Αν η Μάργκαρετ Θάτσερ πρωτοστάτησε στη συγκεκριμενοποίηση του νεοφιλελεύθερου, νεοδεξιού λόγου, δεν αποκλείεται ο Τόνι Μπλερ να κάνει το ίδιο για ένα νεοσοσιαλδημοκρατικό, κεντροαριστερό λόγο στην Ευρώπη σήμερα. Βέβαια τα στοιχεία ενός τέτοιου λόγου υπήρχαν σκόρπια σε διάφορες πολιτικές πρακτικές και θεωρητικές αναλύσεις αλλά για πρώτη φορά με το «Νέο» Εργατικό Κόμμα παίρνουν τη μορφή μιας συγκεκριμένης κυβερνητικής πολιτικής.


Ο νέος κεντροαριστερός λόγος αμφισβητεί την αρχή των καθολικών παροχών, δηλαδή την ιδέα πως οι κοινωνικοί πόροι πρέπει να πηγαίνουν σε όλους ­ ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης. Το νέο Εργατικό Κόμμα υποστηρίζει πως η καθολικότητα των παροχών οδηγεί, στη σημερινή συγκυρία, σε μια κατάσταση όπου οι σχετικά εύπορες μεσαίες τάξεις επωφελούνται πολύ περισσότερο από τις δωρεάν κρατικές υπηρεσίες παρά το περιθωριοποιημένο 1/3 του πληθυσμού. Αρα πρέπει να ξεπεραστεί η αρχή της καθολικότητας, όχι με σκοπό τη συρρίκνωση των κοινωνικών πόρων (αυτή είναι η θατσερική λύση) αλλά την ανακατανομή τους κατά πιο δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο.


Παρ’ όλο που τα βήματα από την άδικη και μίζερη καθολικότητα σε μια πιο δίκαιη, γενναιόδωρη επιλεκτικότητα είναι ακόμη μικρά και αβέβαια, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως ο βρετανός πρωθυπουργός έχει σκοπό να αλλάξει ριζικά το ισχύον σύστημα· και αυτό έχει ήδη εξαγριώσει όχι μόνο την παραδοσιακή, δογματική Αριστερά εντός και εκτός του εργατικού κόμματος (γι’ αυτούς η παραβίαση της αρχής της καθολικότητας είναι ταμπού) αλλά και ένα σημαντικό κομμάτι της μεσαίας τάξης που επωφελείται ιδιαίτερα από το status quo.


* Πολίτες κοινωνικά ενεργοί


Μια δεύτερη βασική διάσταση του νέου, κεντροαριστερού λόγου είναι η ιδέα πως αν ο πολίτης έχει το δικαίωμα ενός μίνιμουμ εισοδήματος και της κάλυψης των βασικών αναγκών του στον χώρο της υγείας, της εκπαίδευσης, της περίθαλψης στα γηρατειά κλπ., έχει και την υποχρέωση (αν βέβαια η υγεία του το επιτρέπει) να παραμένει «κοινωνικά ενεργός» ακόμη και όταν δεν βρίσκει δουλειά στην αγορά εργασίας. Ετσι ο άνεργος παύει να είναι παθητικός παραλήπτης ενός επιδόματος και μετατρέπεται σε ενεργό πολίτη που είτε μετεκπαιδεύεται είτε προσφέρει τις υπηρεσίες του σε τομείς των οποίων οι ανάγκες δεν καλύπτονται από τους μηχανισμούς της αγοράς (π.χ. περιβάλλον, κοινότητα κλπ.). Η ιδέα πίσω από αυτή τη νέα πολιτική είναι πως το κράτος δεν πρέπει απλώς να «συντηρεί» κατά πατερναλιστικό τρόπο τους ανέργους αλλά πρέπει να δημιουργήσει νέους μηχανισμούς ενεργοποίησής των, ακόμη και αν η δημιουργία αυτών των μηχανισμών κοστίζει περισσότερο από την απλή παροχή επιδόματος ανεργίας.


