1
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το ζήτημα της ίδρυσης ή μη ιδιωτικών πανεπιστημίων κατέστη ένα από τα λίγα σημεία διαφωνίας στην ανοικτή διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Η οργάνωση της ανώτατης εκπαίδευσης και ο τρόπος εισαγωγής σ’ αυτήν ήταν πάντοτε ­ για λόγους που ανάγονται στις ίδιες τις συνθήκες συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους ­ εξαιρετικά κρίσιμο κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα στο μέτρο που η κατοχή των ουσιαστικών, κυρίως όμως των τυπικών προσόντων που πιστοποιεί ένα πανεπιστημιακό πτυχίο συνδέεται με τον ίδιο τον κοινωνικό καταμερισμό. Το πιο βασικό ίσως χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνικής ιδιοσυστασίας, η κινητικότητα και η ευελιξία, οι δυνατότητες που παρέχει για κοινωνική ανέλιξη μέσα σε μία και μόνο γενιά, οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στον κοινωνικό εξισωτισμό που χαρακτήριζε το εκπαιδευτικό σύστημα και ιδίως τις δυνατότητες πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Παρά τις μεταβολές που έχουν επέλθει στο σχήμα αυτό, ο πυρήνας του εξακολουθεί να υφίσταται.


Μέσα συνεπώς από αυτό το ιστορικό, θεσμικό και κοινωνικό πρίσμα πρέπει να καταγράφουμε και να αξιολογούμε τα πρόδηλα προβλήματα που απασχολούν χιλιάδες νέους ανθρώπους και τις οικογένειές τους: την αυξημένη ζήτηση σπουδών πανεπιστημιακού επιπέδου σε σχέση με τις διαθέσιμες θέσεις, τη φοιτητική μετανάστευση με το μεγάλο οικονομικό κόστος της, την ανεξέλεγκτη λειτουργία παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων σε συνεργασία με ελληνικές επιχειρήσεις παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών κ.ο.κ.


2 Πεποίθησή μου είναι ότι στα προβλήματα αυτά πειστική και μακρόπνοη απάντηση μπορεί να δώσει μόνο μια συνολική μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος και ιδίως της εκπαιδευτικής νοοτροπίας μας. Μια μεταρρύθμιση με βασικά αντικείμενα τη ριζική ανανέωση των αναλυτικών προγραμμάτων, τη διασφάλιση της αυτοτέλειας του λυκείου, τη μετατροπή του σχολείου σε ένα «επώνυμο» ίδρυμα με συνέχεια και παράδοση που λειτουργεί ελκυστικά για τους μαθητές ακόμη και έξω από την πειθαρχία της τάξης, την κατάργηση των μηχανιστικών τρόπων εξέτασης που εξουδετερώνουν την κριτική σκέψη.


Ορισμένοι πιστεύουν ότι απάντηση στα προβλήματα αυτά μπορεί να δώσει κυρίως ή μάλλον μόνον η ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις φοιτητών και διδασκόντων και ενδεχομένως θα διαμορφώσουν συνθήκες ανταγωνισμού ευεργετικές και για τα δημόσια πανεπιστήμια. Επικαλούνται δε τα συγκριτικά δεδομένα άλλων χωρών όπου υπάρχουν επιτυχή παραδείγματα ιδιωτικών πανεπιστημίων.


Το βασικό όμως πρόβλημα της όλης συζήτησης είναι η ίδια η έννοια του ιδιωτικού, όταν αναφερόμαστε σε πανεπιστήμια και σε παραδείγματα άλλων χωρών: στην ευρωπαϊκή ακαδημαϊκή παράδοση το πανεπιστήμιο είναι κατά βάση και κατ’ εξοχήν δημόσιο ίδρυμα. Οχι αναγκαστικά κρατικό με τη στενή έννοια του όρου αλλά δημόσιο ως προς τους σκοπούς του και τις προϋποθέσεις ίδρυσης, διοίκησης και λειτουργίας του, ακόμη και στις χώρες εκείνες όπου συνυπάρχουν «λαϊκής» και καθολικής παράδοσης πανεπιστήμια. Το ίδιο όμως συμβαίνει κατ’ ουσίαν και στην αμερικανική ακαδημαϊκή παράδοση στην οποία τα μη πολιτειακά πανεπιστήμια υψηλού κύρους είναι ιδιωτικά όχι με την έννοια της επιχείρησης αλλά του ιδρύματος ή του καταπιστεύματος ή του κληροδοτήματος, για να χρησιμοποιήσω όρους της ευρωπαϊκής νομικής ιδιολέκτου. Πουθενά εξ όσων γνωρίζω δεν υπάρχει έγκυρο μη κρατικό πανεπιστήμιο που να οφείλει την ίδρυση και την επιτυχή λειτουργία του στην ικανότητα ενός δυναμικού επιχειρηματία που κατάφερε να οργανώσει με επιχειρηματικά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια ένα ανώτατο εκπαιδευτικό (και ερευνητικό ταυτοχρόνως, ας μην το ξεχνάμε) ίδρυμα. Στην επίμονη ερώτησή μου αν υπάρχει ένα τέτοιου είδους ακαδημαϊκά έγκυρο πανεπιστήμιο στο εξωτερικό που να λειτουργεί ως «επιχείρηση», δεν έλαβα απάντηση στη Βουλή.


