ισχυρό βαθμό από τις αναπτυξιακές ικανότητες των νέων διεθνών παικτών. Οι παλαιοί κανόνες του παιχνιδιού, οι ηγεμονικές ισορροπίες δύναμης και η μορφή λειτουργίας των οικονομικών παικτών ανατρέπονται αργά, αλλά σταθερά, με μη αναστρέψιμους τρόπους. Οι ανεπτυγμένες κοινωνίες, στον βαθμό που μένουν πίσω, και ακριβώς γι’ αυτό, προσφεύγουν όλο και περισσότερο στα χρηματοοικονομικά εργαλεία, με την ελπίδα να στηρίξουν τη μεγέθυνσή τους, αυξάνοντας όμως τους κινδύνους αποσταθεροποίησης, τόσο εσωτερικά όσο και διεθνώς. Ετσι τα μεγάλα χρηματοοικονομικά κέρδη έχουν περιορίσει τις επενδύσεις στην πραγματική οικονομία και έχουν δημιουργήσει το φαινόμενο της «εγγενούς στασιμότητας» (secular stagnation). Ουσιαστικά, η αδύναμη ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας ενισχύει το χρηματοοικονομικό σύστημα, η ενδυνάμωση του οποίου επηρεάζει αρνητικά το υπόλοιπο παραγωγικό σύστημα και τη συστημική σταθερότητα και εμπιστοσύνη.

Εβδομον, δεν είναι μόνο η οικονομία, αλλά μια ολόκληρη κουλτούρα άσκησης πολιτικής, αξιών και προτεραιοτήτων, που αλλάζει μορφή. Στο πολιτικό πεδίο, η περίοδος των τελευταίων δέκα ετών συμπίπτει με μια επιδημία ψευδών ειδήσεων και ψευδολογίας, που εργαλειοποιείται για την ενίσχυση πολιτικών δυνάμεων και την κατάκτηση κομματικής ή προσωπικής δύναμης, σε βάρος συνεκτικών συλλογικών προοπτικών. Η δυναμική της τάσης αυτής έχει τις ρίζες της πιο παλιά: στη διάψευση πολιτικών, προσδοκιών, υποσχέσεων και πρακτικών που, αντί να δημιουργήσουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, οδήγησαν στην κρίση. Ετσι, περισσότερες κοινωνίες έχουν περάσει σε μια κυκλική κίνηση αναζήτησης φαντασιακών παραδείσων και χαμένων προσδοκιών, με αποτέλεσμα την ενίσχυση πολιτικών δυνάμεων της ακραίας Δεξιάς, του αυταρχικού κοινοβουλευτισμού ή του γκροτέσκου, οι οποίες ακόμα είναι έξω από το club των αποτυχημένων. Βέβαια, η τάση αυτή δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της κρίσης. Ιδίως τα ισχυρά μεταναστευτικά ρεύματα συνέπεσαν με συνθήκες οικονομικής αδυναμίας, προκαλώντας εντάσεις που οι δυτικές κοινωνίες δεν φαίνονται ικανές να απορροφήσουν ή να διαχειριστούν.

Ογδοον, η χρηματοοικονομική κρίση του 2008 ήταν ένα κρίσιμο ορόσημο μεταξύ μιας εποχής στην οποία ο χρηματοοικονομικός μοχλός συνδυάστηκε με ισχυροποίηση της παραγωγικής βάσης και μιας εποχής όπου το τίμημα της πολιτικής ανικανότητας είναι η εξασθένηση της παραγωγικής βάσης, οδηγώντας σε διογκούμενο και μη βιώσιμο διεθνή, εθνικό και ατομικό δανεισμό. Ετσι, πολλές οικονομίες οδηγούνται όλο και περισσότερο σε μια παγίδα. Το δίλημμα σήμερα βρίσκεται στην καρδιά της διαδικασίας της ανάπτυξης: Μια κοινωνία μπορεί να γίνει οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά πιο ισχυρή είτε ενισχύοντας την παραγωγική της βάση (γνώσεις, δεξιότητες, τεχνολογία, επενδύσεις, θεσμικές αλλαγές κ.ά.), που θα της διασφαλίσει μακροχρόνια ανάπτυξη, είτε προσφεύγοντας στον μοχλό του δανεισμού, που βραχυπρόθεσμα δημιουργεί την εντύπωση ότι λειτουργεί ευεργετικά αλλά που, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της, θα φέρνει συνεχώς νέους κύκλους κρίσης και κοινωνικής-πολιτικής αποδιάρθρωσης. Σήμερα, οι πιο επιτυχημένες κοινωνίες ακολουθούν ένα μείγμα της πρώτης και της δεύτερης επιλογής. Οι ήδη αποτυχημένοι ή οι υποψήφιοι της αποτυχίας προσφεύγουν μονόπλευρα στη δεύτερη. Εννοείται ότι για ήδη υπερχρεωμένες χώρες η δεύτερη επιλογή είναι φαντασιακή, όπως ίσως και η πρώτη, όσο δεν θέλουν να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η αναπτυξιακή διαδικασία ιστορικά ή με τα σημερινά δεδομένα.

Για την Ελλάδα μια αποτίμηση είναι επώδυνη. Στα χρόνια της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κατάρρευσης θεωρήσαμε υπεροπτικά ή/και αφελώς ότι ήμασταν μια ισχυρή χώρα έξω από το κάδρο, μέχρι που φτάσαμε ολοταχώς σε μια ηχηρή πτώχευση, κατηγορώντας τον Γεωργίου. Για δέκα χρόνια αναζητάμε, ακόμη, τον μίτο της Αριάδνης, εκεί όπου δεν υπάρχει ούτε μίτος ούτε Αριάδνη ή όπου η Αριάδνη είμαστε εμείς οι ίδιοι και όπου στη θέση του μινωικού οικοδομήματος έχει μείνει η σκιά του. Τα μαθήματα που μπορεί να αντλήσει κανείς από την κρίση που ζήσαμε έχουν σημασία μόνο όταν μια κοινωνία είναι αποφασισμένη να κατανοήσει τι λάθη έκανε. Ομως, το να κατανοείς τα μαθήματα της Ιστορίας είναι μια δυσάρεστη διαδικασία, που δεν γίνεται σε κενό αέρος. Απαιτεί κοινωνική εμπιστοσύνη. Διαφορετικά, τα μαθήματα αυτά, και πολλά ακόμα που θα προκύψουν στα επόμενα χρόνια, μπορεί να αποκτήσουν σημασία για μια κοινωνία, που θα θελήσει να θυμηθεί την αυτογνωσία καμιά δεκαετία αργότερα.

Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υπουργός{IDI}.