Πλησιάζει ο Αύγουστος. Στις 20 Αυγούστου παύουν να ισχύουν τα μνημόνια. Το τι θα επακολουθήσει είναι μέχρι στιγμής άγνωστο. Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές απόψεις. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι θα υπάρξει «καθαρή έξοδος», «η δυνατότητα αυτόνομου σχεδιασμού της οικονομικής πολιτικής» και «συγκεκριμένη και συνεκτική στρατηγική για το ζήτημα του χρέους». Την άποψη αυτή θεωρούν αβάσιμη όσοι γνωρίζουν τις υφιστάμενες ρυθμίσεις για τη λειτουργία της ΟΝΕ. Την καταγγέλλουν ως παραπλανητική ωραιοποίηση. Επιτήρηση θα υπάρχει όχι μόνο γιατί σύμφωνα με ισχύοντες κανόνες τα κράτη-μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μέχρι να εξοφλήσουν το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχουν λάβει. Αλλά και γιατί το χρέος της Ελλάδας προς την ευρωζώνη και το ΔΝΤ ανέρχεται στα 248 δισ. ευρώ. Ενα τέτοιο ποσό συνεπάγεται, κατά τους υπευθύνους της Ενωσης, «ισχυρές μεταμνημονιακές δεσμεύσεις, οι οποίες όσο πιο ισχυρές είναι τόσο το καλύτερο». Ο όρος ο οποίος χρησιμοποιείται είναι η «ενισχυμένη εποπτεία». Συμφωνία μεταξύ των πρωταγωνιστών της Ενωσης για τον τρόπο και την έκταση της επιτήρησης δεν υπάρχει ακόμη. Υπάρχουν όμως εργαλεία που έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, και μπορούν να ξαναχρησιμοποιηθούν, ώστε να επιτευχθεί η συμμόρφωση της χώρας. Π.χ. μεταξύ άλλων η μη εκτέλεση της συμφωνίας να επιστρέφονται στην Ελλάδα οι τόκοι που έχουν εισπράξει κεντρικές τράπεζες χωρών-μελών από ελληνικά ομόλογα.

Οι εταίροι και η συμφωνία για το χρέος

Η ελληνική κυβέρνηση διαλαλεί επίσης ότι η έξοδος από τα μνημόνια θα πραγματοποιηθεί ταυτόχρονα με μια οριστική συμφωνία για την εξόφληση του χρέους. Η συμφωνία θα απαντά σε όλα τα σημαντικά ερωτήματα που έχουν προβληθεί κατά καιρούς τόσο από την Ελλάδα όσο και από τους δανειστές. Αν θα επιστρέψουμε όλα τα χρήματα που λάβαμε ή ένα μέρος μόνο και θα μας χαριστεί το υπόλοιπο, σε πόσο χρόνο θα πρέπει να εξοφλήσουμε, θα υπάρχουν ρήτρες που θα μας διευκολύνουν κατά την αποπληρωμή, όπως μετάθεση του χρόνου πληρωμής των δόσεων των δανείων, όταν η χώρα έχει οικονομικές δυσκολίες. Η ελληνική άποψη της άμεσης τακτοποίησης του προβλήματος το αργότερο μέχρι τον Αύγουστο δεν πρόκειται να γίνει δεκτή από τους εταίρους μας. Κατά τη συλλογιστική τους, η μείωση του χρέους θα συνδέεται οπωσδήποτε με όρους, ώστε η Ελλάδα να έχει μόνιμο κίνητρο και συνεχή πίεση για την αποπληρωμή του ποσού που οφείλει.

