Σε διλήμματα υπαρξιακής σημασίας καλείται να απαντήσει η Ευρωπαϊκή Eνωση, καθώς απομένουν σχεδόν οκτώ μήνες ως τη διεξαγωγή των ευρωεκλογών του Μαΐου 2019. Η πρόσφατη σφοδρή αντιπαράθεση στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο σχετικά με την πρόταση για την έναρξη της πειθαρχικής διαδικασίας του Αρθρου 7 των Συνθηκών εναντίον της Ουγγαρίας για παραβιάσεις του κράτους δικαίου ανέδειξε καθαρά τις πολλαπλές διαχωριστικές γραμμές επί του «σώματος» της ΕΕ. Οι διαφορές εντοπίζονται σε άξονες όπως Δύση – Ανατολή, κράτος δικαίου – ανελευθερία, Κεντροδεξιά – Ακροδεξιά, χωρίς να εξαντλούνται σε αυτούς. Παράλληλα, η ανησυχία για το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών είναι διάχυτη. Η ομιλία του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ για την Κατάσταση της Ενωσης (State of the Union) την περασμένη Τετάρτη ενώπιον της Ευρωβουλής ήταν το κύκνειο άσμα ενός εκ των πολιτικών που σφράγισαν την πορεία της ΕΕ την τελευταία 20ετία.
Ο αγώνας για τη διαδοχή του, καθώς και για την πλήρωση των υπόλοιπων κρίσιμων ευρωπαϊκών αξιωμάτων, θα είναι σκληρός και απρόβλεπτος. Και αυτό καθώς η βεντάλια των θεμάτων που κρίνονται τους επόμενους μήνες απαιτούν δύσκολες συναινέσεις. Το Brexit κινείται επί ξυρού ακμής και στην προσεχή άτυπη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας στις 20 Σεπτεμβρίου θα πρέπει να αποφασιστούν τα επόμενα βήματα. Στο Προσφυγικό όλοι αναμένουν έναν δύσκολο χειμώνα και ο κ. Γιούνκερ πρότεινε στην ομιλία του μια σειρά πρωτοβουλιών (με αιχμή την ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής που ανέπτυξε λεπτομερώς την επομένη ο αρμόδιος επίτροπος Δημήτρης Αβραμόπουλος) καθώς υπάρχει μεγάλη ανησυχία για νέο κύμα προσφύγων από τη Συρία. Υπάρχει επίσης ένα ζήτημα που πολλοί αγνοούν ή υποβαθμίζουν. Πρόκειται για την έγκριση του επόμενου 7ετούς προϋπολογισμού της ΕΕ. Οι διαφωνίες είναι βαθιές και δεν μοιάζει εύκολο να βρεθεί λύση πριν από τη λήξη της θητείας της σημερινής Επιτροπής.
Τα στρατόπεδα που διαμορφώνονται είναι πλέον συγκεκριμένα. Με αιχμή το Μεταναστευτικό, το οποίο έχει αναδειχθεί και θα παραμείνει ως το μείζον και κομβικό ζήτημα για την ΕΕ τα επόμενα χρόνια, οι πολιτικές δυνάμεις που επιδιώκουν να διαφυλάξουν την ευρωπαϊκή ενότητα και να ενισχύσουν τον ρόλο της Ευρώπης στη διεθνή σκηνή συγκεντρώνονται γύρω από τον γαλλογερμανικό άξονα. Η Ανγκελα Μέρκελ και ο Εμανουέλ Μακρόν, με τον δεύτερο να ακολουθεί πιο προχωρημένη ρητορική, θεωρούν ότι έχει έλθει η στιγμή να ληφθούν αποφάσεις που θα στείλουν το μήνυμα ότι η ενωμένη Ευρώπη «παίρνει την τύχη της στα χέρια της». Από την άλλη πλευρά, ο ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπαν και οι υπόλοιπες χώρες των «Τεσσάρων του Βίζεγκραντ», μαζί με τη νέα ευρωσκεπτικιστική κυβέρνηση της Ιταλίας (όπου κυριαρχεί ο ηγέτης της Λέγκας και υπουργός Εσωτερικών Ματέο Σαλβίνι) αποτελούν το αντίπαλον δέος ως «μέτωπο των λαϊκιστών». Η συμμετοχή της Ιταλίας σε αυτό δημιουργεί μια πολύ δύσκολη εξίσωση, ιδιαίτερα αν μια οικονομική κρίση χτυπήσει τη Ρώμη.