Αυτές οι δύο αρχές, αν βέβαια εφαρμοστούν σωστά (δηλαδή κατά σοσιαλδημοκρατικό και όχι θατσερικό τρόπο), θα οδηγήσουν όχι μόνο στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων αλλά και στη δραματική αναβάθμιση των υπηρεσιών που το κοινωνικό κράτος προσφέρει σε αυτούς που τις έχουν πραγματικά ανάγκη. Νομίζω πως ο Τόνι Μπλερ θέλει ειλικρινά να προχωρήσει στην κατάργηση των καθολικών παροχών και στην κοινωνική ενεργοποίηση των ανέργων με σκοπό όχι την «τιμωρία» / χειραγώγηση αλλά την ανύψωση του βιοτικού επιπέδου του περιθωριοποιημένου 1/3 του πληθυσμού. Οπως είπε ο ίδιος σε απάντηση της κριτικής που του γίνεται πάνω σε αυτά τα θέματα, «εμείς δεν ήρθαμε στην εξουσία για να τιμωρήσουμε αλλά για να βοηθήσουμε ουσιαστικά τα οικονομικά αδύνατα στρώματα του πληθυσμού». Βέβαια μπορεί το εγχείρημα της μεταρρύθμισης του κοινωνικού κράτους, για διάφορους λόγους, να αποτύχει. Πάντως αυτό που είναι σίγουρο είναι πως είναι αδύνατον να αναβαθμιστούν σοβαρά οι κοινωνικές υπηρεσίες χωρίς τη ριζική ανακατανομή των κοινωνικών πόρων. Γιατί με το παρόν καθεστώς της εξαιρετικά άδικης κατανομής, για να μπορέσουν αρκετοί κοινωνικοί πόροι να φτάσουν στο περιθωριοποιημένο 1/3 του πληθυσμού θα πρέπει να αυξηθούν οι συνολικές κοινωνικές δαπάνες κατά αστρονομικό τρόπο ­ πράγμα που θα οδηγήσει στον πληθωρισμό που, ως γνωστόν, βλάπτει ιδιαίτερα τα μη εύπορα κοινωνικά στρώματα.


Το νομοσχέδιο για τον Τύπο


Αν όμως στα θέματα της αναδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους ο Τ. Μπλερ τολμά να τα βάλει και με την παραδοσιακή Αριστερά και με τις σχετικά εύπορες μεσαίες τάξεις που τον ψήφισαν, το πολιτικό θάρρος φαίνεται να τον εγκαταλείπει σε έναν άλλο τομέα που έχει άμεση σχέση με τον νέο κεντροαριστερό λόγο: τον τομέα του Τύπου. Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση Μπλερ εναντιώθηκε σε μια προσπάθεια που ξεκίνησε στη Βουλή των Λόρδων τροποποίησης του «νομοσχεδίου περί ανταγωνισμού». Αυτή η σημαντική προσπάθεια, που υποστηρίχθηκε από λόρδους όλων των πολιτικών παρατάξεων, αποσκοπεί στη δραστική καταπολέμηση μονοπωλιακών τάσεων στον χώρο των εφημερίδων. Κηρύσσει παράνομη κάθε πρακτική που «θα μπορούσε να μειώσει την πολυμορφία του εθνικού Τύπου στη Βρετανία υποσκάπτοντας ή καταστρέφοντας τελείως τον ανταγωνισμό». Ο στόχος αυτής της τροποποίησης είναι η προστασία των ποιοτικών εφημερίδων (κυρίως του Independent και του Daily Telegraph) από τον αθέμιτο ανταγωνισμό της News International. Αυτή ελέγχεται από τον μεγιστάνα του Τύπου Ρούπερτ Μέρντοκ, φίλο και υποστηρικτή του Τόνι Μπλερ στις τελευταίες εκλογές.


Ο τρισεκατομμυριούχος Μέρντοκ όχι μόνο ελέγχει ένα σημαντικό κομμάτι του βρετανικού και παγκόσμιου Τύπου μέσω του οποίου εξασκεί τεράστια πολιτική και πολιτισμική επιρροή, όχι μόνο πληρώνει με διάφορες «νόμιμες» λογιστικές κομπίνες γελοιωδώς χαμηλούς φόρους αλλά και έχει βάλει σκοπό, πουλώντας τους Times σε κάτω του κόστους τιμές, να εξολοθρεύσει τους κύριους ανταγωνιστές του στον χώρο του ποιοτικού Τύπου.


Η κυβέρνηση Μπλερ και αυτοί που την υποστηρίζουν στη Βουλή των Λόρδων ήταν εναντίον της τροποποίησης του νομοσχεδίου περί ανταγωνισμού με τη δικαιολογία ότι δεν είναι σωστό ένα νομοσχέδιο, που ρυθμίζει τον ανταγωνισμό σε όλους τους τομείς της οικονομίας, να έχει ειδικές διατάξεις για τον τομέα του Τύπου. Οπως είπε ο υποστηρικτής του Μπλερ λόρδος Simon of Highbury, «νομίζω πως θα εκτροχιαστούμε αν δεχθούμε μια διαφορετική απαγόρευση για έναν ειδικό, συγκεκριμένο τομέα».


