Στις 6 Ιουνίου 1818 o βασιλιάς Ιωάννης Στ’ της Πορτογαλίας ίδρυσε το Εθνικό Μουσείο του Ρίο ντε Τζανέιρο. Στις 2 Σεπτεμβρίου 2018, περί τις 19.30 τοπική ώρα Βραζιλίας, το παλαιότερο επιστημονικό ίδρυμα της χώρας, το οποίο αποτελούσε ταυτόχρονα ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία Φυσικής Ιστορίας και Ανθρωπολογίας της αμερικανικής ηπείρου, παραδόθηκε στις φλόγες. Το ιστορικό κτίριο του επονομαζόμενου Museu Nacional, το οποίο υπήρξε μάλιστα και κατοικία της βασιλικής οικογένειας της Πορτογαλίας όταν διέφυγε το 1807 στη Βραζιλία για να γλιτώσει από τις στρατιές του Ναπολέοντα και αργότερα φιλοξένησε και την αυτοκρατορική οικογένεια της χώρας, σήμερα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα καπνισμένο κουφάρι. Υπολογίζεται ότι σχεδόν 20 εκατομμύρια εκθέματα έγιναν στάχτη. Τραγική ειρωνεία; Πριν από ακριβώς δύο μήνες, στις 6 Ιουνίου, γιόρτασε τα 200ά του γενέθλια.
Πρόκειται μάλλον για το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου με τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα που μαστίζουν τη Βραζιλία να προοικονομούν εδώ και καιρό το τραγικό τέλος του μουσείου. Είναι ενδεικτικό ότι η βραζιλιάνικη εφημερίδα «Ο Globo» σε ρεπορτάζ της που δημοσιεύθηκε πριν από 40 χρόνια είχε ήδη επισημάνει τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Ετσι η φωτιά που ξέσπασε – δεν έχουν γίνει γνωστά τα ακριβή αίτια μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές – βρήκε το μουσείο παντελώς ανοχύρωτο και ευτυχώς που δεν υπήρξαν και ανθρώπινα θύματα. Σύστημα αυτόματης κατάσβεσης δεν είχε εγκατασταθεί, ενώ ακόμα και οι πυροσβεστικοί κρουνοί δεν λειτούργησαν, με αποτέλεσμα οι πυροσβέστες να μεταφέρουν νερό με υδροφόρες. Και πώς να δουλέψουν, καθώς από το 2014, σύμφωνα με δημοσίευμα του «National Geographic», το μουσείο είχε σταματήσει να λαμβάνει ακόμα και την προγραμματισμένη πενιχρή κρατική επιχορήγηση των 128.000 δολαρίων για τα έξοδα συντήρησής του; Το ποσό της χρηματοδότησης των εξόδων συντήρησης για την εφετινή χρονιά ήταν μόλις 13.000 δολάρια και πλήθος ρεπορτάζ κάνουν λόγο για τοίχους που κατέρρεαν και ηλεκτρικά καλώδια που βρίσκονταν εκτεθειμένα στον αέρα.
Είναι ενδεικτικό ότι το 2015 αναγκάστηκε να κλείσει τις πόρτες του προσωρινά, καθώς δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στα έξοδα μισθοδοσίας του προσωπικού ασφαλείας και καθαριότητας, ενώ μόλις πριν από έναν χρόνο η κατάσταση ήταν τόσο δραματική που οι υπεύθυνοιστράφηκαν στο crowdfunding για να αποκαταστήσουν τις ζημιές από μια επιδρομή τερμιτών σε εκθέματα, όπως ο εντυπωσιακός σκελετός του δεινοσαύρου Μaxakalisaurus.
Το Εθνικό Μουσείο του Ρίο ντε Τζανέιρο, το οποίο αποτελούσε ταυτόχρονα και ερευνητικό κέντρο, το 1946 συνδέθηκε με το Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο. Ηταν φημισμένο για τον πλούτο των συλλογών του που εκτεινόταν κυρίως στους τομείς της γεωλογίας, της παλαιοντολογίας, της ζωολογίας, της αρχαιολογίας, της εθνολογίας και της βοτανικής, ενώ διέθετε μία από τις μεγαλύτερες επιστημονικές βιβλιοθήκες της Βραζιλίας με περισσότερους από 47.000 τόμους και 2.400 σπάνια έργα. Εκπρόσωπος της Πυροσβεστικής δήλωσε ότι οι δυνάμεις κατάφεραν να διασώσουν κάποια εκθέματα του μουσείου, οι ζημιές όμως δεν έχουν καταγραφεί και κανένας δεν γνωρίζει τι έχει σωθεί και τι έχει γίνει για πάντα στάχτη. Πιθανολογείται πάντως ότι οι συλλογές ερπετών, ψαριών και βοτάνων, καθώς και η βιβλιοθήκη του, που στεγάζονταν σε ξεχωριστούς χώρους, έχουν διασωθεί.

