Το πρώτο κύμα αμφισβήτησης του υπαρκτού φιλελευθερισμού εκδηλώθηκε προ διετίας περίπου. Οι Βρετανοί είχαν ψηφίσει Brexit, οι Αμερικανοί είχαν εκλέξει τον Τραμπ, οι Ανατολικοευρωπαίοι, βοηθούσης της προσφυγικής κρίσης, είχαν ήδη επιστρέψει στην ψυχροπολεμική εσωστρέφεια και στον αυταρχισμό, ενώ πολλοί Δυτικοευρωπαίοι επίσης αμφισβητούσαν τις κατακτήσεις της φιλελεύθερης μεταπολεμικής δημοκρατίας. Ηταν πλέον προφανές ότι επτά-οκτώ χρόνια μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση η ανάκαμψη και η ευημερία αφορούσαν μόνο τους αριθμούς. Τους ανθρώπους τούς είχαν προσπεράσει.
Δεν ήταν αναμενόμενο κάτι τέτοιο. Το σύνηθες έπειτα από μια οικονομική κρίση ήταν, όπως σημειώνουν οι γερμανοί καθηγητές Μάνουελ Φούνκε, Μόριτς Σούλαρικ και Κρίστοφ Τρέμπες σε άρθρο τους στο περιοδικό «Foreign Affairs», αφού παρέλθει μια πενταετία αμφισβήτησης των πάντων να αποκαθίσταται η κανονικότητα. Να επιστρέφει, δηλαδή, η εμπιστοσύνη στις αρετές της φιλελεύθερης δημοκρατίας (με την πολιτική και με την οικονομική έννοια), να αποκαθίστανται οι προοπτικές ολοκλήρωσης της προσωπικότητας του ανθρώπου και βελτίωσης της εισοδηματικής του θέσης στην κοινωνία.
Το άρθρο των γερμανών καθηγητών είναι πρόσφατο. Εντάσσεται στο δεύτερο κύμα αμφισβήτησης του υπαρκτού φιλελευθερισμού που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, δέκα χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers η οποία σηματοδότησε το ξέσπασμα της βαθύτερης και οδυνηρότερης οικονομικής κρίσης μεταπολεμικά. Μιας κρίσης που προσομοιάζει με εκείνη που ακολούθησε το Κραχ του 1929 και οδήγησε, κάτω από συνθήκες ασφυκτικών οικονομικών κυρώσεων, εις βάρος της Γερμανίας βέβαια, στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η αυτοκριτική του «Economist»

Κομβικό γεγονός του δεύτερου κύματος κριτικής που δέχεται η φιλελεύθερη πολιτική ορθοδοξία αποτέλεσε η έρευνα που δημοσίευσε το περιοδικό «Economist» με αφορμή τη συμπλήρωση 175 χρόνων κυκλοφορίας του. Το βρετανικό περιοδικό κυκλοφόρησε στα χρόνια της Βιομηχανικής Επανάστασης και της διαμόρφωσης και ισχυροποίησης της ευρωπαϊκής αστικής τάξης και θεωρείται ότι απηχεί την ιδεολογικά «καθαρότερη» και πολιτικά αντιπροσωπευτικότερη εκδοχή του αγγλοσαξονικού φιλελευθερισμού. Γι’ αυτό και οι απόψεις που εξέφρασε – κατά παράδοση ανυπόγραφες – θα έλεγε κανείς ότι ισοδυναμούν με αυτοκριτική.
Ο «Economist», λοιπόν, συνεκτιμώντας την εκλογική και κυρίως την κοινωνική απήχηση λαϊκιστών, εσωστρεφών και ξενόφοβων βρετανών πολιτικών, όπως ο Νάιτζελ Φάρατζ και ο Μπόρις Τζόνσον, και την ταυτόχρονη ριζοσπαστικοποίηση του Εργατικού Κόμματος με την αναπάντεχη αναρρίχηση του Τζέρεμι Κόρμπιν στην ηγεσία του, θεωρεί ότι στις αρχές του 21ου αιώνα ανακύπτει η ανάγκη να… επανεφευρεθεί ο φιλελευθερισμός! Διότι έχει λησμονηθεί ότι ιδρυτική ιδέα και θεμελιώδης αξία του φιλελευθερισμού είναι ο σεβασμός στον άνθρωπο. Η ανεκτικότητα στις διαφορετικές απόψεις και στους τρόπους ζωής των άλλων, η «ανοικτή κοινωνία» όπως την περιέγραψε τον 20ό αιώνα ο Καρλ Πόπερ. Και έχει επίσης λησμονηθεί ότι βασική αρχή και κεντρικός στόχος του φιλελευθερισμού είναι η υλική ευημερία του ανθρώπου.
Μια πειστική υπόσχεση για ένα καλύτερο μέλλον.
«Οι δυτικοί ψηφοφόροι σήμερα αμφιβάλλουν για το εάν το σύστημα λειτουργεί προς όφελός τους ή εάν είναι δίκαιο» σημειώνει το περιοδικό. Και παραθέτει δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι μόνο το 36% των Γερμανών, το 24% των Καναδών και το 9% των Γάλλων πιστεύουν ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν καλύτερα απ’ αυτούς. Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή «στη συνείδηση των πολιτών ο οικονομικός φιλελευθερισμός ταυτίζεται με τις ελίτ που πλουτίζουν και την καθεστηκυία τάξη που διαρκώς ισχυροποιείται πολιτικά και κοινωνικά, με τη φτωχοποίηση και αποδυνάμωση της μεσαίας τάξης, με την αυτονόμηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (που έφερε εξάλλου την κρίση του 2008) και με την απουσία μεταρρυθμίσεων προς όφελος του λαού» – κάτι που εκμεταλλεύονται στο έπακρο οι λαϊκιστές με τη μισαλλόδοξη ρητορική τους.