Η υπόθεση της Ουγγαρίας και ο φόβος της Ακροδεξιάς

Η ψηφοφορία επί της έκθεσης της ολλανδής ευρωβουλευτού των Πρασίνων Τζούντιθ Σαρτζεντίνι σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας του Αρθρου 7 εναντίον της Ουγγαρίας για παραβιάσεις του κράτους δικαίου (η δεύτερη τέτοια διαδικασία που κινείται κατά ενός κράτους-μέλους, καθώς έχει προηγηθεί η περίπτωση της Πολωνίας) διεξήχθη σε πολύ βαρύ κλίμα. Κορυφαία κοινοτικά στελέχη, όπως ο πρώτος αντιπρόεδρος της Κομισιόν Φρανς Τίμερμανς και ο επικεφαλής της ευρωομάδας των Φιλελευθέρων Γκι Φερχόφσταντ, στηλίτευσαν την πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ορμπαν σε θέματα ελευθερίας του Τύπου, δράσης των ΜΚΟ, αλλά και εναντίον του Πανεπιστημίου Κεντρικής Ευρώπης (CEU). Ο ίδιος ο κ. Ορμπαν αντεπιτέθηκε, κάνοντας λόγο για εκδικητικές πρακτικές της ΕΕ εναντίον του ουγγρικού λαού και έμεινε αταλάντευτος στις θέσεις του. Τελικώς, η έκθεση υιοθετήθηκε με 448 ψήφους υπέρ και 197 κατά, ενώ υπήρξαν 48 αποχές. Η ουγγρική πλευρά διαμαρτυρήθηκε ότι έπρεπε να συνυπολογιστούν οι αποχές για να φανεί αν υπάρχει πλειοψηφία, καθώς ο απαιτούμενος αριθμός θετικών ψήφων θα ανερχόταν σε περίπου 460. Η Νομική Υπηρεσία της Ευρωβουλής είχε πάντως αποφανθεί περί του αντιθέτου.
Ο πολιτικός συμβολισμός της κίνησης της Ευρωβουλής δεν είναι διόλου αμελητέος. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η διαδικασία του Αρθρου 7 είναι τόσο περίπλοκη που δεν θα πρέπει να αναμένεται να υπάρξουν σύντομα κάποιες κυρώσεις εναντίον της Βουδαπέστης, ήτοι άρση του δικαιώματος ψήφου στο Συμβούλιο. Το Αρθρο 7 προβλέπει ότι η διαδικασία ενεργοποιείται «όταν υπάρχει ξεκάθαρος κίνδυνος σοβαρής παραβίασης των αξιών της ΕΕ» με πρόταση είτε της Ευρωβουλής (όπως συνέβη) είτε της Κομισιόν ή του 1/3 των κρατών-μελών (εξαιρουμένης της εγκαλούμενης χώρας). Με την υπόθεση θα ασχοληθεί πρώτα το Coreper (το Συμβούλιο των Μονίμων Αντιπροσώπων) προτού το θέμα εισαχθεί στην ατζέντα του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων. Εκεί, η Ουγγαρία θα διατυπώσει τις θέσεις της και το Συμβούλιο μπορεί (δεν είναι υποχρεωμένο, ούτε υπάρχει χρονική προθεσμία) να κρίνει αν υπάρχει παραβίαση. Για να ληφθεί η απόφαση αυτή όμως απαιτείται πλειοψηφία 4/5! Σημειώνεται ότι η σχετική διαδικασία για την Πολωνία ξεκίνησε τον περασμένο Δεκέμβριο και απόφαση δεν έχει ληφθεί.