Αναμφισβήτητα ένα από τα πιο διάσημα εκθέματα του Museu Nacional ήταν η «Λουτσία».Πρόκειται για το πρώτο ανθρώπινο λείψανο που ανακαλύφθηκε στη Βραζιλία, το 1975, στην πολιτεία Μίνας Ζεράις, από μια αποστολή με επικεφαλής τη γαλλίδα ανθρωπολόγο Ανέτ Λαμίνγκ-Εμπερέρ. Υπολογίζεται ότι το σπάνιο εύρημα, ηλικίας 11.500 ετών, είναι από τους παλαιότερους σκελετούς ανθρώπων που έχουν βρεθεί στην αμερικανική ήπειρο. Με βάση μάλιστα αυτό το κρανίο, ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, στη Βρετανία, κατάφεραν να αναδημιουργήσουν ψηφιακά το πρόσωπό της. Πληροφορίες τοπικών μέσων θέλουν τους πυροσβέστες να βρήκαν μέσα στα αποκαΐδια ένα κρανίο που ίσως ανήκει στη «Λουζία».
Σημαντική ήταν και η αιγυπτιακή συλλογή του μουσείου με περισσότερα από 700 εκθέματα, κατέχοντας τη μεγαλύτερη συλλογή από μούμιες στην Αμερική. Θεμελιωτής της θεωρείται ο αυτοκράτορας Πέτρος Α’ (1798-1834), ο οποίος αγόρασε τη συλλογή του Ιταλού Τζιοβάνι Μπατίστα Μπελτζόνι, εξερευνητή που είχε πραγματοποιήσει ανασκαφές στη Νεκρόπολη των Θηβών. Ωστόσο, ο αυτοκράτορας Πέτρος Β’ (1825- 1891) που τον διαδέχθηκε, εμπλούτισε ακόμα περισσότερο τη συλλογή του πατέρα του, προσθέτοντας σημαντικά εκθέματα, μεταξύ άλλων και μια εντυπωσιακή ξύλινη σαρκοφάγο του 750 π.Χ. Το μουσείο επίσης διέθετε μια εντυπωσιακή συλλογή 750 αρχαιοελληνικών, ρωμαϊκών και ετρουσκικών αντικειμένων που δημιουργήθηκε από την αυτοκράτειρα Τερέζα Κριστίνα, σύζυγο του Πέτρου Β’. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τέσσερις τοιχογραφίες της αρχαίας Πομπηίας που διασώθηκαν από την έκρηξη του Βεζούβιου, με τις δύο από αυτές μάλιστα να αποτελούν τμήμα του ναού της Ισιδος. Ακόμα 1.800 αντικείμενα της προκολομβιανής εποχής μαρτυρούν την ιστορία της ηπείρου πριν από την άφιξη των αποίκων, ενώ το μουσείο δικαίως χαρακτηριζόταν «παλαιοντολογικός παράδεισος διεθνούς σημασίας», φιλοξενώντας σπάνια απολιθώματα και σκελετούς δεινοσαύρων. Μέχρι στιγμής το μόνο έκθεμα που εκτιμάται ότι σίγουρα διεσώθη από τη φωτιά είναι ο μετεωρίτης Bendego, βάρους 5.260 κιλών, ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1784 στην Μπαΐα της Βραζιλίας από ένα αγόρι.