Το χρέος της Ελλάδας έχει φτάσει το 180% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, ένα πρωτοφανές μέγεθος τόσο όσον αφορά την Ελλάδα όσο και τον ευρωπαϊκό χώρο. Η αποπληρωμή του θα απαιτήσει πολλές δεκαετίες. Η Ελλάδα επιδιώκει σωστά να συμφωνηθεί ήδη τον Αύγουστο η μεγαλύτερη δυνατή μείωση του χρέους, ώστε η εξόφλησή του να μην παρουσιάσει καμία πια δυσκολία. Η Γαλλία θέλει να συνδέσει την εξόφληση του χρέους με τους ρυθμούς ανάπτυξης που παρουσιάζει η Ελλάδα. Να υπολογιστεί από τώρα η αντιστοιχία μεταξύ ετήσιων δόσεων και ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης. Την άποψη αυτή δεν συμμερίζονται η Γερμανία, η Ολλανδία και άλλες χώρες. Θέλουν το ύψος της κάθε πληρωτέας δόσης να μην προκύπτει αυτόματα αλλά να συναρτάται με την εκτέλεση των υποχρεώσεων της Ελλάδας στα συμφωνηθέντα χρονικά περιθώρια.

Σωστή εκτέλεση θα συνεπάγεται μείωση της οφειλής. Κακή εκτέλεση θα έχει ως συνέπεια συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις πληρωμής. Η ελάφρυνση του χρέους είναι ως εκ τούτου ενέργεια αλληλένδετη με την ενισχυμένη εποπτεία (Χαρδούβελης).

Οι διευκολύνσεις, οι απόψεις και το ΔΝΤ

Διαφορές υπάρχουν και όσον αφορά το ποσό του χρέους για το οποίο θα μπορούν να υπάρξουν διευκολύνσεις, π.χ. μείωση των επιτοκίων. Η Γερμανία προτείνει το ποσό αυτό να οριστεί στα 130 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου στο μισό του χρέους. Το ΔΝΤ θεωρεί ότι θα πρέπει να είναι πολύ υψηλότερο, γιατί διαφορετικά κινδυνεύει η εξόφληση του χρέους. Αλλοι δανειστές αντιτίθενται σε οποιαδήποτε μείωση και θεωρούν ότι η Ελλάδα οφείλει να εξοφλήσει το σύνολο του χρέους. Ομως, εάν το χρέος παραμείνει σ’ αυτό το επίπεδο, θα υπάρχει πάντα ο κίνδυνος η αποπληρωμή του να αποδειχθεί αιτία οικονομικών δυσκολιών και να έχει αρνητικά αποτελέσματα για την Ελλάδα ως προς την ανάκαμψη της οικονομίας. Το ΔΝΤ όπως και άλλα κέντρα ερευνών ισχυρίζονται μάλιστα ότι το χρέος δεν είναι δυνατόν να εξοφληθεί από τις σημερινές συνθήκες. Είναι αναγκαία η ελάφρυνσή του. Ανοικτό είναι ακόμη το θέμα της συμμετοχής του ΔΝΤ στην περαιτέρω διαδικασία. Το ΔΝΤ έχει δηλώσει ότι η συμμετοχή του εξαρτάται από τις αποφάσεις που θα πάρουν οι άλλοι δανειστές σε σχέση με τη μείωση του χρέους.

Υπάρχει λοιπόν η βεβαιότητα ότι στους επόμενους μήνες θα παρθούν αποφάσεις που θα καθορίζουν τα θέματα του χρέους, αλλά αβεβαιότητα και διαφωνίες τόσο για το περιεχόμενο των αποφάσεων όσο και για αν θα πρέπει τώρα να αντιμετωπιστεί το σύνολο των προβλημάτων ή βαθμιαία σε συνάρτηση με την οικονομική πορεία της χώρας. Εάν η Ελλάδα τηρεί τους κανόνες, τότε θα της χαρίζεται χρέος. Εάν αντίθετα ακολουθεί πολιτική που προκαλεί προβλήματα, θα πρέπει να εξοφλεί ό,τι χρωστάει με κίνδυνο να υπάρξει και πάλι κρίση.

