Ο Διδάσκαλος του Γένους Κωνσταντίνος Κούμας, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο διαπρεπής διπλωμάτης, λόγιος και συγγραφέας του 19ου αιώνα, μεταφραστής στα ελληνικά του Γκαίτε και του Σίλερ, ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, ο μεταφραστής του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, ο γερμανός φιλόλογος και ελληνοδιδάσκαλος Αλεξάντερ Στάινμετς, μεταφραστής του Καζαντζάκη, του Χρηστομάνου και του Παπαδιαμάντη στα γερμανικά, είναι ορισμένοι μόνο από τους μεταφραστές των οποίων η ζωή, το έργο, το κοινωνικό και το πολιτισμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έδρασαν θα αποτελέσει αντικείμενο έρευνας ενός νέου προγράμματος στο Κέντρο Νέου Ελληνισμού (Centrum Modernes Griechenland – CeMoG) του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου (Freie Universität Berlin).
Στο πρόγραμμα, που φτάνει ως τις μέρες μας, συμπεριλαμβάνονται και νεότεροι μεταφραστές, όπως ο νεοελληνιστής Χανς Αϊντενάιερ και η μεταφράστρια Νίκη Αϊντενάιερ, ιδρυτές του εκδοτικού οίκου Romiosini, ο Ουλφ Ντίτερ Κλεμ, μεταφραστής του Καρκαβίτσα, του Μυριβήλη και του Βαλτινού, η γνωστή μας μεταφράστρια από τα γερμανικά Μαρία Αγγελίδου, η Μπίργκιτ Χίλντεμπραντ, μεταφράστρια της Αλκης Ζέη, της Αμάντας Μιχαλοπούλου, του Χρήστου Οικονόμου, και η αυστριακή νεοελληνίστρια και μπλόγκερ Μικαέλα Πρίτσινγκερ, μεταφράστρια, μεταξύ άλλων, της Καρυστιάνη και του Μάρκαρη στα γερμανικά.

Γερμανική χρηματοδότηση

Ενώ στην Ελλάδα ακόμη περιμένουμε την υποσχόμενη επανεκκίνηση του προγράμματος «Φράσις» του υπουργείου Πολιτισμού για την επιχορήγηση μεταφράσεων έργων αντιπροσωπευτικών του ελληνικού πολιτισμού σε άλλες γλώσσες – που έχει παγώσει εδώ και πέντε χρόνια -, το ερευνητικό πρόγραμμα του CeMoG, με τίτλο «Ελληνογερμανικοί μεταφραστικοί κόσμοι: Τοπιογραφία συλλογικών βιογραφιών», έλαβε ήδη αποκλειστική χρηματοδότηση 400.000 ευρώ από το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Υπουργείο Μόρφωσης και Ερευνας. Ο αρμόδιος υφυπουργός, Τόμας Ράχελ, παρουσίασε το πρόγραμμα λέγοντας ότι η ενίσχυση της ευρωπαϊκής συνοχής είναι στόχος πρωταρχικής σημασίας για τη γερμανική κυβέρνηση, «ιδιαίτερα στις ταραγμένες συνθήκες στις οποίες βρισκόμαστε» και τόνισε ότι «η βελτίωση της κατανόησης της νεότερης ελληνογερμανικής ιστορίας αποτελεί σημαντική συνεισφορά». Ετσι, στην «ουρά» της οικονομικής κρίσης και στον απόηχο της επακόλουθης έντασης στις σχέσεις των δύο χωρών, επιχειρείται η αποτύπωση της ανθρωπογεωγραφίας του πεδίου των ελληνογερμανικών σχέσεων, το οποίο περιλαμβάνει διπλωμάτες, επιχειρηματίες και εμπόρους, λογίους και δασκάλους, μηχανικούς και αρχιτέκτονες, πολιτικούς και οικονομολόγους. Ανάμεσα σε όλους αυτούς, οι μεταφραστές συνιστούν μια διακριτή ομάδα.

Οι άγνωστοι και αφανείς μεταφραστές

Ωστόσο, δεν είναι όλοι τους γνωστοί, βραβευμένοι και επιφανείς, όπως αυτοί που αναφέραμε στην αρχή του άρθρου. Παρότι το έργο τους έχει τεράστια σημασία στο πεδίο του διαπολιτισμικού διαλόγου, «οι περισσότεροι, ειδικά εκείνοι του 19ου αιώνα, είναι σχεδόν άγνωστοι» εξήγησε στο «Βήμα» ο συντονιστής του ερευνητικού προγράμματος Μάρκο Χίλεμαν. «Αλλά, ακόμη και στον 20ό αιώνα, στον αιώνα του «επαγγελματία μεταφραστή», υπάρχουν περιπτώσεις «αφανών μεταφραστών», που δεν αναφέρονται καν στις εκδόσεις που μεταφράζουν».
Οι προσωπογραφίες των μεταφραστών και μεταφραστριών θα είναι το πρώτο ερευνητικό βήμα του προγράμματος, το οποίο αποβλέπει στη μελέτη τους με τα εργαλεία της συλλογικής βιογραφίας, προκειμένου, όπως σημειώνει ο συντονιστής του, «να αναδειχθούν οι γενικές πορείες, να γνωρίσουμε το περιβάλλον των ανθρώπων αυτών και να κατανοήσουμε τον ευρύτερο χώρο των ελληνογερμανικών διασταυρώσεων».

Κοινωνικό πλαίσιο και τάσεις

Γύρω στο 1800, και λίγο νωρίτερα, στα χρόνια του Ρήγα, ξεκινούν οι μεταφράσεις από τα γερμανικά προς τα ελληνικά, κυρίως θεωρητικών κειμένων, ενώ το 1821 αποτελεί μια αφετηρία για την εκδήλωση του αντίστροφου ενδιαφέροντος, όταν στο ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης πυκνώνει το ενδιαφέρον των Γερμανών για τη σύγχρονη Ελλάδα. «Ανθρωποι της κλασικής φιλολογίας και φιλέλληνες οι περισσότεροι, δεν είχαν ταξιδέψει στην Ελλάδα αλλά είχαν γνωρίσει Ελληνες στη Γερμανία, φοιτητές σε γερμανικά πανεπιστήμια» λέει ο Μάρκο Χίλεμαν, ο οποίος υπογραμμίζει το κοινωνικό πλαίσιο που ήδη διαφαίνεται εδώ. «Στην περίπτωση των ελλήνων μεταφραστών έχουμε τις παροικίες στη Λειψία και στη Βιέννη, σε αυτές τις κεντροευρωπαϊκές πόλεις που είχαν και εκδοτική δραστηριότητα, και οι μεταφραστές ήταν στην πλειονότητά τους λόγιοι και παιδαγωγοί, επομένως η μεταφραστική πράξη σχετίζεται με τον σκοπό της φώτισης του έθνους, πράγμα που φαίνεται και στην επιλογή των έργων και στον τρόπο της μετάφρασης, δηλαδή έχουμε συχνά συμπιλήματα και ελεύθερες μεταφράσεις που ήθελαν να αποδώσουν μόνο το νόημα».
Η πύκνωση των μεταφράσεων – ή η απουσία τους – αντανακλά το είδος των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. «Μια αλλαγή της πορείας υπάρχει προς τα τέλη του 19ου αιώνα όταν με την ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας η Γερμανία γίνεται και σημαντικός πολιτικός παίκτης και βαθαίνουν οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες». Από την άλλη πλευρά, περιέργως, δεν φαίνεται να υπάρχει μεταφραστική ακμή στα χρόνια της βασιλείας του Οθωνα, «πράγμα που μπορεί να οφείλεται και στην έχθρα απέναντι στον βασιλικό κύκλο που ίσως εμπόδιζε τη μεταφραστική πράξη».
Το πρόγραμμα εντάσσεται σε ένα ευρύτερο ερευνητικό πεδίο που θα καταπιαστεί με όλη την γκάμα επαφών, με τις πολιτικές και τις οικονομικές διασταυρώσεις, με άτομα, ιδέες και κινήματα που ένωσαν τους δύο χώρους, τον ελληνικό και τον γερμανικό. Θα έχει τριετή διάρκεια και θα υλοποιηθεί με τη συνεργασία του Εργαστηρίου Μελέτης Ελληνογερμανικών Σχέσεων του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, και ενδεχομένως με τη συνεργασία άλλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, και τα αποτελέσματά του θα αναρτηθούν στο Διαδίκτυο σε μια δίγλωσση εγκυκλοπαίδεια, προσιτή σε όλους.
Από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία που αναμένεται να προκύψουν από το πρόγραμμα είναι η αναγνώριση ορισμένων τάσεων «που δεν ήταν εμφανείς όσο επικεντρωνόμασταν στις περιπτώσεις των επιφανών μεταφραστών» σχολιάζει ο Μάρκο Χίλεμαν, όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι «από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και μετά, παρατηρείται και στις δύο χώρες μια όλο και πιο πυκνή παρουσία μεταφραστριών (ενώ στον 19ο αιώνα έχουμε να κάνουμε σχεδόν μόνο με άνδρες μεταφραστές), και ειδικά στη Γερμανία της ίδιας περιόδου οι μεταφραστές και οι μεταφράστριες έχουν συχνά ελληνική καταγωγή και πολλές φορές «διπλή ταυτότητα»».