Σε μια λεπτή γραμμή κινούνται οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους καθώς βαδίζουμε προς το τέλος του τρίτου Μνημονίου και η επόμενη ημέρα παραμένει ακόμη άγνωστη. Αυτό που δεν έχει γεφυρωθεί είναι το «έλλειμμα εμπιστοσύνης» ανάμεσα στις δύο πλευρές.

Το μεγάλο ερώτημα που απασχολεί τους δανειστές είναι τι θα κάνει η κυβέρνηση μετά τη λήξη του προγράμματος και το κυριότερο, αν αυτό το ορόσημο θα αποτελέσει αφορμή για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών τον Οκτώβριο, κάτι που απεύχονται.

Οι Ευρωπαίοι πλέον «γκριζάρουν» το αφήγημα του κ. Τσίπρα για «καθαρή έξοδο», έχουν υιοθετήσει τον όρο της «βιώσιμης εξόδου» και ημέρα με την ημέρα χτίζουν το πλαίσιο όπου θα κινείται η Ελλάδα τη μεταμνημονιακή εποχή.
«Ολα είναι ακόμη ανοιχτά για τις υποχρεώσεις που θα αναλάβει η Ελλάδα, το πλαίσιο εποπτείας, τα μέτρα και τους όρους της ελάφρυνσης του χρέους» σημειώνει υψηλή ευρωπαϊκή πηγή στο «Βήμα» καθώς οι Γερμανοί θέλουν να υπάρχει μια συνέχεια στο καθεστώς επιτήρησης και σιγουριά ότι η Ελλάδα δεν θα αποκλίνει από τις δεσμεύσεις της.
Στις συζητήσεις που ξεκίνησαν την περασμένη εβδομάδα από την Ουάσιγκτον και συνεχίστηκαν στην Αθήνα στα τετ α τετ του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ με τον Αλέξη Τσίπρα και τον Κυριάκο Μητσοτάκη η φράση-κλειδί ήταν «αναζητούμε μια βιώσιμη έξοδο ώστε να μη βρεθούμε έπειτα από δύο χρόνια ξανά σε κρίση».

Σταθερή πορεία

Πίσω από τις κλειστές πόρτες αυτό που απασχόλησε όλες τις πλευρές είναι ο πολιτικός κίνδυνος και το ενδεχόμενο να οδηγηθεί η Ελλάδα σε πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο. Οι Ευρωπαίοι διεμήνυσαν στην Αθήνα ότι μέχρι τις ευρωεκλογές του Μαΐου, που είναι κρίσιμες για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα λόγω της ανόδου της Ακροδεξιάς και του λαϊκισμού, θέλουν «ήρεμα νερά» και όχι αιφνιδιασμούς που θα διαταράξουν αυτή την πορεία. Μάλιστα τόνισαν ότι η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει σε σταθερή πορεία και για γεωστρατηγικούς λόγους, και σε αυτή την πορεία θα τη βοηθήσουν.
Ωστόσο, εκτιμούν ότι δεν μπορούν να επιβάλουν σε κανέναν τίποτε και ανησυχούν. Μάλιστα, παρακολουθούν συστηματικά τις δημοσκοπήσεις και σημειώνουν την άνοδο της Ακροδεξιάς στη χώρα μας με προβληματισμό.
Επειτα από αυτές τις εξελίξεις, η Νέα Δημοκρατία σε σύσκεψη των τομεαρχών της υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη ανέλυσε την κατάσταση που διαμορφώνεται και τη στάση που θα τηρήσει έναντι των Ευρωπαίων, δεδομένης μάλιστα της εκτίμησης που πλανάται ότι ο Πιερ Μοσκοβισί είναι ιδιαίτερα φιλικός προς την κυβέρνηση Τσίπρα.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το σχόλιο του αρχηγού της ΝΔ Κ. Μητσοτάκη ο οποίος, πέραν της κριτικής στους κυβερνητικούς χειρισμούς και το αυτονόητο «δεν μας δεσμεύουν οι σχεδιασμοί Τσίπρα – Τσακαλώτου» (για αναπτυξιακό σχέδιο), τόνισε «δίνω μεγάλη σημασία στην οριστική, καθαρή και αυτόματη λύση για το χρέος».