Πώς θα εξασφαλίσουμε καλούς όρους δανεισμού

Κρίσιμο είναι το θέμα αν η Ελλάδα θα μπορέσει να εξασφαλίσει εφεξής ικανοποιητικούς όρους δανεισμού για να καλύψει τις ανάγκες της. Η Τράπεζα της Ελλάδος πρότεινε γι’ αυτό ένα προληπτικό πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας, μια συμφωνία με τους δανειστές να καλύψουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας όταν συναντήσει δυσκολίες εξασφάλισης χρημάτων στις αγορές. Η κυβέρνηση απέρριψε την πρόταση με τον ισχυρισμό ότι ένα τέτοιο προληπτικό πρόγραμμα θα δώσει στην ευρωζώνη τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στην ελληνική οικονομία. Η εξασφάλιση ικανοποιητικών όρων δανεισμού δεν είναι όμως βέβαιη. Η έξοδος στις αγορές αρχικά δεν θα έχει προβλήματα, αλλά μπορεί πολύ σύντομα να καταστεί επώδυνη, όταν οι αμφιβολίες για την εξέλιξη της οικονομίας οδηγήσουν στην άνοδο των επιτοκίων. Εχουμε διαπιστώσει από το 2010 και μετά, όταν υπάρχουν προβλήματα, το επιτόκιο δανεισμού της χώρας να ανεβαίνει ραγδαία σε επίπεδο 8% και πλέον με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να δανειστούμε.

Δεν υπάρχει σχέδιο, μόνο προθέσεις

Κεντρικό θέμα της μεταμνημονιακής πολιτικής είναι η διαμόρφωση ενός σχεδίου για την υπέρβαση των συνεπειών της κρίσης και την ανάπτυξη της χώρας. Απαιτούνται εκτεταμένες μεταρρυθμίσεις για να δημιουργηθεί μια δημιουργική δυναμική.

Ο υπουργός Οικονομικών ανέφερε σε συνέντευξή του στις 10 Απριλίου ότι η κυβέρνηση έχει επεξεργαστεί ένα «ολιστικό σχέδιο» το οποίο εμπεριέχει «τα πράγματα που θέλουμε να κάνουμε, τις μεταρρυθμίσεις που θέλουμε να συνεχίσουμε, τις νέες μεταρρυθμίσεις που προγραμματίζουμε σε συνδυασμό με κοινωνικές παρεμβάσεις, έτσι ώστε να είναι όλη η κοινωνία on board! Να είναι συμμέτοχος». Το «ολιστικό σχέδιο» εστάλη στα αρμόδια κοινοτικά όργανα. Επεστράφη ύστερα από λίγες ημέρες, τόσο με την παρατήρηση ότι πρόκειται για ένα ευχολόγιο που θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί όσο και με τη διαπίστωση ότι ορισμένες από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν μπορούν να γίνουν δεκτές γιατί τροποποιούν τα συμφωνημένα. Το «ολιστικό σχέδιο» μέχρι στιγμής δεν έχει δημοσιευθεί. Η κυβέρνηση αρνήθηκε να το παρουσιάσει. Το συμπέρασμα είναι απλό. Πρόκειται κυρίως για μια περιγραφή προθέσεων και παρά τις όποιες διορθώσεις θα παραμείνει κυρίως ένας σχεδιασμός με προπαγανδιστικούς στόχους.

Στο Eurogroup της 27ης Απριλίου επιβεβαιώθηκε ότι το Eurogroup θα συνεχίσει τις συζητήσεις τόσο για την «ενισχυμένη εποπτεία», η οποία θα ισχύσει στο τέλος του προγράμματος, όσο και για το θέμα του ύψους του χρέους και του τρόπου αποπληρωμής του. Ολα τα θέματα παραμένουν λοιπόν ανοιχτά. Το πρακτέο για την υπέρβαση των συνεπειών της κρίσης και για την ανάπτυξη της χώρας παραμένει αβέβαιο. Η έξοδος από την «εποχή ασφυκτικής και επιθετικής λιτότητας και επιτροπείας» δεν έχει πάρει ακόμη μορφή παρά τους ισχυρισμούς για την «καθαρή έξοδο».