Αν ληφθεί μια τέτοια απόφαση, τότε η διαδικασία μπορεί να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο, αυτό της διαπίστωσης «σοβαρής και επίμονης  παραβίασης». Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ομοφωνία σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά δεν είναι σαφές ότι υπάρχει τέτοια διάθεση, ενώ χώρες όπως η Πολωνία μάλλον θα αντιταχθούν. Στο υποθετικό σενάριο της επίτευξης ομοφωνίας, το Συμβούλιο Υπουργών αποφασίζει την άρση του δικαιώματος ψήφου της Ουγγαρίας με ενισχυμένη πλειοψηφία (του ζ55% των κρατών-μελών και του 65% του πληθυσμού της ΕΕ).
Η ψήφιση της έκθεσης Σαρτζεντίνι έχει ήδη τροφοδοτήσει τη συζήτηση στους κόλπους του ΕΛΚ για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί το κόμμα Fidesz του κ. Ορμπαν. Ο επικεφαλής της ευρωομάδας του ΕΛΚ, ο Μάνφρεντ Βέμπερ, ψήφισε τελικά υπέρ της έκθεσης (άλλα στελέχη προερχόμενα από το CSU όμως καταψήφισαν), αν και στο παρελθόν είχε υπερασπιστεί τον ούγγρο πρωθυπουργό εντός του κόμματος. Το Fidesz δεν πρόκειται να κινηθεί για έξοδο από το ΕΛΚ σύμφωνα με όσα έλεγαν κοινοτικές πηγές, αλλά θα κρατήσει στάση αναμονής. Δεν αποκλείεται βέβαια να προσφύγει στο Δικαστήριο της ΕΕ κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Εντός του ΕΛΚ υπάρχουν διάφορες σχολές και λογικά θα διεξαχθεί σχετική συζήτηση στο περιθώριο της άτυπης Συνόδου στο Σάλτσμπουργκ. Η μία σημειώνει ότι εν όψει ευρωεκλογών δεν συμφέρει να αποπεμφθεί το Fidesz διότι τότε θα τεθεί σε κίνδυνο η πρωτιά του ΕΛΚ. Η έτερη υποστηρίζει ότι ίσως πρέπει να κινηθεί μια διαδικασία κατά του κ. Ορμπαν. Το ολλανδικό κόμμα DCA είχε καταθέσει σχετικό ψήφισμα τον περασμένο Ιούνιο. Πάντως, ένα αίτημα για αποπομπή θέλει τη στήριξη επτά εθνικών κομμάτων από πέντε χώρες ώστε τα αρμόδια όργανα του ΕΛΚ να το εξετάσουν.

Οι μετεκλογικές ισορροπίες και οι κινήσεις Μακρόν

Η εκλογική αριθμητική βαρύνει πολύ στους υπολογισμούς όλων των παικτών. Ο «άγνωστος Χ» στο παιχνίδι αυτό είναι τι θα πράξει τελικώς ο Εμανουέλ Μακρόν. Ο γάλλος πρόεδρος έχει ταχθεί εναντίον του θεσμού του Spitzenkandidaten και παράλληλα επιδιώκει τη δημιουργία δικής του ευρωομάδας. Δεν αποκλείεται βέβαια ο κ. Μακρόν να βρει έναν συμβιβασμό με την κυρία Μέρκελ και να κερδίσει κάτι ο ίδιος (π.χ. την προεδρία της ΕΚΤ) και να στηρίξει τελικά τον θεσμό. Μπορεί όμως να προτείνει άλλο πρόσωπο, όπως την επίτροπο Ανταγωνισμού Μαργκρέτε Βεστάγκερ, όπως κυκλοφορεί ευρέως στις Βρυξέλλες.
Το σκηνικό των ευρωεκλογών είναι άλλωστε πολύ ρευστό. Ο επικεφαλής των Φιλελευθέρων κ. Φερχόφσταντ δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του ότι έχει συμφωνήσει να συνεργαστεί με τον γάλλο πρόεδρο για να διαμορφωθεί μια φιλοευρωπαϊκή, προοδευτική ευρωομάδα. Το «En Marche» του κ. Μακρόν κινείται δυναμικά για να βρει συμμάχους ανά την Ευρώπη, αλλά μέχρι στιγμής λείπει η κίνηση-ματ. Η συνεργασία με τους ισπανούς Ciudandanos δεν μοιάζει επαρκής.

Στο προσκήνιο σενάρια για προεδρία Μέρκελ στο Συμβούλιο

Τα σενάρια που κυκλοφορούν για την επόμενη ημέρα των ευρωεκλογών είναι πάρα πολλά. Σύμφωνα με άριστα ενημερωμένες πηγές στο Βερολίνο και στις Βρυξέλλες, με τις οποίες συνομίλησε «Το Βήμα» τις τελευταίες ημέρες, κομβικό ρόλο στις εξελίξεις θα διαδραματίσουν οι επιλογές της Ανγκελα Μέρκελ. Αν και αποδυναμωμένη λόγω των εσωτερικών πολιτικών εξελίξεων στη χώρα της, η γερμανίδα καγκελάριος παραμένει ο σημαντικότερος πολιτικός σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πριν από μερικές ημέρες η κυρία Μέρκελ αποφάσισε να εκφράσει δημοσίως τη στήριξή της στον επικεφαλής της ευρωομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος Μάνφρεντ Βέμπερ ως βασικό υποψήφιο για τη θέση του προέδρου της Κομισιόν. Με την κίνηση αυτή έβαλε τέλος σε έναν σχεδιασμό βάσει του οποίου ο διοικητής της Bundesbank Γενς Βάιντμαν θα διεκδικούσε την προεδρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας διαδεχόμενος τον Μάριο Ντράγκι.
Αν και ουδείς επιβεβαιώνει το παραμικρό, το πιο ενδιαφέρον από τα σενάρια σχετίζεται με την ίδια την Ανγκελα Μέρκελ. Σύμφωνα λοιπόν με ευρωπαίους διπλωμάτες, αν δεν ευοδωθεί η υποψηφιότητα Βέμπερ για την Επιτροπή, δεν αποκλείεται η γερμανίδα καγκελάριος να διατυπώσει βλέψεις για να διαδεχθεί τον Ντόναλντ Τουσκ στην προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Αυτό το σενάριο, αν λάβει σάρκα και οστά, θα συνιστούσε μείζονα πολιτική μεταβολή σε κεντρικό ευρωπαϊκό πολιτικό επίπεδο. Δεν αποκλείεται η κυρία Μέρκελ να εξετάζει αυτό το ενδεχόμενο, εφόσον κρίνει ότι άλλη μία θητεία στη γερμανική καγκελαρία δεν είναι ευκταία ή σκόπιμη. Η αναβάθμιση του θεσμού θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη και η παρουσία της Μέρκελ θα μπορούσε να συνδράμει ώστε η ΕΕ να κάνει τα μεγάλα βήματα προς τα εμπρός που απαιτούνται.
Σε ό,τι αφορά πάντως τον υποψήφιο του ΕΛΚ για τη θέση του προέδρου της Κομισιόν, η μάχη δεν έχει κριθεί. Ο κ. Βέμπερ έχει ένα προβάδισμα, αν και ορισμένοι επισημαίνουν ότι ο 46χρονος πολιτικός, ο οποίος προέρχεται από τους βαυαρούς Χριστιανοκοινωνιστές (CSU), δεν διαθέτει την απαραίτητη πολιτική εμπειρία για να γίνει ο διάδοχος του κ. Γιούνκερ. Επιπλέον, στο παρασκήνιο ακούγονται άλλα τρία ονόματα πιθανών υποψηφίων Spitzenkandidaten, όπως του πρώην πρωθυπουργού της Φινλανδίας Αλεξάντερ Στουμπ, του επιτρόπου για το ευρώ και τον κοινωνικό διάλογο Βάλντις Ντομπρόφσκις και του Μισέλ Μπαρνιέ, επικεφαλής της ομάδας της Κομισιόν για το Brexit (αν και με τις διαπραγματεύσεις εκκρεμούσες, η περίπτωσή του φαντάζει δύσκολη, ενώ δεν φαίνεται να έχει τη στήριξη του προέδρου Μακρόν). Η οριστική απόφαση του ΕΛΚ για τον τελικό υποψήφιο θα ληφθεί στο συνέδριο του κόμματος στις 7-8 Νοεμβρίου στο Ελσίνκι, ενώ όσοι επιθυμούν να διεκδικήσουν τη θέση θα πρέπει να το δηλώσουν μέχρι τις 17 Οκτωβρίου. Σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό του ΕΛΚ, ένας υποψήφιος πρέπει να έχει τη στήριξη τουλάχιστον άλλων δύο εθνικών κομμάτων πέραν του κόμματος της χώρας του.

Το μεγάλο πρόβλημα για την καγκελάριο

Παράλληλα, η Ανγκελα Μέρκελ δεν πρόκειται να τοποθετηθεί οριστικά χωρίς να λάβει υπόψη της τις εσωτερικές εξελίξεις στη Γερμανία, καθώς και άλλες ισορροπίες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η καγκελάριος είναι οι τριγμοί στον κυβερνητικό συνασπισμό καθώς και οι τεταμένες σχέσεις με το CSU και τον ηγέτη του και υπουργό Εσωτερικών Χορστ Ζεεχόφερ. Μετά την πρόσφατη αντιπαράθεση για την επιβολή συνοριακών ελέγχων, οι διαδηλώσεις που υποστήριξε ενεργά η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) στο Κέμνιτς της Σαξονίας ως απάντηση στη δολοφονία ενός 35χρονου άνδρα, μάλλον από μετανάστες, έχουν προκαλέσει νέα ένταση. «Η μετανάστευση είναι η μητέρα όλων των πολιτικών προβλημάτων της χώρας» δήλωσε ο κ. Ζεεχόφερ για να εισπράξει την κριτική της Μέρκελ αλλά και του προέδρου του Μπούντεσταγκ Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Με το βλέμμα στις τοπικές εκλογές στη Βαυαρία τον προσεχή Οκτώβριο, ο κ. Ζεεχόφερ αλλά και ο άσπονδος φίλος του Μάρκους Ζέντερ, που ηγείται της τοπικής βαυαρικής κυβέρνησης, θεωρούν ότι μόνο αν «παίξουν το σκληρό χαρτί» στο Προσφυγικό θα μπορέσουν να ανασχέσουν την άνοδο της ακροδεξιάς και εθνικιστικής AfD. Οι δημοσκοπήσεις δεν τους δικαιώνουν αλλά αυτοί επιμένουν.
Η κυρία Μέρκελ θα λάβει υπόψη της μια εσωκομματική κρίση στο CSU που θα έπληττε καίρια το μέλλον των ηγετών του. Δεν αποκλείεται δε, κατά ορισμένους, ο κ. Βέμπερ να είναι μια πιο μετριοπαθής εναλλακτική λύση και να κληθεί να ηγηθεί του κόμματος, αφήνοντας την ευρωπαϊκή του καριέρα. Σε αυτή την περίπτωση, θα μπορούσε είτε να επιλέξει κάποιον άλλον Γερμανό (έχουν ακουστεί τα ονόματα της υπουργού Αμυνας Ούρσουλα φον ντερ Λέγεν, καθώς και του Πέτερ Αλτμάιερ, υπουργού Οικονομίας, ή κάποιου υποψηφίου τρίτης χώρας). Δεν πρέπει άλλωστε να λησμονείται ότι ο θεσμός του Spitzenkandidaten δεν υποχρεώνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να επιλέξει μεταξύ των προταθέντων υποψηφίων.