Ενισχυμένη εποπτεία

Στην παρέμβασή του ο κ. Χρήστος Σταϊκούρας είπε ότι το υπερπλεόνασμα οφείλεται στην υπερφορολόγηση και τις κατασχέσεις και ότι το αποτέλεσμα είναι ότι δημοσιονομικά οι στόχοι υπερκαλύπτονται, αλλά η ανάπτυξη υπονομεύεται.
Πάνω σε αυτή τη γραμμή της «βιώσιμης εξόδου» οι Ευρωπαίοι την εβδομάδα που πέρασε άνοιξαν τα χαρτιά τους, με τον Πιερ Μοσκοβισί να μιλά για ενισχυμένη εποπτεία και ημι-αυτόματο μηχανισμό εφαρμογής των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, που σημαίνει ότι το ESM θα παίρνει πολιτική έγκριση προτού επιστρέψει στην Ελλάδα τις δόσεις από τα κέρδη στα ομόλογα (προγράμματα SMP και ANFAs) υπό τον όρο υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων που εκκρεμούν.
Η μεταμνημονιακή εποπτεία θα στηρίζεται στα ευρωπαϊκά εξάμηνα και όπως αποκάλυψε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, θα υπάρχει παρακολούθηση, όπως εκείνη που είχαν και εξακολουθούν να έχουν η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Κύπρος «συν κάτι ακόμη». Το «συν κάτι ακόμη» σημαίνει ότι ο έλεγχος θα γίνεται ανά τρίμηνο (αντί εξάμηνο). Για να φτάσουμε όμως εκεί, η κυβέρνηση κλήθηκε στο Eurogroup της Σόφιας να υλοποιήσει πρώτα τα μέτρα, τα 88 προαπαιτούμενα, για να κλείσει έγκαιρα η τέταρτη αξιολόγηση.
Η μεγάλη αβεβαιότητα είναι η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που σχετίζονται με το Κτηματολόγιο, την απελευθέρωση της Ενέργειας, τη φορολογική διοίκηση και τη δημόσια διοίκηση και οι αντιδράσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης και της χώρας.

Βγαίνουν τα κρυμμένα χρέη κάτω από το… χαλί

Τα (μέχρι τώρα) αφανή χρέη του Δημοσίου προς ιδιώτες προμηθευτές και επιχειρήσεις και τα αφανή ελλείμματα από 75.000 κύριες συντάξεις και 100.000 επικουρικές που δεν έχουν απονεμηθεί αποκαλύπτονται επιβαρύνοντας ισόποσα το δημόσιο χρέος.

Και αυτό γίνεται στη σκιά των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και των πλεονασματικών προϋπολογισμών που παρουσιάζει η κυβέρνηση την τελευταία διετία.

Η πολιτική αυτή («σας δανείζουμε για να μην υπάρχουν κρυφά χρέη»), η οποία αποτέλεσε όρο των θεσμών από την αρχή του τρίτου μνημονίου, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, προκαλεί προβληματισμό για το πώς γίνεται να έχουμε πρωτογενή πλεονάσματα και συνάμα να αυξάνεται το χρέος και δίνει τροφή για την πολιτική αντιπαράθεση κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία θα οξύνεται όσο βαδίζουμε προς το τέλος του τρίτου μνημονίου.

Το γεγονός που αποτυπώθηκε στα τελευταία στοιχεία της Eurostat είναι ότι το δημόσιο χρέος της γενικής κυβέρνησης σε ονομαστικούς όρους αυξήθηκε το 2017 (για δεύτερη χρονιά) και ανήλθε σε 317,4 δισ. ευρώ από 315 δισ. τον Δεκέμβριο του 2016 και 311,7 δισ. ευρώ τον ίδιο μήνα του 2015.

Οι απαντήσεις

Οπως σημειώνουν έμπειροι αναλυτές, το 2017, παρά το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα (4% του ΑΕΠ ή 7 δισ. ευρώ), το χρέος αυξήθηκε κατά 2,4 δισ. ευρώ. Αν σε αυτό το ποσό προστεθούν και τα 2 δισ. ευρώ που επέστρεψε η Εθνική Τράπεζα στον ESM (μέσω ΤΧΣ) από τα μετατρέψιμα ομόλογα που καταγράφονταν στο χρέος, τότε το χρέος αυξήθηκε κατά 4,4 δισ. ευρώ.

Στη διετία 2016-2017 των θηριωδών πρωτογενών πλεονασμάτων (συνολικά ανήλθαν σε 13,7 δισ. ευρώ) το χρέος αυξήθηκε συνολικά κατά 5,68 δισ. ευρώ και μαζί με την εξόφληση των ομολόγων από την Εθνική κατά 7,68 δισ. ευρώ.