Οι ωραιοποιήσεις εμπόδιο για επιστροφή στην ομαλότητα

Τα κόμματα της αντιπολίτευσης εφαρμόζουν στάση αποφασιστικής άρνησης των κυβερνητικών θέσεων και πρωτοβουλιών. Είναι όμως προσεκτικά όσον αφορά τους δικούς τους πολιτικούς σχεδιασμούς. Δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν δυνατούς ψηφοφόρους. Ομως η ειλικρίνεια είναι απαραίτητη. Οι ωραιοποιήσεις, οι αποσιωπήσεις, οι ασάφειες που επιτρέπουν πολλές ερμηνείες δημιουργούν σημαντικά εμπόδια στην επιστροφή της χώρας στην ομαλότητα και στην πραγματοποίηση της ανασυγκρότησης. Οι πολίτες πρέπει να ξέρουν τα προβλήματα και τις δυνατές διεξόδους, να έχουν συνείδηση της προσπάθειας που απαιτείται.

Στην Ελλάδα κυριάρχησαν και κυριαρχούν ακόμα η ωραιοποίηση, η παραποιημένη εικόνα του σήμερα και οι ανέφικτοι σχεδιασμοί. Εχουμε ζήσει τις εξαιρετικά δυσάρεστες συνέπειες αυτής της συμπεριφοράς. Το αποτέλεσμα των διαβεβαιώσεων του 2009 ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού ήταν περίπου 6% ενώ ήταν 15%, ότι λεφτά υπάρχουν ενώ δεν υπήρχαν, η υπόσχεση ότι θα διαγραφούν σε μία ημέρα τα μνημόνια ενώ προστέθηκαν άπειρες νέες ρυθμίσεις σε όσες ήδη υπήρχαν ήταν εξαιρετικά αρνητικό. Οι ψευδείς ισχυρισμοί συνέβαλαν στην κατάρρευση της οικονομίας μας και στην περιθωριοποίηση της χώρας.

Η χώρα υστερεί σε πολλούς τομείς

Ζητούμενο είναι η ανάπτυξη. Η κατάσταση της χώρας είναι προβληματική. Το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα έφθανε το 86% του μέσου εισοδήματος της ΕΕ στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Μειώθηκε το 2016 στο 68%. Η χώρα μας συμπεριλαμβάνεται γι’ αυτό στις επτά χώρες-μέλη με κατά κεφαλήν εισόδημα 30% χαμηλότερο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο Δείκτης Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας κατατάσσει την Ελλάδα στην 87η θέση μεταξύ των 137 χωρών που αξιολογούνται και στην τελευταία θέση μεταξύ των 28 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Στον Δείκτη Κοινωνικής Δικαιοσύνης καταλαμβάνει επίσης την τελευταία θέση μεταξύ των 28 κρατών-μελών, με το 35% του πληθυσμού να απειλείται με φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισμό. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση στην ΕΕ όσον αφορά την ανεργία των νέων. Τη χειρότερη επίδοση μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ έχει επίσης στον τομέα του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης σύμφωνα με στατιστική της Παγκόσμιας Τράπεζας. Η Ελλάδα σήμερα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις δύο περισσότερο διεφθαρμένες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Πρωτεία έχει όμως όσον αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες. Είναι οι υψηλότερες από όλες τις χώρες-μέλη της Ενωσης σε ποσοστό του ΑΕΠ 2,32% το 2017 έναντι 2,21% το 2014. Στο ΝΑΤΟ οι δαπάνες μας είναι αναλογικά οι δεύτερες υψηλότερες μετά τις δαπάνες ΗΠΑ (3,58%).