Δεν αρκεί το περίφημο «αόρατο χέρι»

Εκείνο που βρίσκεται υπό αμφισβήτηση, δηλαδή, σήμερα είναι οι δύο κεντρικές συνιστώσες του οικονομικού φιλελευθερισμού, η ελευθερία και η ισότητα, όπως επισημαίνει σε άρθρο του ο νομπελίστας Οικονομίας Ρόμπερτ Σίλερ. «Δεν υπάρχει ελευθερία οικονομικών δράσεων, ούτε ισότητα ευκαιριών και δυνατότητα εισοδηματικής και κοινωνικής ανέλιξης. Ζούμε έναν βίαιο μαρασμό της μεσαίας τάξης, καθώς το περίφημο «αόρατο χέρι» μοιάζει αδύναμο να εξισορροπήσει τις οικονομίες και τις κοινωνίες» γράφει ο αμερικανός νομπελίστας σε άρθρο του στη γαλλική εφημερίδα «La Tribune».

Πρώτη προτεραιότητα οι μεταρρυθμίσεις

Η αμφισβήτηση του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς έπειτα από δύο δεκαετίες καθήλωσης ή συρρίκνωσης των μέσων εισοδημάτων και της αγοραστικής τους δύναμης εύκολα μετατράπηκε σε αμφισβήτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο ούγγρος πρόεδρος Βίκτορ Ορμπαν έφτασε να θεωρητικοποιήσει την τάση, επαιρόμενος ότι εγκαθιστά την «ανελεύθερη δημοκρατία». Αλλά δεν είναι μόνο η στερούμενη μακράς δημοκρατικής παράδοσης Ανατολική Ευρώπη που γοητεύεται από τους ζηλωτές του ολοκληρωτισμού και τη ρητορική τους. Η οικονομική εκτίναξη της Κίνας – έστω και αν το σημείο εκκίνησής της ήταν στο μηδέν – εκλαμβάνεται από τα θύματα της δεκαετούς κρίσης στη Δύση ή από τους απόκληρους του υπαρκτού φιλελευθερισμού ως παράδειγμα μιας επιτυχημένης εκδοχής του καπιταλισμού που εφαρμόστηκε από μια μονοκομματική κυβέρνηση, ανελεύθερη έως και αυταρχική.
«Αντίθετα με τους μαρξιστές, οι φιλελεύθεροι δεν βλέπουν την πρόοδο με τους όρους κάποιας ουτοπίας: ο σεβασμός για το άτομο το απαγορεύει. Αντίθετα όμως από τους συντηρητικούς, οι οποίοι δίνουν έμφαση στη σταθερότητα και στην παράδοση, οι φιλελεύθεροι παλεύουν για πρόοδο, τόσο σε υλικούς όρους όσο και σε θέματα χαρακτήρα και ηθικών αρχών. Πάντα ήταν μεταρρυθμιστές, προωθώντας την κοινωνική αλλαγή» υπογραμμίζει ο «Economist».
Οι θεωρητικοί του φιλελευθερισμού προτάσσουν ως πρώτη προτεραιότητα να ξανακερδίσει η πολιτικοοικονομική αυτή θεωρία και στάση ζωής το μεταρρυθμιστικό της πνεύμα.
Μόνο έτσι θα προτείνει πειστικές λύσεις στις νέες μεγάλες προκλήσεις του 21ου αιώνα, όπως είναι η κλιματική εκτροπή, οι μετακινήσεις πληθυσμών ή η τεχνητή νοημοσύνη και η εν γένει διαχείριση των τεχνολογικών εξελίξεων. Ετσι θα ανακτήσει και την εμπιστοσύνη των ανθρώπων, αφού έμπρακτα θα έχει αποδείξει ότι γι’ αυτούς νοιάζεται.