Αυτή η επιχειρηματολογία βασίζεται στη σαφώς θατσερική ιδέα ότι η νομοθεσία δεν πρέπει να κάνει καμία διάκριση μεταξύ διαφόρων ειδών επιχειρήσεων. Είτε πρόκειται για επιχειρήσεις που πουλάνε οδοντόπαστες είτε πρόκειται για επιχειρήσεις που έχουν σκοπό την πληροφόρηση των πολιτών, η λογική της λειτουργίας και των μεν και των δε πρέπει να βασίζεται στις ίδιες αρχές και αξίες. Το ότι ο Τύπος, πέρα από το να πουλάει πληροφορίες, παίζει βασικό ρόλο στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος ­ και λόγω αυτού έχει ανάγκη ειδικής μεταχείρισης ­, αυτό η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία της αγοράς προτιμά να το αγνοεί. Γι’ αυτήν δημοκρατία σημαίνει να προσφέρεις στον καταναλωτή υπηρεσίες / αγαθά σε όσο πιο χαμηλές τιμές γίνεται, ακόμη και αν αυτή η λογική οδηγεί σε ένα σύστημα όπου η πληροφορία μετατρέπεται σε απλό εμπόρευμα.


Δεν είναι ανάγκη να τονίσω πως η παραπάνω νοοτροπία δεν έχει καμία σχέση με έναν σύγχρονο κεντροαριστερό, ριζοσπαστικό λόγο. Γιατί ο τελευταίος, ξεκινώντας από την ιδέα πως η οικονομία, η πολιτεία, η κοινωνία και ο πολιτισμός στηρίζονται στη βάση διαφορετικών λογικών, δεν δέχεται ούτε τη μονοκρατορία της αγοράς (όπως ο νεοφιλελευθερισμός) ούτε αυτή του κράτους (όπως ο παραδοσιακός αριστερός λόγος). Προσπαθεί μάλλον να επιφέρει μια πολυλογική ισορροπία μεταξύ της λογικής της ανταγωνιστικότητας / παραγωγικότητας στον οικονομικό τομέα, τη λογική του δημοκρατικού πλουραλισμού στον πολιτικό, τη λογική της αλληλεγγύης στον κοινωνικό και τη λογική της πολιτισμικής χειραφέτησης στον τομέα της κουλτούρας.


Μια τέτοια πολυλογική στρατηγική όχι μόνο δεν απαγορεύει αλλά επιβάλλει την ειδική μεταχείριση χώρων όπως αυτός των εφημερίδων. Με «ειδική μεταχείριση» εννοώ όχι μόνο δρακόντεια μέτρα για την πάταξη μονοπωλιακών τάσεων αλλά και την επινόηση μηχανισμών που θα εμποδίζουν ­ για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του Π. Μπουρντιέ ­ αυτούς που έχουν οικονομικό κεφάλαιο να μπορούν αυτόματα, όπως ο Ρ. Μέρντοκ, να αγοράζουν πολιτικό ή πολιτισμικό κεφάλαιο. Αν τέτοιοι μηχανισμοί δεν υπάρχουν ή είναι πολύ αδύνατοι, τότε το πέρασμα από τον βάρβαρο στον εξανθρωπισμένο καπιταλισμό (η βασική επιδίωξη της κεντροαριστερής ιδεολογίας) είναι αδύνατο. Τότε οι πιθανότητες ριζικών αλλαγών μέσα στον καπιταλισμό εξαφανίζονται.


Αν έτσι έχουν τα πράγματα, η βρετανική Κεντροαριστερά όχι μόνο δεν πρέπει να εμποδίσει την «ειδική μεταχείριση» του τομέα του Τύπου αλλά θα πρέπει να προχωρήσει σε επιπρόσθετα μέτρα που θα έχουν σκοπό ο Τύπος, ειδικά, και τα ΜΜΕ, πιο γενικά, να ελέγχονται λιγότερο από αυτούς που διαθέτουν οικονομικό κεφάλαιο και περισσότερο από αυτούς που παράγουν πολιτισμό (καλλιτέχνες, λογοτέχνες, ανθρώπους του πνεύματος) ή που έχουν την κύρια ευθύνη αναπαραγωγής του (γονείς, δασκάλους, ιερείς).


Αν η Κεντροαριστερά δεν ριζοσπαστικοποιήσει τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση, τότε δεν θα μπορέσει να διαφοροποιηθεί σοβαρά από τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Ευτυχώς η «γραμμή» της κυβέρνησης δεν πέρασε στη Βουλή των Λόρδων. Ας ελπίσουμε πως ο Τόνι Μπλερ θα αλλάξει τη στάση του όταν το νομοσχέδιο περί ανταγωνισμού ξαναπάει για τελική ψήφιση στη Βουλή των Κοινοτήτων.