Προϋποθέσεις για τον στόχο της ανάπτυξης

Εχουν γίνει διάφορες ενδιαφέρουσες προσπάθειες για να επισημανθούν τα κύρια σημεία της αναγκαίας αναπτυξιακής πολιτικής. Δύο μελέτες της διαΝΕΟσις του 2016 και του 2018 έχουν επισημάνει βασικούς στόχους της επιβεβλημένης πολιτικής για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας. Θα επισημάνω μία από τις θέσεις σχετικά με τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που προβλέπονται από τις συμφωνίες με την Ενωση (3,5% του ΑΕΠ έως το 2022, 2,5% μέχρι το 2029 και 2,9% μέχρι το 2059). Οι στόχοι που έχουν τεθεί δεν είναι ρεαλιστικοί. Υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για μια τόσο μακρά περίοδο θα έχουν ως αποτέλεσμα χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ανεπαρκείς για να αντιμετωπιστεί η εκρηκτική ανεργία. Σκόπιμο είναι ο στόχος για το πλεόνασμα να περιοριστεί στο 1,5% μέχρι το 2029 και στο 1% μέχρι το 2059. Το υπόλοιπο πλεόνασμα μέχρι τους στόχους που έχουν καθοριστεί θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για επενδύσεις.

Μοχλός θα είναι οι δημόσιες επενδύσεις. Δημιουργούν τις γενικότερες προϋποθέσεις για την αύξηση ιδιωτικών επενδύσεων, που δεν πραγματοποιούνται λόγω έλλειψης ρευστότητας και αμφιβολιών για τις εξελίξεις. Η ανάπτυξη έχει πρώτη προτεραιότητα και μέσω αυτής κυρίως θα πρέπει να επιτευχθεί η μείωση του χρέους. Ταυτόχρονα χρειάζεται απλοποίηση και εξορθολογισμός του φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος, στήριξη βιομηχανικών υποδομών και επιχειρήσεων εξαγωγικού προσανατολισμού, μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις στον δημόσιο τομέα, βελτίωση της ποιότητας και της ταχύτητας απονομής της δικαιοσύνης και προσαρμογή της εκπαίδευσης στο νέο κοινωνικό και τεχνολογικό περιβάλλον της εποχής της παγκοσμιοποίησης. Οι προσπάθειες στον επενδυτικό τομέα αλλά και η αναμόρφωση του τρόπου λειτουργίας των θεσμών θα συμβάλουν στη μείωση της ανεργίας με σταθερό ρυθμό.

Η ανάπτυξη είναι συναρτημένη με την ανταγωνιστικότητα. Η ανταγωνιστικότητα δεν εξαρτάται μόνο από τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες όπως το μακροοικονομικό περιβάλλον, τις υποδομές της χώρας, την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, την εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού, τη συμβολή της τεχνολογίας και της καινοτομίας. Η ανταγωνιστικότητα της χώρας μας είναι η χαμηλότερη μεταξύ όλων των χωρών της Ενωσης σύμφωνα με τον Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας για το 2017 του World Economic Forum.

Κατά τον Πρωθυπουργό, έχει ήδη ξεκινήσει «η προσπάθεια να μετατοπίζουμε διαρκώς τον συσχετισμό υπέρ των κοινωνικών πολιτικών και της αναδιανομής του πλούτου». Ξεχνά όμως ότι προϋπόθεση επίτευξης αυτών των στόχων είναι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και συνεχής βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Τότε μόνο θα προκύψουν πόροι τόσο για δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος, με π.χ. αύξηση των μισθών και περιορισμό της ανεργίας, όσο και για εντατικοποίηση των κοινωνικών παρεμβάσεων, π.χ. τη βελτίωση της ποιότητας των νοσοκομείων και σχολείων.

Αδιέξοδες μάχες και χαμένες ευκαιρίες

Η αιτία της σημερινής κατάστασης δεν είναι μόνο οικονομική. Συναρτάται με τις κυρίαρχες ιδεολογίες, αντιλήψεις, τους εμπεδωμένους τρόπους συμπεριφοράς, τις στάσεις μας απέναντι στα προβλήματα. Χρειάζεται γι’ αυτό συστηματική προσπάθεια και αντιπαράθεση με νοοτροπίες που κυριαρχούν στην ελληνική κοινωνία, τον εθνικολαϊκισμό, την πελατειακή αντίληψη, τον ατομοκεντρισμό, τον συνειδητά διαχωρισμό σε εχθρούς και φίλους. Η κυρίαρχη άποψη όσον αφορά τη σχέση της Ελλάδας με το άμεσό της περιβάλλον, την Ευρώπη και τις παγκόσμιες εξελίξεις καθορίζεται ακόμη από την πεποίθηση ότι η μικρή και γενναία μας χώρα μπορεί να ορίζει όπως αυτή επιθυμεί την πορεία της και να υπερνικά τις όποιες αντιξοότητες. Πρόκειται για μια αυταπάτη. Δεν βρισκόμαστε στο 1912 και στους Βαλκανικούς Πολέμους.