Η επόμενη ημέρα

Διακόσια χρόνια επιστημονικής έρευνας χάθηκαν μέσα σε μερικές ώρες, μαζί με την καριέρα δεκάδων ερευνητών, οι οποίοι μελετούσαν τις συλλογές του μουσείου. Η διεύθυνση του Museu Nacional κατηγόρησε ευθέως τις κυβερνήσεις της Βραζιλίας για ανεπαρκή χρηματοδότηση, με τους ιθύνοντες να ρίχνουν το μπαλάκι των ευθυνών στο Πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Τζανέιρο, το οποίο συνδέεται με το μουσείο.
Φυσικά η κυβέρνηση του προέδρου Μικέλ Τέμερ ήδη μιλάει για σχέδιο αποκατάστασης του μουσείου μέσω της δημιουργίας δικτύου οικονομικής στήριξης σε συνεργασία με χρηματοοικονομικά ιδρύματα και δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις. Υστερα όμως από αυτή την τεράστια καταστροφή πόσο εφικτό είναι τελικά αυτό;
«Στεκόμαστε αυτές τις μέρες άφωνοι μπροστά στην απροσδόκητη και σχεδόν απίστευτη είδηση της σχεδόν ολοσχερούς, από ό,τι διαβάζουμε, καταστροφής του Εθνικού Μουσείου της Βραζιλίας. Κάποιοι έσπευσαν ήδη να την παραλληλίσουν με την καταστροφή της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας κατά τον 3ο αι. μ.Χ. Και ίσως ο παραλληλισμός να μην είναι παράδοξος, μια και στην εποχή μας δεν έχει καταγραφεί, εξ όσων γνωρίζω, τέτοιας έκτασης και βαρύτητας καταστροφή μουσείου, και μάλιστα εθνικού» αναφέρει στο «Βήμα» η επίκουρη καθηγήτρια Μουσειολογίας στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Ανδρομάχη Γκαζή. «Δεν είναι σοφό να μιλά κανείς πριν γίνει η τελική αποτίμηση που θα μας επιτρέψει να καταλάβουμε το μέγεθος της πολιτισμικής απώλειας. Θεωρώ όμως ότι το Μουσείο δεν θα μπορέσει να ξαναγεννηθεί. Να αποκατασταθεί, συντηρηθεί, ξαναχτιστεί, ίσως ναι. Αλλά η ουσία της ψυχής του, που ήταν οι συλλογές του, δεν θα αναστηθούν».

Η πολιτική διάσταση

Ηταν φυσικό δεκάδες εξοργισμένοι πολίτες να βρεθούν στους δρόμους του Ρίο ντε Τζανέιρο για να διαμαρτυρηθούν για την ανείπωτη αυτή καταστροφή. Εν όψει των επερχόμενων προεδρικών εκλογών του Οκτωβρίου ανάμεσα στα πανό κυριαρχούσε και ένα που ζητούσε την απελευθέρωση του αριστερού πρώην προέδρου της Βραζιλίας Λούλα ντα Σίλβα, ο οποίος καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 12 ετών για διαφθορά και βρίσκεται στη φυλακή από τον προηγούμενο Απρίλιο. Ηδη υποψήφιοι της Αριστεράς ρίχνουν την ευθύνη της καταστροφής στα μέτρα λιτότητας που ακολούθησε η κυβέρνηση του τωρινού προέδρου Μισέλ Τεμέρ, όμως μια ματιά στα οικονομικά στοιχεία φανερώνει ότι πρόκειται για πολιτική την οποία είχαν ακολουθήσει και οι προηγούμενες αριστερές κυβερνήσεις.
Μία ακόμα τραγική ειρωνεία της υπόθεσης αποτελεί το γεγονός ότι πριν από το ξέσπασμα της φωτιάς το μουσείο είχε εξασφαλίσει χρηματοδότηση ύψους 5 εκατ. δολαρίων για την ανακαίνισή του από την Εθνική Τράπεζα Οικονομικής και Κοινωνικής Ανάπτυξης (BNDES), το ποσό όμως θα διετίθετο μετά το πέρας των εκλογών του Οκτωβρίου. Ο πολιτισμός κάθε φορά μοιάζει να είναι ο μεγάλος ηττημένος της υπόθεσης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