Αναζητώντας τις απαντήσεις «Το Βήμα» απευθύνθηκε στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και στον ΟΔΔΗΧ, πηγές των οποίων διευκρίνισαν ότι η αύξηση του ονομαστικού χρέους κατ’ αυτό το ποσό οφείλεται στον δανεισμό που πήρε η χώρα από τον ESM για την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Ελληνικού Δημοσίου προς τους ιδιώτες. Τα ποσά αυτά (οι δόσεις από τα δάνεια των αξιολογήσεων) ανήλθαν σε 3,5 δισ. ευρώ το 2016 και 1,6 δισ. ευρώ το 2017.

Το μαξιλάρι ρευστότητας

Πέραν αυτών των ποσών που διατέθηκαν αποκλειστικά και κατόπιν ελέγχου από τους θεσμούς στην εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, το 2017 δημιουργήθηκε το «μαξιλάρι ρευστότητας» ως εργαλείο για την ασφαλή έξοδο της χώρας από το πρόγραμμα.

Το περασμένο καλοκαίρι στο «μαξιλάρι» μεταφέρθηκε ποσό 1,5 δισ. ευρώ από την έκδοση του πενταετούς ομολόγου.
Στους παράγοντες που οδήγησαν στην ονομαστική αύξηση του χρέους θα πρέπει να συνυπολογιστεί η κατάπτωση εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου από δάνεια ιδιωτών και επιχειρήσεων που ανήλθαν σε 740 εκατ. ευρώ την περασμένη διετία.

Οι οφειλές του ΕΦΚΑ

Πλέον τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς τους ιδιώτες έχουν περιοριστεί σε 3,3 δισ. ευρώ, ενώ σε αυτά πρέπει να προστεθούν οι οφειλές του ΕΦΚΑ για την απονομή 75.000 κύριων και 100.000 επικουρικών συντάξεων. Η ΝΔ διά του πρώην υπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων Γιάννη Βρούτση ανεβάζει τις οφειλές του ασφαλιστικού συστήματος στα 2,5 δισ. ευρώ, καθώς, όπως ανακοίνωσε, εκκρεμούν: «Η απονομή 100.000 κύριων συντάξεων, 120.000 επικουρικών, 40.000 εφάπαξ και 10.000 μερισμάτων».

Τα επίσημα στοιχεία της υπουργού Εργασίας Εφης Αχτσιόγλου, όπως ανακοινώθηκαν, είναι τα εξής:
«Οι εκκρεμείς συνταξιοδοτικές παροχές, μετά και την πληρωμή των συντάξεων του μηνός Μαΐου, αφορούν 75.000 κύριες χωρίς προσωρινή σύνταξη, 100.000 επικουρικές και 36.000 εφάπαξ».

Κόντρα για τα repos

Το δεύτερο σημείο αμφισβήτησης της δημοσιονομικής διαχείρισης από την αντιπολίτευση αφορά την πολιτική διαχείρισης των διαθεσίμων των φορέων της γενικής κυβέρνησης μέσω των repos που έχουν φτάσει στο ύψος των 21 δισ. ευρώ (!) και είναι κατατεθειμένα σε ειδικό λογαριασμό στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Τα ποσά αυτά, τα οποία προέρχονται κατά κύριο λόγο από τις επιχορηγήσεις που δίνει η κυβέρνηση μέσω του κρατικού προϋπολογισμού στους φορείς (ΟΤΑ, περιφέρειες, νοσοκομεία), κατατίθενται αυτόματα στον ειδικό λογαριασμό και στη συνέχεια κινούνται ανάλογα με τις ταμειακές ανάγκες του Δημοσίου και των φορέων.

Οταν αντλεί χρήματα το Δημόσιο, εμφανίζονται ως «βραχυπρόθεσμος δανεισμός», ο οποίος αυξήθηκε το 2017 στα 14,9 δισ. ευρώ από 11,38 δισ. ευρώ το 2016 και 10 δισ. ευρώ το 2015. Από τα τελευταία στοιχεία Εκτέλεσης Προϋπολογισμού προκύπτει ότι τα repos αυξήθηκαν έναντι της 31ης Δεκεμβρίου 2017 από 14,9 δισ. ευρώ σε 20,79 δισ. ευρώ. Η διαφορά είναι 5,86 δισ. ευρώ που σηκώνει το Δημόσιο από τα διαθέσιμα των οργανισμών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