Σήμερα η πολιτική μας, η εξέλιξη της οικονομίας, οι δυνατότητές μας καθορίζονται στο πλαίσιο ευρύτερων συστημάτων. Η Ευρωπαϊκή Ενωση, το ΝΑΤΟ, η υπερεθνική ρύθμιση οικονομικών εξελίξεων και τεχνολογικών κανόνων, η παγκοσμιοποίηση παίζουν αποφασιστικό ρόλο. Είμαστε μια ψηφίδα σε ένα μωσαϊκό που δεν σχεδιάζουμε εμείς. Αυτονόητο λοιπόν είναι ότι πρέπει να προσαρμοστούμε. Ομως επιμένουμε να ακολουθούμε αδιέξοδους δρόμους. Δίνουμε επί χρόνια μάχη για το όνομα των Σκοπίων και χάνουμε μια μεγάλη ευκαιρία να γίνουμε εμείς πρωταγωνιστές στην οικονομική εξέλιξη των Βαλκανίων. Οδηγούμε τη χώρα σε χρεοκοπία με συνεχείς δανεισμούς, προσφεύγουμε μετά χωρίς σχέδιο στους εταίρους της Ενωσης να μας συμπαρασταθούν. Μας δανείζουν με τους όρους τους, τους καταγγέλλουμε, η χώρα χωρίζεται σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, μια νέα κυβέρνηση οραματίζεται τον σοσιαλιστικό παράδεισο και αυξάνουμε στο τέλος το χρέος μας σε πρωτόγνωρο ύψος. Πολλοί πιστεύουν ότι αύριο – μεθαύριο θα κανονίσουμε το πρόβλημα. Ξεχνούν ότι το 1985 πληρώναμε ακόμη χρέη που προέκυψαν πριν από το 1900. Και δεν θέλουν να δεχτούν ότι δεσμεύσεις που θα υπάρχουν για χρόνια αποτελούν εμπόδιο στην πρόοδό μας.

Η νέα εποχή δεν θα έρθει από τη μια μέρα στην άλλη

Διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και ευρωζώνης έχουν κατά κανόνα ολοκληρωθεί με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Αυτό είναι το επιθυμητό ώστε να υπάρξει η αναγκαία για την ανάπτυξη βεβαιότητα. Δεν αποκλείεται όμως η κυβέρνηση να κρίνει ότι μια αντιπαράθεση με την Ενωση την ευνοεί πολιτικά και ότι γι’ αυτό είναι σκόπιμο να προχωρήσει σε εκλογές. Να αυτοπαρουσιαστεί ως πρωταγωνίστρια της καθαρής εξόδου, να αναβάλει τη συμφωνία με την Ενωση και να καταγγείλει τα αντίπαλα πολιτικά κόμματα ως θιασώτες της υποταγής.

Η νέα εποχή δεν πρόκειται να αρχίσει όταν αναγγελθεί με τυμπανοκρουσίες το τέλος των μνημονίων και εκφωνηθούν οι θριαμβευτικοί λόγοι για τις ελευθερίες που πάλι αποκτήσαμε. Η νέα εποχή δεν θα έρθει από τη μια μέρα στην άλλη. Μια χώρα σε υστέρηση αλλάζει μόνο με συνεχή προσπάθεια, χρόνια συστηματικής δουλειάς, ρεαλιστικούς στόχους, ειλικρίνεια απέναντι στους πολίτες, σύνδεση και συνεργασία με το παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον και συνείδηση των ηγεσιών για τις ευθύνες τους.

Ο κ. Κώστας Σημίτης είναι πρώην πρωθυπουργός.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