3 Εφόσον όλες αυτές οι ρήτρες περί μη κρατικών αλλά και μη κερδοσκοπικών και αξιοκρατικών πανεπιστημίων εφαρμοσθούν, το μόνο που υποτίθεται ότι προστίθεται για τους μελλοντικούς υποψήφιους φοιτητές είναι μια μικρή αύξηση των διαθέσιμων θέσεων σε ορισμένους κλάδους χαμηλού κόστους ως προς τις αναγκαίες υποδομές (κατά βάση στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες). Αξιοκρατική εισαγωγή ακόμη και σε αυτά, τα μη κρατικά αλλά πάντως μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια δεν μπορεί παρά να σημαίνει εισαγωγή με βάση βαθμολογικά κριτήρια όμοια με αυτά που ισχύουν για τα δημόσια ΑΕΙ. Αν όμως το πρόβλημα είναι η αύξηση των θέσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ανεξάρτητα από τα δεδομένα της αγοράς εργασίας και τις γνωστικές προϋποθέσεις εισαγωγής, τότε αυτό μπορεί εύκολα να γίνει με την αύξηση του αριθμού των εισακτέων στα υπάρχοντα ΑΕΙ ή με την ίδρυση νέων τμημάτων ή νέων ΑΕΙ.


Σε λίγο μάλιστα χρόνο δεν θα χρειάζεται ούτε καν αυτό καθώς λόγω των κακών δημογραφικών εξελίξεων υπολογίζεται ότι η συνολική ζήτηση σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης θα είναι μικρότερη από τις συνολικά διαθέσιμες θέσεις. Θέσεις που έχουν ήδη αυξηθεί έστω με τη μορφή των προγραμμάτων σπουδών επιλογής που παρέχουν μια πρόσθετη δυνατότητα σε σημαντικό αριθμό νέων ανθρώπων.


4 Φοβούμαι ότι εν όψει όλων αυτών η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας είτε συγκαλύπτει το πραγματικό της περιεχόμενο και λειτουργεί ουσιαστικά ως κριός για ένα, άγνωστο στην Ευρώπη, επιχειρηματικού τύπου ιδιωτικό πανεπιστήμιο είτε απλώς κολακεύει τη μηχανιστική λογική εκείνων που θεωρούν ότι το «ιδιωτικό» είναι εξ ορισμού οργανωτικά ορθολογικό και λειτουργικά επιτυχημένο.


5 Το κρισιμότερο όμως είναι ότι, αν πράγματι η πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης κυριολεκτεί και αναφέρεται σε μη κρατικά αλλά πάντως μη κερδοσκοπικά και αξιοκρατικά πανεπιστήμια ιδρυματικού χαρακτήρα, τότε αυτό είναι νομικώς δυνατόν να γίνει μέσα στο πλαίσιο της ισχύουσας ρύθμισης του άρθρου 16, παρ. 5, του Συντάγματος. Δεν έτυχε να γνωρίσω ως τώρα κανέναν ευεργέτη, δωρητή ή χορηγό πρόθυμο να επενδύσει τα κεφάλαια τα οποία είναι αναγκαία για την ίδρυση και λειτουργία ενός μη κερδοσκοπικού ιδρυματικού πανεπιστημίου που απαιτεί κεφάλαια πολύ μεγαλύτερα απ’ ό, τι οποιαδήποτε πολιτιστικού χαρακτήρα πράξη χορηγίας. Αν όμως αυτή η περίπτωση εμφανισθεί στο μέλλον, τότε κάλλιστα η σχετική σύμβαση με το Δημόσιο μπορεί να συναφθεί και να κυρωθεί με νόμο που θα προσδίδει στο πανεπιστημιακό αυτό ίδρυμα τον χαρακτήρα του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όπως απαιτεί ως προς τη νομική μορφή το άρθρο 16, παρ. 5. Περιττεύει δε να τονίσω ότι το ισχύον συνταγματικό πλαίσιο δεν έχει εξαντλήσει το κανονιστικό του περιεχόμενο. Επαναλαμβάνω το παράδειγμα της Εκκλησίας που θα μπορούσε να ιδρύσει με δική της πρωτοβουλία μια θεολογική (ομολογιακή) σχολή ή το παράδειγμα επιστημονικών συλλόγων ή επιμελητηρίων που θα μπορούσαν ­ αν ήθελαν και το έκριναν σκόπιμο ­ να αναλάβουν ανάλογες πρωτοβουλίες.


Το ίδιο ισχύει και ως προς τη συνεργασία των ελληνικών δημοσίων πανεπιστημίων με ξένα ΑΕΙ σε προπτυχιακό ή μεταπτυχιακό επίπεδο ή ως προς τη δυνατότητα να θέσουν και τα ελληνικά ΑΕΙ σε λειτουργία ορισμένα αγγλόφωνα τμήματα για αλλοδαπούς φοιτητές. Η παράθεση των παραδειγμάτων αυτών δεν αναφέρεται στη σκοπιμότητα ή στη χρησιμότητά τους αλλά στη νομική δυνατότητα να οργανωθούν.


6 Απομένουν, παρ ‘ όλα αυτά, δύο καίρια ζητήματα. Το πρώτο είναι η ίδια η πραγματικότητα της αγοράς στην οποία κυριαρχούν ποικίλες επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών μεταλυκειακής εκπαίδευσης, υπό διάφορους τίτλους ή διάφορα σχήματα, σε συνεργασία συνήθως με κάποιο ξένο (συχνά δημόσιο) ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα.


Οσοι ισχυρίζονται ότι η πιθανή ίδρυση λίγων (λόγω των αυστηρών προϋποθέσεων) μη κρατικών – μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ θα μεταβάλει την κατάσταση αυτή είτε αγνοούν την πραγματικότητα είτε ψεύδονται. Πρόκειται συνεπώς για δύο διαφορετικά ζητήματα. Καμία συνταγματική αναθεώρηση δεν πρόκειται να μεταβάλει από μόνη της την κατάσταση αυτή της εκπαιδευτικής αγοράς όπου σοβαρές και μη σοβαρές προσπάθειες συμφύρονται. Ούτως ή άλλως απαιτείται μια συστηματική και εφαρμόσιμη νομοθετική ρύμιση που θα εκκαθαρίζει το τοπίο και θα προστατεύει τους σπουδαστές και τις οικογένειές τους από την παραπληροφόρηση και την κακή εκπαιδευτική ποιότητα.


7 Το δεύτερο ζήτημα είναι η πιθανή πίεση που προκύπτει από το κοινοτικό δίκαιο και τα δικαιώματα ελεύθερης εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο ισχυρισμός είναι ότι ούτως ή άλλως το άρθρο 16, παρ. 5, του Συντάγματος δεν μπορεί να αποτρέψει την εγκατάσταση στην Ελλάδα και την παροχή υπηρεσιών από πανεπιστήμια που λειτουργούν νόμιμα σε κάποια άλλη χώρα – μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυτό το ζήτημα απασχόλησε και την 2807/97 απόφαση του Στ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας η οποία αποδέχεται με συντριπτική πλειοψηφία (6-1) την κρατούσα ερμηνεία του άρθρου 16 του Συντάγματος, διαπιστώνει ότι τίθεται πρόβλημα κοινοτικού δικαίου που ενδεχομένως απαιτεί την αποστολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και παραπέμπει την όλη υπόθεση στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπου και εκκρεμεί.


Πρέπει κατ’ αρχάς να δούμε πού θα απαντηθεί νομικά το ερώτημα αν δημόσιοι ή πάντως μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης που διασφαλίζουν τα δικαιώματα εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (άρθρα 48, 52 και 126). Αυτό δεν είναι και τόσο αυτονόητο αν σκεφθούμε ότι τα δικαιώματα αυτά κατοχυρώθηκαν για να διασφαλισθεί η συγκρότηση και η λειτουργία της ενιαίας αγοράς, δηλαδή για την ανάπτυξη κερδοσκοπικών και όχι ιδρυματικών μη κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων. Ούτως ή άλλως όμως είναι διαφορετικό ζήτημα οι κανόνες που ισχύουν σε κάθε χώρα – μέλος για την ίδρυση και λειτουργία ΑΕΙ και διαφορετικό ζήτημα η ελεύθερη εγκατάσταση και παροχή υπηρεσιών από τα ΑΕΙ μιας χώρας σε όλες τις άλλες χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης.


8 Κανένα φυσικά από τα ερωτήματα που τίθενται στη συζήτηση για την εκπαίδευση και ειδικά για την ανώτατη εκπαίδευση δεν είναι εύκολο ως προς την απάντησή του και μονοσήμαντο. Σημασία έχει να αποφεύγουμε τη σχηματική, την ιδεολογική και ενίοτε δημαγωγική προσέγγιση των θεμάτων αυτών που σχετίζονται με την αγωνία νέων ανθρώπων οι οποίοι αναμένουν πρακτικά μέτρα και όχι φρούδες «μη κερδοσκοπικές» ελπίδες. Υπό την έννοια αυτή η αναθεώρηση του άρθρου 16 μπορεί να οδηγήσει σε πρόχειρες και ανεξέλεγκτες καταστάσεις ενώ τα περιθώρια που αφήνει η ισχύουσα ρύθμιση δίνουν απαντήσεις σε όλες τις σοβαρές ανησυχίες και προτάσεις.


Ο υπουργός Πολιτισμού κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, είναι, υπό την βουλευτική ιδιότητά του, γενικός εισηγητής της πλειοψηφίας στη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος.